H πίστη είναι η βεβαιότητα για πράγματα που ελπίζουμε, η πεποίθηση για πράγματα που δεν φαίνονται.

Από το συγκεκριμένο απόσπασμα της Βίβλου βλέπουμε ότι το κεντρικό χαρακτηριστικό της πίστης είναι η σιγουριά και η εμπιστοσύνη πάνω σε κάτι αβέβαιο, όπως στην προκειμένη περίπτωση ο Θεός και οι υποσχέσεις Του.

Αλλά τι είναι η πίστη για τον καθένα από εμάς και πόσο δυνατή μπορεί να είναι αυτή; Πέρα από την όποια καθαρή θεολογική ερμηνεία μπορεί να υπάρχει, όπως η παραπάνω, όλοι μας ενίοτε εναποθέτουμε την πίστη μας πάνω σε κάτι. Υπάρχουν και στιγμές όμως που, ακόμα και για τους πιο φανατικούς ίσως, αυτή η πίστη κλονίζεται και τους αφήνει να αμφισβητήσουν τα πάντα ή, και γιατί όχι, να τα επαναπροσδιορίσουν.

Μέσα σε αυτό το κλίμα παίζει και η νέα ταινία τρόμου «Heretic» των Σκοτ Μπεκ και Μπράιαν Γουντς η οποία καταλήγει ως ένα έντονο ψυχολογικό θρίλερ που εξερευνά τα όρια της πίστης, του φόβου και της ευφυΐας, αλλά ταυτόχρονα μας χαρίζει κι έναν πραγματικά θεόσταλτο και ανατριχιαστικά υπέροχο Χιού Γκραντ.

Δύο νεαρές ιεραπόστολοι αναγκάζονται να αποδείξουν την πίστη τους όταν χτυπούν τη λάθος πόρτα. Για κακή τους τύχη τις υποδέχεται ο διαβολικός κύριος Ριντ, που τις παγιδεύει σε ένα θανάσιμο παιχνίδι γάτας-ποντικιού.

Οι Μπεκ και Γουντς, οι σεναριογράφοι της ταινίας «Ενα Ησυχο Μέρος» και οι σκηνοθέτες του «65», αναπτύσσουν εδώ ένα πραγματικά πανέξυπνο σενάριο με μια σύνθετη αφήγηση που εστιάζει στη δύναμη και τις συνέπειες της πίστης, προσφέροντας ένα πλαίσιο για την εξερεύνηση φιλοσοφικών και ηθικών ζητημάτων. Αποφεύγοντας τα κλισέ του θρησκευτικού τρόμου, επιλέγει να ασχοληθεί με τις φιλοσοφικές πτυχές της θρησκείας. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις κοπέλες και τον κύριο Ριντ θέτει υπαρξιακά ερωτήματα σχετικά με τη φύση του καλού και του κακού, την ελεύθερη βούληση και τη σημασία της θρησκείας στην ανθρώπινη ζωή. Με μηνύματά της να πηγάζουν από τη σύγκρουση ανάμεσα στη θρησκευτική πίστη και τον σκεπτικισμό, η πλοκή βρίσκει τη δύναμή της καθώς εξελίσσεται μέσα από διαλόγους που λειτουργούν σαν πνευματικές μονομαχίες.

Από τη μια έχουμε τα κορίτσια (τις Σόφι Θάτσερ και Κλόι Ιστ – υπέροχες και οι δυο στους ρόλους τους, ενσαρκώνουν πειστικά την αθωότητα που σταδιακά μετατρέπεται σε απόγνωση) τα οποία προσπαθούν να συζητήσουν τη θεολογία, τη συνείδηση και τα δόγματα της πίστης. Η μία είναι πιο συγκρατημένη και δύσπιστη, ενώ η άλλη παρουσιάζεται πιο αθώα και βαθιά πιστή. Αλλά και οι ίδιες δείχνουν πως σκέφτονται και άλλα πράγματα, όπως επιδέξια μας δείχνει μια σύντομη αλλά στιβαρή εισαγωγή με τις κοπέλες να συζητούν αμήχανα για το μέγεθος του πέους, την πορνογραφία και το σεξ.

Από την άλλη έχουμε έναν αρκετά δυνατό αντίπαλο, τον χαρακτήρα του Γκραντ (παίζοντας εξαιρετικά έναν τελείως κόντρα ρόλο από ό,τι τον έχουμε συνηθίσει, ισορροπώντας ανάμεσα στη γοητεία και τον υπόγειο τρόμο), ο οποίος, μέσα από τους απολαυστικά πομπώδεις μονολόγους, γεμάτους από υπονοούμενα και απειλές, και μια «εμπρός, αμφισβήτησέ με» λογική, προσπαθεί να διαλύσει το σύστημα των πεποιθήσεων των Μορμόνων, θέτοντας βαθιά ερωτήματα σχετικά με τα όρια της ηθικής και της γνώσης. χρησιμοποιώντας τη λογική, ιστορικά γεγονότα, αλλά και το επιτραπέζιο παιχνίδι της Monopoly.

Χωρίς να προσπαθεί να πάρει θέση υπέρ ή κατά της θρησκείας, το σενάριο των Μπεκ και Γουντς αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της πίστης, ιδιαίτερα σε έναν κόσμο γεμάτο αντιφάσεις και ηθικά διλήμματα, εξετάζοντας πώς η ρητορική μπορεί να αποδομήσει συστήματα πεποιθήσεων, αναγκάζοντας τους χαρακτήρες να επανεξετάσουν τα θεμέλια της ταυτότητάς τους και λειτουργεί ως σχόλιο πάνω στο πώς η αβεβαιότητα είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας.

Σε όλο αυτό βοηθάει και η σκηνοθεσία της ταινίας καθώς καταφέρνει να συνδυάσει την αφηγηματική ένταση με την αισθητική του κλειστοφοβικού τρόμου. Η πλοκή εκτυλίσσεται σχεδόν αποκλειστικά σε έναν περιορισμένο χώρο – ένα απομονωμένο σπίτι. Οι Μπεκ και Γουντς εκμεταλλεύονται πλήρως τη στατικότητα του περιβάλλοντος, χρησιμοποιώντας σφιχτά καδραρίσματα και κοντινά πλάνα που δημιουργούν αίσθηση απομόνωσης και εγκλωβισμού. Ξεφεύγοντας από την κλασική λογική των jump scares επενδύουν σε έναν αργό αλλά σταθερό ρυθμό, που κλιμακώνει την αγωνία σταδιακά κυρίως μέσα από τους διαλόγους.

Μέσα από το στήσιμο των πλάνο τους καταφέρουν να δημιουργήσουν κάποιους αρκετά έντονους συμβολισμούς, ιδιαίτερα μέσα από τη χρήση του φωτισμού και της γεωμετρίας του χώρου, με το φως και το σκοτάδι να λειτουργούν ως μεταφορές για τη σύγκρουση πίστης και αμφιβολίας, ενώ οι συμμετρικές και ασύμμετρες συνθέσεις καδραρίσματος υπογραμμίζουν την αίσθηση της ανισορροπίας που διακατέχει τους χαρακτήρες.

Αν και αυτή η ένταση, χτίζεται με αρκετά αργούς ρυθμούς, κρατά αρκετά το ενδιαφέρον μέχρι και κάτι παραπάνω από το μισό της δίωρης διάρκειά της, η ταινία προς το τέλος της πέφτει στις γνωστές τροπές των ταινιών τρόμου χωρίς όμως, ευτυχώς, να την παρασύρουν σε κάτι το ιδιαίτερα κλισέ, ενώ το διφορούμενο φινάλε της, αν και θα προσφέρει κάποιες ενδιαφέρουσες συζητήσεις, κάπως αποτυγχάνει να δώσει απαντήσεις στα όσα (πολύ ενδιαφέροντα) ερωτήματα έθεσε από την αρχή της.

Σηματοδοτώντας ίσως το κλείσιμο μιας εξαιρετικής χρονιάς για το είδος του τρόμου, το «Heretic» είναι ένα πραγματικό θείο δώρο για όσους εκτιμούν τις σκεπτόμενες ταινίες τρόμου και εναποθέτουν ακόμα την πίστη τους σε αυτές (και στον Χιού Γκραντ).