Η ταινία αφηγείται τις πρώτες εβδομάδες της πρωθυπουργίας του Τσόρτσιλ, όταν οι Ναζί είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν την Ευρώπη και ο ίδιος έπρεπε, έχοντας όχι μόνο την απειλή της εισβολής των δυνάμεων του Χίτλερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και 300.000 στρατιώτες εγκλωβισμένους στη Δουνκέρκη, να αποφασίσει αν θα συνθηκολογήσει μαζί τους, στην πιο σκοτεινή στιγμή της δικής του αλλά και της ιστορίας της χώρας του ή αν θα τους αντιμετωπίσει στο πεδίο της μάχης.Παρά τον εσωτερικό πόλεμο που δέχεται από το κόμμα του και τον σκεπτικισμό του Βασιλιά, ο Τσόρτσιλ, με την αρωγή της επί 31 χρόνια συζύγου του, αποφασίζει να πολεμήσει για τα ιδανικά, την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας του και οι λόγοι που συνέταξε με σκοπό να ανυψώσει το ηθικό των Βρετανών, έξοχο δείγμα της ρητορικής του δεινότητας, έχουν μείνει στην Ιστορία.
Συμπληρώνοντας το κινηματογραφικό παζλ της σύγχρονης βρετανικής ιστορίας «η Πιο Σκοτεινή Ωρα» θα μπορούσε να τοποθετηθεί ανάμεσα στον «Λόγο του Βασιλιά» αφού ο Γεώργιος ΣΤ’ κρατά έναν ρόλο στην ταινία εφόσον ήταν στον θρόνο όταν ο Γουίνστον Τσόρτσιλ Ανέλαβε την εξουσία και την «Δουνκέρκη», τα γεγονότα της οποίας απεικονίζονται εν τάχει εδώ.
Με ανάλογο τρόπο όπως και τα δυο «συμπληρωματικά» του φιλμ η ταινία του Τζο Ράιτ χρησιμοποιεί την Ιστορία ως εφαλτήριο, αλλά βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην λαϊκή (ή και λαϊκίστική) αντίληψη του Τομ Χούπερ, για το πως την μεταφέρεις στο σινεμά ,παρά στην πιο «εγκεφαλική» του Κρίστοφερ Νόλαν.
Η «Πιο Σκοτεινή Ωρα» ασπάζεται απόλυτα την λογική που θέλει την ροή της Ιστορίας να είναι αποτέλεσμα των καθοριστικών πράξεων «μεγάλων ανδρών» και μεταμορφώνει τον Τσόρτσιλ στον ιδανικό κινηματογραφικό χαρακτήρα, έναν αξιαγάπητα ιδιοσυγκρασιακό ήρωα, κάποιον που πίνει ουίσκι με το πρωινό του και που μοιάζει ακόμη και να κοιμάται με το πούρο του. Τόσο που δίχως την λαμπρή, απόλυτα γοητευτική, θεαματικά απολαυστική ερμηνεία του Γκάρι Ολντμαν, θα ήταν πολύ εύκολο να διασχίσει την γραμμή της καρικατούρας.
Αναμφίβολα ο Γουίνστον Τσόρτσιλ υπήρξε ένας γλαφυρός χαρακτήρας στην πολιτική ιστορία της Ευρώπης, αλλά ακόμη κι έτσι, βλέποντας την ταινία δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι στιγμές η χαρακτηριστικά του προφανώς εντάθηκαν ή τονίστηκαν προκειμένου τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του, αλλά ακόμη και η γραμματέας του να ταιριάξουν στο καλούπι μιας ταινίας που θέλει να μιλήσει για μια από τις πιο σκοτεινές ώρες της Βρετανικής ιστορίας με τον πιο χαριτωμένο και φιλικό στον θεατή τρόπο.
Διότι όπως και ο τρόπος που βλέπει τον χαρακτήρα του βρετανού πρωθυπουργού, έτσι και ο τρόπος που κοιτάζει τον πόλεμο και η σκηνοθεσία του Ράιτ είναι σαφώς «καλλιγραφικά», σαν κάτι που συζητιέται χαριτωμένα και ανάλαφρα στο απογευματινό τσάι, ανάμεσα σε «oh dear» και μικρές μπουκίτσες από shortbread cookies.
Το βάθος, ο πόνος, το σκοτάδι, ο αντίκτυπος των γεγονότων όπως καταγράφεται στην «Δουνκέρκη» είναι εδώ απών κρατώντας μόνο μια εξιδανικευμένη αίσθηση ηρωισμού κι εθνικής περηφάνιας που αγγίζει κατά στιγμές άβολα επίπεδα ευκολίας και λαϊκισμού, όπως σε μια σκηνή όπου ο Τσόρτσιλ παίρνει το τρένο και μιλά με τους «απλούς ανθρώπους».
Δεν είναι παράξενο να διαβάζεις ότι σε αρκετές προβολές του φιλμ στην Μεγάλη Βρετανία το κοινό σηκώνεται όρθιο και χειροκροτά στον τελικό λόγο του Τσόρτσιλ στην βρετανική Βουλή. Η ταινία προφανώς χαϊδεύει τα αυτιά, το ηθικό (και τα ματιά) των θεατών της και προφανώς δεν έχει κανένα πρόβλημα να ιδωθεί ως ένα ενθαρρυντικό χτύπημα στον ώμο σε καιρούς που η βρετανική υπερηφάνεια δεν βρίσκεται ακριβώς στο υψηλότερο σημείο της.
Ακόμη κι αν οι καιροί έχουν σαφώς αλλάξει.
Αν κι όχι η λογική πίσω από αυτήν την ομολογουμένως γοητευτική μα αναμφίβολα επιφανειακή και παλιομοδίτική αγιογραφία.