Σε μια από τις πρώτες σκηνές του «Killerwood», της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του Χρήστου Μασσαλά, ο Τίτος, ο πρωταγωνιστής σκηνοθέτης που προσπαθεί να κάνει την πρώτη ελληνική ταινία με serial killer τύπου «Scream», δίνει τέλος σε ένα κάστινγκ επειδή ένας από τους υποψήφιους ηθοποιούς αναφέρει τις κριτικές για την προηγούμενή του ταινία. Φεύγει από το γραφείο του, κλείνεται στην τουαλέτα, αρχίζει να χτυπιέται. Ο ηθοποιός που τόλμησε να αναφέρει τις κριτικές χάνει πανηγυρικά το ρόλο, αλλά ο αυτο-σαρκασμός του Χρήστου Μασσαλά έχει μόλις ξεκινήσει…

… και δεν θα σταματήσει για όλα τα απολαυστικά λεπτά μιας ταινίας που έρχεται μάλλον από το πουθενά ως μια α-συνέχεια του «Broadway», απόλυτα ωστόσο ενταγμένη στο queer ρομαντικό σύμπαν του Χρήστου Μασσαλά, αλλά και με το βλέμμα έξω από αυτό. Μια ταινία μέσα στην ταινία που σατιρίζει με πικρή ειλικρίνεια αλλά και ακούραστο χιούμορ τη σημασία του να είσαι σήμερα σκηνοθέτης στην Ελλάδα την ίδια στιγμή που παίζει με το genre του τρόμου με όρους αδιαπραγμάτευτα… υπαρξιακούς.

Στην πραγματικότητα υπάρχει μια ταινία μέσα στην ταινία και άλλη μία μέσα στην ταινία της ταινίας, αφού στην ουσία αυτό που παρακολουθούμε είναι ένα άτυπο making of της ταινίας που προσπαθεί να γυρίσει ο Τίτος, με την αδιάκριτη κάμερα που καλύπτει την προετοιμασία και τα γυρίσματα της να δίνει το ελεύθερο και για το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, αλλά κυρίως για το βάθος πεδίου που ορίζει ένα παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και το σινεμά, αφού μυστηριώδεις θάνατοι, κουτιά με εντόσθια που στάζουν αίμα και κρυπτικά μηνύματα μετατρέπουν την παραγωγή σε ένα θρίλερ από μόνο του.

Τίποτα πιο τρομακτικό φυσικά από την παραγωγό που κόβει μέρες από το γύρισμα, τους ηθοποιούς που κάνουν ντιβιλίκια, το αίμα που έχει καλό χρώμα αλλά είναι νερουλό, τη σκηνογράφο που δεν αντιλαμβάνεται το tone sur tone και την ενδυματολόγο που επιμένει να χρησιμοποιεί πράσινο σε μια ταινία που είναι (σχεδόν) όλη κόκκινη. Ο Μασσαλάς μπερδεύει την αλήθεια της ταινίας στην ταινία με τη δική του, χρησιμοποιώντας συντελεστές και φίλους που παίζουν τον εαυτό τους, τρολάροντας με ισχυρές ωστόσο δόσεις πικρής ειλικρίνειας την πραγματικότητα ενός κινηματογραφιστή σήμερα. Γυρνάει το βλέμμα του και στον ίδιο τον σκηνοθέτη - alter ego του, δίνοντας τη μεγάλη εικόνα όσων πιστεύουν οι άλλοι για τους νέους σκηνοθέτες σήμερα, αλλά και όσα θα έπρεπε και οι ίδιοι να λύσουν με τον εαυτό τους.

Το «Killerwood» όμως δεν είναι αυτοαναφορικό (θα το έλεγες μάλλον… προσωπικό), ούτε ποντάρει μόνο σε όσους θα αναγνωρίσουν τα inside jokes ή το name dropping που αφορά την πολύπαθη ελληνική κινηματογραφική κοινότητα και τον παραλογισμό κάθε νέου σκηνοθέτη απέναντι στο όραμά του.

Γραμμένο με πραγματική σινεφίλ έμπνευση, αστείο χωρίς προσποίηση ή πολλή προσπάθεια, σκηνοθετημένο με σιγουριά παρά την χειροποίητη υφή του και τις μικρές διαστάσεις του, καλοπαιγμένο από όλο το καστ (με την μούσα του Μασσαλά Ελσα Λεκάκου να ηγείται με ατμόσφαιρα και φιλοδοξίες scream queen ενός θιάσου που ξεκινάει από τον απίθανο Βαγγέλη Δαούση στο ρόλο του σκηνοθέτη και φτάνει μέχρι την ξεκαρδιστική σκηνή με την Ρούλα Πατεράκη), και τελικά πολύ καλύτερο από πολλά παρόμοια εγχειρήματα στην μεγάλη πορεία του ανεξάρτητου σινεμά (με τελευταίο το πλήρως αποτυχημένο «Coupez!» του Μισέλ Χαζαναβίσιους), το «Killerwood» έρχεται, να συνεχίσει το παιχνίδι του Χρήστου Μασσαλά με τον κόσμο του θεάματος, τα «κοστούμια» που μας κάνουν αυτούς που (δεν) είμαστε και τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην «πρόβα» και το «γύρισμα» όχι μόνο στο σινεμά αλλά και στη ζωή.