Οταν κυκλοφόρησε το 1954 η ταινία «Godzilla» του Ισίρο Χόντα κανείς, ούτε ο ίδιος ο δημιουργός του, δεν μπορούσε να φανταστεί το αντίκτυπο που θα είχε τόσο στο ίδιο στο σινεμά όσο και στην ίδια την ποπ κουλτούρα, η οποία μάλιστα δημιούργησε και το είδος των kaiju ταινιών – ένα είδος που έχει καταφέρει να διεισδύσει και στο Χόλιγουντ τις τελευταίες δεκαετίες.
Μέσα στα 70 αυτά χρόνια, ο Γκοτζίλα να έχει δει πολλά και έχει αντιμετωπίσει ακόμα περισσότερα - από ανθρώπους μέχρι θεούς και... δαίμονες. Ειδικά τα τελευταία χρόνια όμως πολλοί είναι εκείνοι που νιώθουν πως οι αγαπημένες τους ταινίες έχουν παραδοθεί άνευ όρων στην υπερβολή. τον παραλογισμό και το υπερθέαμα, αφήνοντας εκτός όλα όσα εκείνα αντιπροσώπευε η τεράστια κινητή σαύρα της καταστροφής.
Η ταινία του Τακάσι Γιαμακάζι «Godzilla Minus One» δεν είναι μόνο ένα νοσταλγικό ταξίδι σε πιο απλοϊκές και ωραίες στιγμές, αλλά ταυτόχρονα και μια επιστροφή στις ρίζες του franchise και ένας φόρος τιμής στην Ιστορία και την κληρονομία του Γκοτζίλα, χωρίς όμως να προδίδει ούτε στο ελάχιστο το φαντασμαγορικό - χολιγουντιανό #not - υπερθέαμα.
Οπως προδίδει ίσως και ο τίτλος της, η ταινία μας πάει πίσω, λίγο μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ο ατιμασμένος καμικάζι πιλότος Κοϊτσί Σικισίμα επιστρέφει σπίτι του και προσπαθεί να φτιάξει μια καινούργια οικογένεια με την Νορίκο και την ορφανή Ακικο. Tαυτόχρονα oi καταστροφικές επιθέσεις του Γκοτζίλα φέρνουν στα όριά της μια χώρα η οποία προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της μετά την ήττα του πολέμου.
Από τις απαρχές του franchise o Γκοτζίλα υπήρξε απροκάλυπτα η ενσάρκωση του μεταπολεμικού τραύματος, της απειλής ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, της συλλογικής ενοχής μιας ολόκληρης χώρας. Ολα αυτά τα θέματα αντικατοπτρίζονται διάφανα στην ταινία του Γιαμακάζι, με έναν αρκετά στοχευμένο πολιτικό σχολιασμό για την Ιαπωνία και τις κυβερνήσεις της και, κυρίως, για την πλέον έλλειψη πίστης προς αυτήν από τους ίδιους τους πολίτες της.
Στο επίκεντρο του σχολιασμού αυτού εξελίσσεται ένα ανθρωπιστικό δράμα, μέσα στο οποίο οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με δαίμονες, πραγματικούς και μη, οι οποίοι, όπως και το περιβάλλον γύρω τους, βρίσκονται μέσα σε μια εύθραστη πραγματικότητα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταρρεύσει. Εξάλλου η πλοκή του σεναρίου εξελίσσεται μέσα από τα μάτια των χαρατήρων της κι όχι από την πλευρά του Γκοτζίλα, κάτι που φαίνεται πως είναι αρκετά σημαντικό για τον Γιαμακάζι - να δείξει τον τρόπο με τον οποίοι οι ήρωες του αντιπροσωπεύουν ένα κομμάτι της ίδιας της Ιαπωνίας. Ο Κοΐτσι είναι εκείνος που έρχεται αντιμέτωπος με τα τραύματα ενός πολέμου, η Νορίκο αντιπροσωπεύει την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον και οι απλοί κάτοικοι είναι αυτοί που θα παλέψουν γι' αυτό.
Αν και «χολιγουντιανή» με τον δικό της ιαπωνικό τρόπο, η ταινία υποκύπτει συχνά στο μελόδραμα, με τις αναπόφευκτες εμψυχωτικές ομιλίες, τύπου «Μέρα Ανεξαρτήσιας» και σκηνές όπου οι διάλογοι μοιάζουν τόσο σοβαροφανείς και βουτηγμένοι μέσα σε ένα συναισθηματικό βούρκο που χάνουν την αξία και την βαρύτητά τους – αν και, ομολογουμένως, οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών καταφέρνουν να υπερπηδήσουν το σκόπελο του μελό.
Με τον ίδιο αναπόφευκτό τρόπο, όποτε ο Γκοτζίλα εμφανίζεται στην οθόνη καταφέρνει - ευτυχώς - να κλέψει την παράσταση. Η ταινία κέρδισε φέτος το Οσκαρ Καλύτερων Εφέ και αμέσως καταλαβαίνει κανείς τον λόγο. Η ομάδα των εφέ, την οποία επέβλεψε ο ίδιος ο Γιαμακάζι, δημιούργησε έναν αρχετυπικό Γκοτζίλα κρατώντας το κλασικό του σχέδιο, αλλά εκμοντερνίζοντάς τον με διογκωμένα μάτια, μυτέρα πτερύγια, σκληρό και τραχύ δέρμα αλλά και μια γαλάζια laser υπερδύναμη, δημιουργώντας μια απτή αισθητική γεμάτη από ζωώδη αγριότητα.
Ακόμα και όταν οι οι σκηνές δράσης έχουν επιρροές από άλλες ταινίες (η σκηνή που ο Γκοτζίλα κυνηγάει μια βάρκα μπορεί και πρέπει να φέρει μνήμες από τα «Σαγόνια του Καρχαρία»), οι σκηνές των καταστροφών, ειδικά όταν και το κλασικό πλέον θέμα του Ακίρα Ιφουκούμπε τις συνοδεύει, είναι τόσο συναρπαστικές, οπτικά μοναδικές και δημιουργικά φαντασμαγορικές που προκαλούν δέος και τρόμο την ίδια στιγμή και στον ίδιο βαθμό. Είναι πραγματικά μοναδικό όταν μια ταινία καταφέρνει να δημιουργεί ατμόσφαιρα και θέαμα ταυτόχρονα με τα εφέ της χωρίς να τα υπονομεύει μόνο και μόνο απλά για να υπάρχουν.
Το «Godzilla Minus One» είναι ένα blockbuster με όλη τη σημασία της λέξεως. Επιστρέφει τον Γκοτζίλα στις ρίζες του για να θυμηθούν οι παλιοί, αλλά και για να τον εγκαθιδρύσει ξανά ως τον βασιλιά των τεράτων για ένα νέο κοινό. Μεταξύ μας (και όχι μεταξύ μας) κανείς ποτέ δεν είχε καταφέρει να τον ρίξει από τον θρόνο του.