Στις 3 Οκτωβρίου του 1943, Γερμανοί καταδρομείς εισβάλλουν στο χωριό Λιγκιάδες, το επονομαζόμενο «Μπαλκόνι των Ιωαννίνων», σκοτώνοντας αδιακρίτως βρέφη, παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένους, και βάζοντας φωτιά στα σπίτια, με αποτέλεσμα αρκετοί απ’ αυτούς να καούν ζωντανοί. 46 χρόνια αργότερα, το 1989, ένας Γερμανός ιστορικός, ο Κριστόφ Σμινκ-Γκουστάβους, επισκέπτεται το χωριό και συλλέγει με ένα κασετόφωνο μαρτυρίες από τους επιζήσαντες της θηριωδίας, διερευνώντας στη συνέχεια τα γερμανικά αρχεία.
Βασισμένος στο βιβλίο όπου ο Γερμανός ιστορικός συγκέντρωσε αναλυτικά τα αποτελέσματα της έρευνάς του και ορμώμενος από την καταγωγή του (ο παππούς του ήταν ένας από τους επιζώντες που γλίτωσαν μόνο και μόνο επειδή βρίσκονταν σε γειτονικό χωριό για τη συγκομιδή καρυδιών), ο σκηνοθέτης Χρύσανθος Κωνσταντινίδης επισκέπτεται ξανά μαζί του τον βασανισμένο τόπο και ξεκινά να καταγράφει στο φακό του μαρτυρίες από τους λιγοστούς επιζήσαντες και από τους απογόνους τους.
Ακόμα κι έπειτα από τόσα χρόνια, οι ιστορίες τους παραμένουν ανατριχιαστικές, πιο φρικιαστικές από οποιαδήποτε μυθοπλασία τρόμου. Κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις και την παρουσία του διακριτική, ο Κωνσταντινίδης αντιπαραθέτει την παρουσία του σοκαρισμένου ερευνητή με τις ακόμα παθιασμένες αναμνήσεις των κατοίκων και τις συγκινητικές αντιδράσεις των απογόνων των θυμάτων καθώς ακούν τις παλιές ηχογραφήσεις. Και η επιβλητική αποτύπωση των εναπομεινάντων ερειπωμένων σπιτιών, τις στιγμές που η κάμερα αφήνει για λίγο τα ανθρώπινα πρόσωπα, αναδίδει τη στοιχειωμένη ατμόσφαιρα ενός τόπου που μοιάζει να αναζητά ακόμα λύτρωση από το πένθος.
Η ανάγκη για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και την επούλωση ενός συλλογικού τραύματος προβάλλει πιο έντονη από ποτέ, έστω κι αν, μοιραία, η διάχυτη αίσθηση της επανάληψης καθιστά το «Μπαλκόνι - Μνήμες Κατοχής» περισσότερο ένα πολύτιμο ντοκουμέντο ιστορικής καταγραφής άγνωστων στο ευρύ κοινό γεγονότων παρά μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική δημιουργία ικανή να μετουσιώσει το πλούσιο αυτό υλικό σε μια πιο στοχαστική φιλμική εμπειρία.