Τον Νοέμβριο του 2021,129 χρόνια μετά την αρπαγή τους από τις γαλλικές αποικιακές δυνάμεις, 26 τεχνουργήματα συσκευάζονται σε τεράστιες κούτες στο μουσείο Quai Branly του Παρισιού για να επιστραφούν στον τόπο καταγωγής τους, στο τωρινό Μπενίν στη Δυτική Αφρική, που τότε λεγόταν Βασίλειο της Δαχομέι και ανήκε στην ευρύτερη αυτοκρατορία του Μπενίν. Προορισμός τους η πόλη Κοτονού, η διοικητική έδρα του Μπενίν, όπου τα χειροποίητα αγάλματα από κράμα ξύλου και μετάλλου θα στολίσουν τον εκθεσιακό χώρο του προεδρικού μεγάρου.

Η Γαλλοσενεγαλέζα Ματί Ντιόπ, σκηνοθέτης του βραβευμένου στις Κάννες «Atlantique» (2019), παρακολουθεί το ταξίδι του επαναπατρισμού τους με την ίδια προσοχή και σχολαστικότητα που τα μεταχειρίζονται και οι αποστολείς και παραλήπτες, σε μια ταινία τεκμηρίωσης που θέλει να είναι κάτι παραπάνω από ντοκιμαντέρ παρατήρησης, παρότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της λογικής κοιτάζω-χωρίς-να-επεμβαίνω, αλλά μονάχα στην εικόνα. Την ειδοποιό διαφορά κάνει η ηχητική μπάντα. Η ηλεκτρονική μουσική υπόκρουση, αλλά κυρίως το voiceover ενός από τα αγάλματα, μια παραμορφωμένη φωνή που εμψυχώνει το πνεύμα του βασιλιά Γκέζο και μας κατατοπίζει ιστορικά μέσα από την οργή του για τη λεηλασία που υπέστη, την πίκρα του για το σκοτάδι που τον φυλάκιζε τόσες δεκαετίες και το άγχος αν θα αναγνωρίσει τον γενέθλιο τόπο του.

Βασισμένη σε ένα κείμενο που έγραψε ο Αϊτινός συγγραφέας Μακένζι Ορσέλ, η εκτός κάδρου αφήγηση επιστρατεύεται σαν το εύρημα που θα δώσει, πέρα από την πληροφορία, και έναν αέρα ποιητικό σε τούτο το ταξίδι, έναν τόνο μελαγχολικό ώστε να νιώσουμε στο πετσί μας τα πολιτιστικά, μεταξύ πολλών άλλων, αποικιακά εγκλήματα. Κατά την ταπεινή μας άποψη, είναι περιττή και δε φανερώνει τίποτα παραπάνω από τον φόβο της σκηνοθέτη μην την αποκαλέσουν «τηλεοπτική». Επεξηγεί βεβιασμένα κάτι που θα μπορούσε να εκπέμπεται με δυο προτάσεις σε μια κατατοπιστική αρχική κάρτα, αφήνοντας τα υπόλοιπα 67 λεπτά την ταινία στην ησυχία της απλής παρατήρησης.

Αλλωστε, στα μισά περίπου της σύντομης διάρκειας, κι αφού έχει τελεσθεί η επιστροφή και η ανέγερση των αγαλμάτων με ασφάλεια, η κάμερα στρέφεται σε μια συζήτηση φοιτητών στο πανεπιστήμιο του Abomey-Calavi όπου υποβάλλονται, πολύ πιο αποτελεσματικά, όλο το ιστορικό μπακγκράουντ και ο πολιτικός προβληματισμός: Εξιλεώνει τους Γάλλους η επιστροφή μονάχα 26 αντικειμένων από τα 7.000 που έχουν αφαρπαγεί ανά τους αιώνες από τη γη του Δαχομέι; Μήπως πρόκειται για πολιτικό τερτίπι; Γιατί δε μιλάμε και για την άυλη αφρικανική πολιτιστική κληρονομιά που βρίσκεται σκορπισμένη παντού σε Δύση και Ανατολή; Και πώς θα συνδεθεί ο σύγχρονος, δυτικοποιημένος Μπενινέζος με κάτι που φιλοτεχνήθηκε σε συνθήκες παγανιστικές, σε έναν τόπο που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον τωρινό;

Είναι εδώ, και μέχρι τη νυχτερινή βόλτα στο φινάλε, που συμπυκνώνεται ουσιωδώς το ντοκιμαντέρ της Ντιόπ, ένας φιλμικός στοχασμός σημαντικός και επίκαιρος, όσο και άνισος κατασκευαστικά ελέω των εξωγενών τρικ που λέγαμε. Αν μονάχα μας υποσχόταν συνέπεια στην σκέτη fly on the wall τεχνοτροπία, πάντως, θα τής προτείναμε ανεπιφύλακτα κάποια ανάλογη «ταινία δρόμου» και για τα Ελγίνεια, αν και εφόσον, φυσικά, έρθει η ώρα και του δικού τους επαναπατρισμού.