Με την ανάκτηση του Βασιλείου των Νάνων από τον δράκο Νοσφιστή, ο Μπίλμπο και οι δεκατρείς Νάνοι έχουν άθελά τους συμβάλλει στην εξάπλωση μιας φονικής δύναμης. Ο εξοργισμένος Νοσφιστής επιτίθεται στους ανυπεράσπιστους κατοίκους της Λιμνούπολης. Παράλληλα, κυριευμένος από το πάθος του για πλούτο, ο Θόριν Δρύασπις βάζει τον θησαυρό πάνω από την τιμή και τους φίλους του. Παραμονεύουν όμως μεγαλύτεροι κίνδυνοι, τους οποίους γνωρίζει μόνο ο Γκάνταλφ. Ο μεγάλος εχθρός τους, Σάουρον, έχει στείλει λεγεώνες από Ορκ για να επιτεθούν στο Βουνό της Μοναξιάς. Η φυλή των Νάνων, τα Ξωτικά και οι Ανθρωποι πρέπει να αποφασίσουν είτε να ενώσουν τις δυνάμεις τους, είτε να καταστραφούν. Ο Μπίλμπο θα πρέπει να πολεμήσει τόσο για τη ζωή του, όσο και για των συντρόφων του, στην επική Μάχη των Πέντε Στρατών, καθώς το μέλλον της Μέσης Γης παραμένει αβέβαιο.
Διαβάστε ακόμη: Δέκα τρόποι για να πεις το δικό σου αντίο στη Μέση Γη
Καθώς η τρίτη ταινία της (βεβιασμένης) τριλογίας του «Χόμπιτ» ακολουθεί τον αργό, θεαματικό δρόμο της προς το τέλος, η σκέψη που υπήρχε στο μυαλό σου από το πρώτο κι όλας φιλμ επανέρχεται πιο έντονη στο προσκήνιο. Αυτές οι τρεις ταινίες μπορεί να κατοικούν στον ίδιο κόσμο με εκείνες της τριλογίας του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», όμως υπολείπονται πολύ από το να αγγίξουν το κινηματογραφικό, ή συναισθηματικό ύψος τους.
Η αλήθεια είναι πως η «Μάχη των Πέντε Στρατών», κλείνοντας αυτό που πολύ χαλαρά θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις σαν έναν πρόλογο του «Αρχοντα» χτίζει κάποιου είδους γέφυρες με τις ταινίες που έχουν ήδη προηγηθεί. Το «Χόμπιτ» δεν έχει σε καμμιά περίπτωση τον ξεδιάντροπο χαρακτήρα «της χήνας με τα χρυσά αυγά» που είχαν τα επεισόδια Ι, ΙΙ, και ΙΙΙ του «Πολέμου των Αστρων».
Ναι, μπορεί το «Χόμπιτ» να απλώθηκε σε τρεις ταινίες σαφώς για τα λεφτά, όμως η αληθινή αγάπη του Πίτερ Τζάκσον για τους ήρωες και τον κόσμο τους δεν είναι τίποτα λιγότερο από δεδομένη. Το βλέπεις στον τρόπο που τους αποχαιρετά σχεδόν συγκινητικά με τον καθένα να ακολουθεί την μοίρα του παίρνοντας τον χρόνο που χρειάζεται για να αφήσει το στίγμα του.
Και τους φέρνει όλους κοντά σε μια επική μάχη που μπορεί να μοιάζει κατά στιγμές εξουθενωτική μέσα από την τεράστια διάρκειά της, μα που είναι την ίδια στιγμή αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη, δυναμική, έντονη, σαρωτική.
Κι ακόμη κι αν ανήκετε στους θεατές που νιώθουν ότι η ηρωϊκή φαντασία του Τόλκιν και η κινηματογραφική της ανάγνωση μάλλον έμειναν κοντά μας περισσότερο απ όσο χρειαζόταν, δεν μπορείτε να μην παραδεχτείτε την ικανότητα του Τζάκσον να σε παρασύρει στον ρυθμό ενός σινεμά που ακόμη κι αν δεν έχει πάντα λόγο ύπαρξης, δεν παύει να είναι τουλάχιστον συναρπαστικό.
Μπορεί για ένα μεγάλο μέρος της ταινίας οι ήρωες και η αναζήτησή τους, οι ιστορίες και οι ιδιαιτερότητές τους να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο θέαμα ανθρώπων, ξωτικών, νάνων και χόμπιτ εναντίον των Ορκ, όμως το ίδιο κι οποιαδήποτε σκέψη για το πόση ώρα στ΄αλήθεια μπορεί να κρατήσει η κινηματογράφηση μιας μάχης.
Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν αυτό το τρίτο φιλμ της σειράς είναι το μικρότερο σε διάρκεια απ΄όλα, ο Τζάκσον θα μπορούσε να κινηματογραφεί την τελική μάχη για κάμποση ακόμη ώρα δίχως κανείς να παραπονεθεί. Για κάθε σκηνή μιας γέφυρας που καταρρέει (σε κάτι που θυμίζει πίστα από το Super Mario) το φιλμ έχει μια άλλη λυρικά βίαιη σαν αυτή μιας αναμέτρησης πάνω σε μια παγωμένη λίμνη και για κάθε πλάνο CGI στρατιάς από αλλόκοτα πλάσματα ένα close up σε ένα δάκρυ που κυλά.
Κι ακόμη κι αν το μέτρο σύγκρισης όλων των ταινιών του «Χόμπιτ» είναι μοιραία η ανάμνηση και ο αντίκτυπος του «Αρχοντα», κάτι που προφανώς τις κάνει να μοιάζουν ελλείπείς, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως ακόμη κι αν θα μείνουν για πάντα στην σκιά τριών άλλων καλύτερων ταινιών, δεν παύουν να αποτελούν ένα εξαιρετικό, χορταστικό δείγμα σινεμά με ψυχή για τις μάζες.
Διαβάστε ακόμη: