Ο Ερρίκος ο Δ', σφετεριστής του θρόνου της Αγγλίας, προσπαθεί να καταστείλει τις εξεγέρσεις των ευγενών που στρέφονται κατά της εξουσίας του. Ο γιος του, Χαλ, προτιμά την παρέα του Φάλσταφ, ενός εύθυμου γερό-γλεντζέ που ζει σε πορνείο. Οταν όμως ανεβαίνει στο θρόνο της Αγγλίας ως Ερίκος ο Ε', απαρνείται το φίλο και πνευματικό του πατέρα και τον εξορίζει από την αυλή, κάτι που έχει ως συνέπεια να σπάσει τη φιλία του με τον Φάλσταφ.
«Αν ήθελα να μπω στον Παράδεισο με μια ταινία, τότε θα ήταν αυτή. Αυτή είναι η ταινία που θα προτιμούσα. Γιατί πιστεύω ότι είναι αυτή με τα λιγότερα ελαττώματα, ας το πω έτσι. Είναι η πιο πετυχημένη σε αυτά που προσπάθησα να κάνω. Πέτυχα πιο ολοκληρωτικά στην ιδέα που έχω, περισσότερο από κάθε άλλη ταινία.»
Κοιτώντας βαθιά μέσα στα σπλάχνα του «Φάλσταφ» - κινηματογραφικά και νοηματικά - μπορείς εύκολα να καταλάβεις γιατί ο Ορσον Γουέλς τη θεωρούσε ως την καλύτερη του ταινία, αν και αυτή όπως το σύνολο των ταινιών του έγινε μέσα σε αντίξοες συνθήκες, χωρίς ικανά χρήματα και με τον προσωπικό αγώνα του δημιουργού του που ως άλλος Δον Κιχώτης συνέχιζε να κυνηγάει ανεμόμυλους μέχρι το τέλος της ζωής του.
Μυθική για περισσότερους λόγους από την προτιμήση του Γουέλς και το γεγονός πως για χρόνια βρισκόταν στην αφάνεια λόγω δικαιωμάτων, η ταινία που καταγράφεται και ως η τελευταία του μεγάλη (ακολούθησε ως μυθοπλασία μόνο το τηλεοπτικό «The Immortal Story»), γεννήθηκε από τον εμμονικό Γουέλς ως μια κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου που είχε ανεβάσει το 1939 με τίτλο «Five Kings» ως μια συρραφή αποσπασμάτων από πέντε έργα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ («Ερρίκος ο 4ος», «Ριχάρδος ο 2ος», «Ερρίκος ο 5ος. και «Οι Εύθυμες Κυράδες του Γουίντσορ») και είχε ξανανεβάσει στην Ιρλανδία με τίτλο «Chimes at Midnight» το 1960.
Παρά την αποτυχία των θεατρικών (πότε τον σταμάτησε άραγε;), ο Γουέλς έπεισε τον Ισπανό παραγωγό Εμιλιάνο Πιέδρα να χρηματοδοτήσει την ταινία, αν και ο Γουέλς έκρυψε το γεγονός πως γύριζε το «Chimes at Midnight», λέγοντας στον Πιέδρα πως γυρίζει μια κινηματογραφική μεταφορά του «The Treasure Island», υποκρινόμενος πως τα σκηνικά για το φιλμ και οι ηθοποιοί του προορίζονται για τη διασκευή του βιβλίου του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον.
Κρυφά απ’ όλους, αλλά με το κέφι ενός αιώνιου εφήβου – παρά τα 49 του χρόνια, ο Ορσον Γουέλς εμπιστεύθηκε τους συνεργάτες του, ένα καστ φτιαγμένο από πιστούς συνοδοιπόρους και κυρίως το ταλέντο του για να τοποθετήσει το μύθο του Φάλσταφ στις αχανείς εκτάσεις της Ισπανίας και να ολοκληρώσει την ταινία που έφτασε στο Φεστιβάλ Καννών το 1966 για να διακριθεί αλλά και να χτυπηθεί από την κριτική και μετέπειτα να ξεχαστεί λόγω δικαιωμάτων πριν εμφανιστεί και πάλι στην επέτειο των 50 χρόνων από τη δημιουργία της για ένα νέο γύρο προβολών και επανεκτιμήσεων.
Λίγο πιο μακριά από το μύθο, το παρασκήνιο και την ιστορική αξία με την οποία μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς σήμερα τον «Φαλσταφ», στην καρδιά της πιο εμπνευσμένης σαιξπηρικής διασκευής που έκανε ο Γουέλς (είχαν προηγηθεί ο Μάκβεθ και ο Οθέλλος, συν η σκια του Σαίξπηρ σχεδόν σε όλο του το έργο), βλέπει κανείς καθαρά τους λόγους για τους οποίους ο Γουέλς διάλεξε έναν από τους ήρωες που επανέρχονται πιο συχνά απ’ όλους στο έργο του Σαίξπηρ για πρωταγωνιστή μιας ιστορίας εξουσίας, προδοσίας και βίας που τελικά μιλάει περισσότερο για την ανθρώπινη φιλοδοξία και το άδοξο τέλος των προσδοκιών...
Ο Ορσον Γουέλς δεν υποδύεται μόνο με (κυρίως κυριολεκτικό και μεταφορικό) «όγκο» τον Φάλσταφ, αλλά βρίσκεται στο κέντρο ολόκληρης της ταινίας ως μια ολοζώντανη δικαίωση όλων των Φάλσταφ αυτού του κόσμου, ανθρώπων που θέλησαν να ζήσουν στο περιθώριο της ιστορίας, αντιμαχόμενοι την εξουσία, λάτρεις πρώτα της ζωής και της τέχνης και διόλου των αξιωμάτων και των θρόνων, θύτες και θύματα ολόκληρων κατεστημένων που τους θεωρούσαν ανέκαθεν «παράσιτα» μιας οργανωμένης κοινωνίας, κακή επιρροή για τους νέους και αν και φαινομενικά ηττημένοι πάντοτε νικητές του δικού τους συστήματος αξιών και αρχών.
Πιο Φάλσταφ και από τον Φάλσταφ, ο Ορσον Γουέλς είναι φανερό ότι διασκεδάζει με τις ανατριχιαστικές ομοιότητες που μοιράζεται με τον ήρωα που υποδύεται και γι’ αυτό του χαρίζει μια σειρά από σκηνές – πανδαιμόνια με συνεχή κίνηση της κάμερας και ντελιριακό soundtrack κόβοντας και ράβοντας όλο το ρυθμό της ταινίας πάνω στην αντίθεση της ακίνητης, εξπρεσιονιστικής (πολύ κοντά στον «Πολίτη Κέιν» και τη «Δίκη») δράσης στο κάστρο του Βασιλιά Ερρίκου του 4ου και στο τράνταγμα των πλάνων κάθε φορά που σε αυτά εμφανίζεται ο Φάλσταφ, μόνιμος κάτοικος ενός ταβερνείου γεμάτο με πόρνες, μεθύστακες και μικροεγκληματίες, δηλαδή ζωή.
Η σχεδόν παιδική αφέλεια όσων συμβαίνουν στο πρώτο μέρος – ένα διαρκές παιχνίδι-ρεμίξ με τη σαιξπηρική γλώσσα (κάθε λέξη που ακούγεται είναι το αυθεντικό κείμενο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ), τους χαρακτήρες και τα απομεινάρια της «Εύθυμης Αγγλίας» - προετοιμάζουν απλά το έδαφος για το δεύτερο σκοτεινό μέρος όπου ο Γουέλς σε μια επίδειξη ισχύος θα κινηματογραφήσει μια από τις πιο διάσημες και πίο βαίες μάχες στην ιστορία του σινεμά, ενα επίτευγμα από κάθε πιθανή άποψη: του πλήθους που ο Γουέλς «πολλαπλασίασε» με τρικ της κάμερας, των κοντινών στους θανάτους και τις λάσπες, στο soundtrack φτιαγμένο από φυσικούς ήχους.
Λίγο πριν το τέλος, αντιλαμβάνεσαι πως το «Φάλσταφ» δεν είναι παρά ένα ρέκβιεμ σε ένα κόσμο που αλλάζει και προδίδει χωρίς δεύτερη σκέψη κάθε αληθινό συναίσθημα προτιμώντας την εξουσία, σπέρνοντας μια απέραντη μελαγχολία πάνω από αιώνες θεάτρου και κινηματογράφου για το που ακριβώς κρύβονται οι πραγματικοί ήρωες της ζωής.
Με πραγματικό σεβασμό στη γνώμη του δημιουργού του, το «Φάλσταφ» δεν είναι σίγουρα η καλύτερη ταινία του Ορσον Γουέλς, αν και τα ελαττώματά της (κυρίως η πολλές φορές δύσκαμπτη αυθεντική γλώσσα του Σαίξπηρ τόσο στο πρωτότυπο όσο και στη μετάφραση και ο «ογκος» μιας κατασκευής που πολλές φορές νιώθεις οτί ασφυκτιά μέσα στο low budget που της αναλογεί) λειτουργούν τις περισσότερες φορές προς όφελος μιας τελικά, της πιο προσωπικής από τις ταινίες του.
Πιστός στις εμμονές που τον κατέστρεψαν, σαν γνήσιος Φάλσταφ μιας μεταμοντέρνας σαιξπηρικής τραγωδίας, ο Γουέλς «υπερβάλλει» όπως έκανε πάντα, προκειμένου να ανακαλύψει τι μπορεί να απομείνει στο τέλος μιας ιλιγγιώδους διαδρομής, όταν έχεις χάσει φίλους και συνοδοιπόρους και μόνος, προδομένος, αλλά ακέραιος μπορείς να χαιρετιστείς ως ένας «σπουδαίος άντρας». Μετά θάνατον περισσότερο από εν ζωή, όπως - καθόλου ειρωνικά - ακριβώς θα συνέβαινε και με τον ίδιο.