Ο Αλεξ είναι ένας Ελληνας τυχοδιώκτης που η ζωή τον έχει ξεβράσει στην Νέα Ορλεάνη. Τις νύχτες δουλεύει σε κλαμπ που διαχειρίζεται η μεσήλικη στρίπερ ερωμένη του. Τις μέρες περιμένει τηλεφώνημα από τον τοπικό μαφιόζο για να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Είναι δύτης. Μπορεί να πέσει σε επικίνδυνα νερά και να ανασύρει ό,τι ψάχνεις. Και τον Αλεξ τον ψάχνουν όμως: η Δάφνη, η παλιά του αγάπη τού στέλνει από την Ελλάδα ένα βιντεομήνυμα ωμής ειλικρίνειας κι απόγνωσης: δεν τον έχει ξεχάσει, τον αγαπά ακόμα. Οταν το μεγάλο αφεντικό θα ειδοποιήσει ότι η νέα «δουλειά» είναι στην Αλάσκα, ο Αλεξ θα ξεκινήσει ένα υγρό, παγωμένο οδοιπορικό αναζήτησης στο Βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό και στην επικίνδυνη θάλασσα Μπέρινγκ. Ταυτόχρονα η Δάφνη θα διανύσει τη δική της πορεία για να τον βρει. Μπορούν τα τόξα πορείας τους να συναντηθούν; Συναντιέται, κάπου, κάπως, ο ουρανός με τη θάλασσα;
Ο Γιάννης Φάγκρας («Πες στην Μορφίνη Ακόμα την Ψάχνω») κινηματογραφεί το άγριο, ανεξερεύνητο κινηματογραφικά, τοπίο της Αλάσκας και τις απειλητικές φουσκοθαλασσιές και τρικυμίες του ωκεανού της ως αναπόσπαστο, κεντρικό, κομμάτι της ταινίας. Είναι φανερό ότι μία γραμμική αφήγηση και μία σταδιακή αποκάλυψη της ιστορίας του ήρωά του δεν τον ενδιαφέρει τόσο. Δεν εστιάζει στο να καταλάβουμε τι συμβαίνει, όσο στο να νιώσουμε τι συμβαίνει. Ο Γιάννης Στάνκογλου περισσότερο κοινωνεί παρά ερμηνεύει την μελαγχολία της αντρικής φύσης που συνεχώς δραπετεύει από τη δέσμευση για να ανακαλύψει κάτι ακόμα - αυτό το «κάτι περισσότερο» που κρύβεται πιο κάτω, πιο πέρα, πιο μακριά. Η Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν στέκεται ως μούσα, ως ανάποδο σύμβολο της Πηνελόπης: δε θα περιμένει καρτερικά τον Οδυσσέα. Θα τρέξει, με όποιο κόστος, να τον βρει.
Oμως ακόμα και μία τέτοιου είδους επική ιδέα, ο άθλος να αποτυπώσεις σε 35άρι το ατίθασο της γεωγραφίας, το δέος της θάλασσας, τον απειλητικά γοητευτικό όγκο της φύσης, χρειάζεται σενάριο. Πρέπει στο χαρτί και στο χάρτη να χαράξεις πορεία. Να είσαι ξεκάθαρος στις αποφάσεις σου, στο στίγμα σου. Ο Φάγκρας αρμενίζει χωρίς ρυθμό, χωρίς έρμα. Το σκοτεινό νουάρ των χαρακτήρων του δε φωτίζεται ποτέ – έτσι ώστε να νιώσεις την αναγκαιότητα, το κίνητρο, την αγάπη, το φόβο, τη μοίρα τους. Χωρίς έναν γερό σεναριακό άξονα, ο μελό λυρισμός του λόγου της γυναίκας που απαιτεί το «μη με λησμόνει» της, οι μεγαλόστομες φιλοσοφικές συζητήσεις των αντρών στο κατάστρωμα και το μηχανοστάσιο ενός πλοίου που τους οδηγεί στο άγνωστο (ή το θάνατο), η υπέροχη στοιχειωμένη μουσική του Ακη Καπράνου που συνοδεύει την ξενάγησή μας σε μια χώρα όπου οι καυγάδες στήνονται στα μπαρ των ναυτικών για το τίποτα και τα παιδιά παίζουν χαρούμενα με το τίποτα στους πάγους, μοιάζουν ατάκτως ερριμμένα να παλεύουν με τα κύματα.
Σαφώς πάντα μάς ενδιαφέρει το ταξίδι κι όχι ο προορισμός. Η ανάγκη να κάνεις τη βουτιά, παρά το τι ακριβώς θα βρεις στο βυθό. Ομως για να μας πείσει κανείς να ανοιχτούμε, να επιστρέψουμε, να μην ξεχάσουμε πρέπει να έχει σχηματίσει στην επιθυμία μας μία ξεκάθαρη Ιθάκη. Δεν μας νοιάζει που δεν τη βρήκαμε. Μας νοιάζει που δεν την νιώσαμε
Δείτε ακόμη: Ο Γιάννης Στάνκογλου κι η Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν μιλούν στην κάμερα του Flix για το «Forget Me Not»