Ο Τζέρι και η Λούσι Γουάρινερ, ένα κομψό και μοντέρνο νεοϋορκέζικο ζευγάρι, αποφασίζουν να πάρουν διαζύγιο όταν υποπτεύονται ο ένας τον άλλον για απιστία. Συνειδητοποιούν το λάθος τους σύντομα, άλλα η περηφάνια τους δεν αφήνει περιθώριο για επανασύνδεση. Ο καθένας τους αρραβωνιάζεται κι ο καθένας σαμποτάρει τον αρραβώνα του άλλου - ο Τζέρι με μια κοσμοπολίτισσα κληρονόμο και η Λούσι μ’έναν συγκρατημένο εκατομμυριούχο από την Οκλαχόμα που ζει με τη μητέρα του στο απέναντι διαμέρισμα.
Βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του Αρθουρ Ρίτσμαν που γράφτηκε το 1922 και μεταφέρθηκε μάλλον μετριοπαθώς στο σινεμά δύο ακόμη φορές, το 1925 και το 1929, το «Τhe Awful Truth» υπήρξε η πρώτη από τις ταινίες που θα όριζαν το είδος της κωμωδίας που με την ετικέτα «ξαναπαντρεύομαι τη γυναίκα μου» θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του αμερικανικού σινεμά για τα επόμενα χρόνια.
Λιγότερο γνωστό από το «The Philadelphia Story» του Τζορτζ Κιούκορ και το «His Girl Friday» του Χάουαρντ Χοκς (τα δύο εξέχοντα παραδείγματα του «είδους» και τα δύο παραγωγής του 1940), το «The Awful Truth» δεν είναι όμως και λιγότερο κλασικό ή απολαυστικό, μια ακόμη απόδειξη της καλλιτεχνικής ευφυίας του Λίο ΜακΚάρεϊ («An Affair to Remember», «Make Way For Tomorrow») που στα Οσκαρ εκείνης της χρονιάς θα έφευγε δικαιωματικά με το βραβείο σκηνοθεσίας.
Στην πραγματικότητα το «Τhe Awful Truth» έθεσε τους κανόνες του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους που ήθελε ένα ζευγάρι της υψηλής κοινωνίας να χωρίζει και να ξαναπαντρεύεται αφού διανύσει μια πορεία αυτογνωσίας, αλλά ταυτόχρονα έδωσε και τον τόνο του πως κάτι τόσο απλοϊκό και αφελές μπορεί να γίνει η βάση για ένα κινηματογραφικό roller coaster σωματικής κωμωδίας και συναρπαστικής ανταλλαγής διαλόγων μέχρι το σημείο τελικής πτώσης.
Είναι χαρακτηριστικό το πόσο εύκολα χωρίζουν o Τζέρι και η Λούσι στα πρώτα πέντε λεπτά της ταινίας παραδομένοι σε μια ανεξιχνίαστη αμφιβολία απιστίας, με μοναδικό τους πρόβλημα την κηδεμονία του αξιολάτρευτου σκύλου τους, κυρίου Σμιθ. Οπως επίσης είναι χαρακτηριστικό το πόσο «εύκολα» ο ΜακΚάρεϊ τους τοποθετεί στις πιο άβολες καταστάσεις θέλοντας να δοκιμάσει από την αρχή την αντοχή τους απέναντι στα τόσο γλυκά βασανιστήρια του έρωτα.
Με έκδηλο τον αυτοσχεδιασμό που ο Κάρι Γκραντ μίσησε στον ΜακΚάρεϊ (ανίκανος να αντιληφθεί πως μόνο μέσα από αυτόν κατάφερε να απελευθερώσει το κωμικό του ταλέντο, εδώ στην πρώτη ταινία που τον σύστησε στο ευρύ κοινό ως έναν πρωταγωνιστής ολκής), κάθε σκηνή του «Τhe Awful Truth» είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα ενορχήστρωσης, ρυθμού και κωμικού timing. Ενα σχεδόν ολυμπιακών διαστάσεων αγώνισμα για δύο ή περισσότερους παίχτες που κάθε φορά βγάζει καινούριο, αναπάντεχο νικητή.
Από την αστείρευτη, αφοπλιστική γοητεία του Γκραντ, μέχρι τη δροσερή σατανική επιθετική πολιτική της Ιρένε Νταν και από τις σαρδόνιες ατάκες που πέφτουν σαν βροχή – ίδιον μιας υψηλής κοινωνίας που χτυπάει κάτω από τη μέση με τις λέξεις -, το «Τhe Awful Truth» διαθέτει μια σειρά από κλασικές σκηνές (οι περισσότερες εμπλέκουν ευφυώς τον αξιολάτρευτο σκύλο του ζευγαριού, μερικά καπέλα και ένα ρολόι - κούκο) και ξεκαρδιστικές παρεξηγήσεις αλλά κυρίως μια αβάσταχτη ελαφρότητα που κάνει το φιλμ να ίπταται σαν ένα σχόλιο πάνω στις τάξεις, τον έρωτα και τα παιχνίδια της καρδιάς.
Τόσο απολαυστικό που 70 και παραπάνω χρόνια παραμένει μια αδιάσειστη απόδειξη πως, κόντρα στις προλήψεις και τη σοβαροφάνεια με τις οποίες το σινεμά φρόντισε να βαρύνει μέσα στα χρόνια το χωρισμό ενός ζευγαριού, ένα διαζύγιο μπορεί να είναι μια άκρως διασκεδαστική εμπειρία. Και ίσως ο μοναδικός τρόπος για να ξαναερωτευτείς τον ίδιο ακριβώς άνθρωπο που μόλις χώρισες!