Μετά το καταστροφικό ναυάγιο του πλοίου του ένας έμπορος, αναγκάζεται σε εξορία στην επαρχία με τα έξι παιδιά του. Μεταξύ αυτών είναι η Πεντάμορφη, η νεότερη από τις κόρες του, χαρούμενη και γεμάτη χάρη. Σε ένα οδυνηρό ταξίδι ο έμπορος εισβάλει στο μαγικό βασίλειο του Τέρατος που τον καταδικάζει σε θάνατο επειδή έκλεψε ένα τριαντάφυλλο. Νιώθοντας την ευθύνη για την τρομερή μοίρα που έπληξε την οικογένειά της, η Πεντάμορφη αποφασίζει να θυσιαστεί για τον πατέρα της. Όμως, στο παλάτι του Τέρατος, δεν την περιμένει ο θάνατος, αλλά μια παράξενη ζωή, σε συδυασμό με μαγικές στιγμές χαράς και μελαγχολίας. Κάθε βράδυ την ώρα του δείπνου η Πεντάμορφη και το Τέρας συναντιούνται. Μαθαίνουν κι ανακαλύπτουν πολλά σαν δύο ξένοι που δεν έχουν τίποτα κοινό. Η Πεντάμορφη απορρίπτει το ερωτικό σκίρτημα του Τέρατος αν και προσπαθεί να διαλευκάνει τα μυστήρια της ψυχής του. Μόλις πέφτει η νύχτα τα όνειρα αποκαλύπτουν τα θραύσματα από το παρελθόν του. Η τραγική ιστορία, λέει ότι αυτό το μοναχικό και άγριο Θηρίο ήταν κάποτε ένας αρχοντικός Πρίγκηπας. Οπλισμένη με θάρρος, και καταπολεμώντας όλους τους κινδύνους, η Πεντάμορφη ανοίγει την καρδιά της για να απελευθερώσει την κατάρα του Τέρατος. Και με αυτό τον τρόπο θα ανακαλύψουν την αληθινή αγάπη.
Οι δυο πιο διάσημες κινηματογραφικές εκδοχές της κλασσικής ιστορίας της «Πεντάμορφης και του Τέρατος» είναι πέρα από κάθε αμφιβολία, από την μια αυτή του Ζαν Κοκτό του 1964 στην οποία ο Ζαν Μαρέ και η Ζοζέτ Ντε έπλασαν ένα κλασσικό ζευγάρι, βουτηγμένο στην παράδοξη ποίηση των εικόνων του Κοκτώ κι από την άλλη αυτή η μαζικά εμπορική μα εξίσου γοητευτική της Disney που το 1991 γοήτευσε και συνεχίζει να γοητεύει γενιές παιδιών.
Η «Πεντάμορφη και το Τέρας» του Κριστόφ Γκανς θέλει να βρεθεί κάπου ανάμεσα στις δύο, μα είναι ξεκάθαρο σχεδόν από την αρχή πως το θέαμα κι όχι η εσωτερική ποίηση είναι το ισχυρό χαρτί αυτής της νέας διήγησης της ιστορίας. Ενα θέαμα που οφείλει δεδομένων των φιλοδοξιών της ταινίας, να ανταγωνιστεί αυτό των μεγάλων χολιγουντιανών μπλοκμπάστερ και να δελεάσει ένα κοινό που έχει συνηθίσει να θεωρεί «καλύτερο» το «περισσότερο».
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι ο Γκανς, κάνει κάποιου είδους υποχώρηση στον βωμό του box office, αφού ανέκαθεν αυτό στο οποίο στόχευε, ήταν ένα σινεμά για τις μάζες, σχεδόν παλιομοδίτικο ακόμη κι αν χρησιμοποιεί την τεχνολογία ως βασικό του εργαλείο. Μόνο που αντίθετα από την «Αυτοκρατορία των Λύκων» για παράδειγμα όπου η φαντασία και το θέαμα δεν είχαν να συναγωνιστούν παρά μόνο τις δικές τους φιλοδοξίες, εδώ η ταινία έχει πάνω απ όλα να σταθεί αντάξια στις προσδοκίες ενός κοινού, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο περιμένει να δει κάτι συγκεκριμένο.
Προς τιμήν του Γκανς, η δική του ανάγνωση στην ιστορία τολμά να είναι διαφορετική, στο πως φιλοδοξεί να πει ολόκληρη την ιστορία, στον τον τρόπο που προσεγγίζει τον κόσμο και τους ήρωες του, σε αυτά στα οποία επιλέγει να ρίξει το βάρος της αφήγησης, στο συναισθηματικό ή αισθητικό ύφος, σε κάθε πτυχή του φιλμ. Μόνο που μια διαφορετική ματιά δεν είναι πάντα απαραίτητη πετυχημένη κι αυτή του Γκανς, δυστυχώς σε αφήνει μάλλον αμήχανο.
Για τα μάτια ενός ενήλικα θεατή, ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι άλλο από το πόσο «ανώδυνη», επίπεδη, «παιδική» είναι. Η αίσθηση του κινδύνου, ο υποβόσκων ερωτισμός, ο κίνδυνος και η γοητεία που αποπνέει το τέρας, ο αθώος αισθησιασμός της Μπελ ελάχιστα καταγράφονται στην οθόνη. Φταίει ότι ο Βενσάν Κασέλ είναι θαμμένος κυριολεκτικά κάτω από την ψηφιακή μορφή του τέρατος, ότι η σέξι ομορφιά της Λέα Σεϊντού υπονομεύεται από τα color coordinated φορεματά της που ταιριάζουν με τον ντεκόρ.
Και μιλώντας για το ντεκόρ, αν η έκφραση «μασάει τα σκηνικά» περιγράφει έναν ηθοποιό που παίζει υπερβολικά, στο φιλμ του Γκανς, είναι τα σκηνικά που μασάνε, καταπίνουν και εξαφανίζουν τους ηθοποιούς του. Η λέξη θεαματικά είναι υπερβολικά φτωχή για να τα περιγράψει. Μεγαλοπρεπή, υπερβολικά, συχνά στα όρια του κιτς, είναι μαζί εντυπωσιακά αλλά και «ψεύτικα», βαραίνουν την ταινία αντί να την περιέχουν.
Κάτι που ισχύει και για την τελική σεκάνς του φιλμ που παραδίνεται σε μια λαίλαπα ειδικών εφέ που μοιάζουν βγαλμένα από τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», ή ίσως το «Νώε» και που είναι αταίριαστα και μάλλον αχρείαστα σε μια ιστορία που δεν χρειάζεται το «περισσότερο» για να γίνει «καλύτερη».
Δεν είμαι σίγουρος για το πως ακριβώς λένε το «less is more» στα γαλλικά, αλλά πιθανότατα θα ήταν μια χρήσιμη φράση για τον Κριστόφ Γκανς να αποστηθίσει...