Ο Γιάννης είναι ένας 50χρονος κυνηγός. Μοναχικός, ολιγόλογος άνθρωπος - το δάσος μοιάζει να είναι ο τόπος του, η συνθήκη που τον συντονίζει με το πιο αληθινό κομμάτι του εαυτού του. Στο διαμέρισμα-κλουβί της Αθήνας, η μοναξιά είναι πιο έντονη: μηχανική καθημερινότητα στη δουλειά στο σιδεράδικο κι άγρυπνες νύχτες καθώς το πιτ μπουλ του ΜΑΤατζή γείτονα, κλειδωμένο μόνιμα στο μπαλκόνι, κλαίει και γαβγίζει ασταμάτητα.
Στο δάσος έχει ησυχία, γαλήνη, γείωση με την αληθινή ζωή. Μέχρι που χτυπάει το τηλέφωνο του κι η ζωή ανατρέπεται: η μητέρα του έφυγε. Πόσα χρόνια είχε να τη δει; Πόσα χρόνια την είχε αφήσει μόνη της στο χωριό; Από τι είχε τρέξει μακριά και δεν κοίταξε ποτέ πίσω; Απομονωμένος ακόμα και στην κηδεία, ξένος ανάμεσα στους συγχωριανούς του, κοιτά με θλίψη ενοχές, τραύμα και πικρή νοσταλγία - ακόμα και η γυναίκα που ήταν πάντα ερωτευμένος, σήμερα είναι παντρεμένη με παιδιά.
Διαβάστε τη συνέντευξη | Χρήστος Πυθαράς: «Κάθε σκυλί, κάθε Γιάννης, έχει ανάγκη από αγάπη και τρυφερότητα»
Ολοι έχουν ερωτήσεις: τι θα κάνει με το πατρικό σπίτι; Θα επιστρέψει; Θα μείνει στην Αθήνα και θα το πουλήσει; Ο Γιάννης δεν μιλάει. Ίσως να μην ξέρει. Ίσως αυτό το σκυλί που αλυχτά στο μπαλκόνι να μην τον αφήνει να σκεφτεί καθαρά…
Ο Χρήστος Πυθαράς («Ευτυχία») επιστρέφει με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, κάνοντας κάτι παραδειγματικό: καταπιάνεται με μία μόνο ιδέα (συνήθως στη δεύτερη ταινία οι σκηνοθέτες παρασύρονται από υπέρμετρη φιλοδοξία) και την εκτελεί συγκεντρωμένα, μελετημένα, με ταλέντο, πειθαρχία κι αυτοπεποίθηση.
Η εικονογραφία του είναι αριστοτεχνική, η ατμόσφαιρα του πυκνή κι υποβλητική, τα πλάνα του λυρικά - χωρίς να συμβιβάζει τον ευρύτερο ρεαλισμό του. Η αντίστιξη του δάσους με το αστικό τοπίο και που είναι το πραγματικό «ανήκειν» του ανθρώπου (και του σκύλου) είναι σαφής - η βία και η μοναξιά της μεγαλούπολης παρούσα στη σιωπή του Γιάννη, στο κλάμα του πιτ μπουλ.
Και δεν το παρατηρεί αυτό κανείς, τυχαία. Συνήθως ένας σκηνοθέτης τοποθετεί τον κεντρικό ήρωα ως alter ego του σ’ αυτά που θέλει να πει. Εδώ, ο Πυθαράς ταυτίζεται και με τον Γιάννη και με τον σκύλο. Οι δυο τους είναι ο αντικαταπτρισμός μίας παρεξήγησης. Χοντροκομμένοι, βλοσυροί, απόμακροι - «βίαιοι»; Είναι η ράτσα του σκύλου φύσει κακοποιητική - είναι άγριο ένα πιτ μπουλ; Ή πίσω από τις κλειστές πόρτες εκείνο δέχεται κακοποίηση («εκπαίδευση» θα την ονόμαζε ο μπάτσος). Είναι ο κυνηγός θέσει δολοφόνος; Ή έχει τον δικό του ηθικό κώδικα για το πότε σηκώνει το όπλο του, τι προστατεύει, τι εξολοθρεύει, τι τιμωρεί;
Στο πρωταγωνιστικό ρόλο ένας ερασιτέχνης ηθοποιός, ο Γιάννης Μπελής (ο οποίος ενέπνευσε και το σενάριο στον Χρήστο Πυθαρά). Στιβαρός, μελαγχολικός, μυστηριώδης - όσο πρέπει εκφραστικός κι όσο ελλειπτικά επικοινωνιακός απαιτείται, με τη βοήθεια του σκηνοθέτη του αποτυπώνεται στο πανί ως το παρεξηγημένο, ημιάγριο πλάσμα της διπλανής πόρτας. Κλεμμένες στιγμές όμως προδίδουν την καρδιά του - η σχέση του με το γιο του αφεντικού του στο σιδεράδικο, ένα κόσμημα που κατασκευάζει αλλά δεν τολμά να το δώσει στην παλιά του αγάπη, το χέρι που χαϊδεύει κρυφά τον μοναχικό σκύλο. Γιατί κι εκείνος είναι μοναχικός λύκος. Θα καταβροχθίζει τα πουλιά που σκότωσε και μαγείρεψε, αλλά στην ουσία θα μπουκώνεται με το θρήνο της απώλειας. Και στο τέλος θα το ομολογεί «δεν τρωγόταν το κρέας». Δεν μπορείς να φας τα συναισθήματά σου.
Στα μείον της ταινίας: η επιλογή μίας επαναληπτικής φαντασιακής σκηνής, ενός λευκού ονείρου/εφιάλτη που καλείται να μας προδώσει την ένταση στο μυαλό του ήρωα - την οργή, την νεύρωση, την έκρηξη του τραύματος εντός του. Δεν λειτουργεί καλά, δεν μπορεί να αντικαταστήσει μία κορύφωση που ήθελε η (υπέροχη) ησυχία της ταινίας - μία απόρριψη, μία ανακάλυψη στο σπίτι στο χωριό, κάτι, που θα ήταν η αφορμή για το τράβηγμα της περόνης στην ψυχική χειροβομβίδα του Γιάννη.
Κάπως έτσι μία μικρή ταινία που πετυχαίνει πολλά σε αφήνει με την αίσθηση του ολόκληρου. Στο κυνήγι δεν είναι πάντα η ποσότητα που μετράει.