Το «Da 5 Bloods» μοιάζει με ρώσικη κούκλα, ένα φιλμ που περιέχει κι άλλα στο εσωτερικό του. Ενα φιλμ που αλλάζει κάθε τόσο ύφος, μα που ακόμη κι αν είναι μαζί ταινία για το Βιετνάμ, για το «κυνήγι ενός θησαυρού», μια κωμωδία για μερικούς γκρινιάρηδες ηλικιωμένους άντρες και μια περιπέτεια στη ζούγκλα, στην καρδιά του βρίσκεις μια -με κάθε δικαίωμα- αληθινά οργισμένη ιστορία, για το τραύμα του να είσαι μαύρος στην αμερική του τότε και του τώρα. Για την αποσιωπημένη Ιστορία των αφροαμερικάνων στους αμερικάνικους ή παγκόσμιους πολέμους και για τον ακήρυχτο πόλεμο που βιώνουν στην πατρίδα τους, απέναντι στον ρατσισμό που είναι δυστυχώς συνώνυμος με την ίδια τους τη χώρα.
Ο Σπάικ Λι δεν μασούσε ποτέ τα λόγια του κι έτσι το καινούριο του φιλμ, γυρισμένο πολύ πριν η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ πυροδοτήσει το κύμα αγανάκτησης που σαρώνει τον πλανήτη αυτές τις μέρες, δεν είναι απλά πολιτικό, είναι ένα μάθημα Ιστορίας, ένα κάλεσμα σε αφύπνιση, μια υψωμένη γροθιά απέναντι σε ένα άδικο σύστημα και έναν κόσμο που δεν μαθαίνει από τα λάθη του.
Το φιλμ ξετυλίγεται σε δυο χρόνους. Στο παρόν, όταν τέσσερις μαύροι βετεράνοι του πολέμου του Βιετνάμ επιστρέφουν στα πρώην πεδία των μαχών τους για να βρουν τη σορό του αρχηγού της διμοιρίας τους -και μαζί έναν θησαυρό που είχαν τότε θάψει μαζί του. Και στο παρελθόν, ξεκινώντας από ένα αληθινά καθοριστικό σημείο: όταν πολεμώντας στην ζούγκλα, μαθαίνουν για την δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Και στην πραγματικότητα υπάρχει μια τρίτη αφηγηματική γραμμή στο φιλμ του Λι, αυτή της συστημικής αδικίας, του ρατσισμού, της υποτίμησης της ζωής των μαύρων, στην διαδρομή της αμερικάνικης Ιστορίας από την γέννηση της χώρας μέχρι και σήμερα.
Η ταινία που παραδίδει ο Σπάικ Λι έχει ξεκάθαρα την υπογραφή του και την ενέργεια που φέρνει πάντα στο σινεμά του. Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία της φιλμογραφίας του, αλλά είναι κάτι παραπάνω από καίρια.»
Το φιλμ ξεκινά όσο δυνατά κι όσο πολιτικά θα περίμενες, με ένα πλάνα ανθρώπων που αποτέλεσαν σύμβολα των κοινωνικών αγώνων των αφροαμερικανών, όπως ο Μοχάμεντ Αλι, η Αντζελα Ντέιβις ή ο Μάλκολμ Χ, να ρίχνουν ένα διαφορετικό φως στην πραγματικότητα του πολέμου του Βιετνάμ, πριν φτάσουμε στο τώρα και στην επάνωση των τεσσάρων ηρώων μετά από πολλά χρόνια, πίσω στον τόπο που τους μεταμόρφωσε σε «bloods», σε «αδελφοποιτούς». Κι από το σημείο εκείνο, το φιλμ θα ακολουθήσει μια διαδρομή που θα ξετυλίξει το παρελθόν και τις συνθήκες που τους έφεραν ως εδώ, θα φωτίσει την ψυχολογία τους και θα τους φέρει αντιμέτωπους με ευθύνες ή μυστικά, θα γιατρέψει ή θα ανοίξει και πάλι τραύματα, θα τους ακολουθήσει σε μια περιπέτεια που θυμίζει σχεδόν μια παλιομοδίτικη χολιγουντιανή ταινία, αλλά υπό νέο φως και με ένα εντελώς διαφορετικό είδος ηρώων στο κέντρο της.
Βεβαίως στην διαρκεια των 155 λεπτών που η ταινία διαρκεί, υπάρχει χώρος τόσο για πράγματα που λειτουργούν εξαιρετικά, όσο και για άλλα που μοιάζουν αμήχανα η βγαλμένα από ένα άλλο πολύ λιγότερο ενδιαφέρον φιλμ. Μερικά από τα ευρήματα του Λι, δείχνουν εμπνευσμένα, όπως τα flash back με τους ηθοποιούς να υποδύονται οι ίδιοι στην τωρινή ηλικία τους τους νεαρούς χαρακτήρες τους κι άλλα, που απλά δείχνουν τετριμμένα, όπως η αλλαγη του κάδρου του πλάνου στους διαφορετικούς χρόνους. Η χρήση της μουσικής είναι επίσης παράξενη, αν τα τραγούδια του Μαρβιν Γκέι από το «What’s Going On», έναν δίσκο γραμμένο στη σκιά του πολέμου του Βιετνάμ δένουν εξαιρετικά, τα ορχηστρικά μέρη φλερτάρουν συχνά με το κλισέ και η χρήση του «Ride of the Valkyries» του Βάγκνερ δεν είναι ποτέ σίγουρο αν είναι ειρωνική ή ειλικρινής. Και κυρίως, κάποια από τα επεισόδια στη μέση του φιλμ όπως και κάποιοι από τους χαρακτήρες (όπως αυτός του Ζαν Ρενό ή της Μελανί Τιερί και της ομάδας των ναρκαλιευτών της), μοιάζουν αχρείαστα, ανακόπτοντας την διαδρομή της ταινίας που μοιάζει πολύ πιο δυνατή όταν αποφεύγει τα προφανή.
Ομως ακόμη και με αντιρρήσεις, η ταινία που παραδίδει ο Σπάικ Λι έχει ξεκάθαρα την υπογραφή του και την ενέργεια που φέρνει πάντα στο σινεμά του. Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία της φιλμογραφίας του, αλλά είναι κάτι παραπάνω από καίρια. Είναι μια αναγκαία υπενθύμιση όλων όσων δημιούργησαν και διατήρησαν τις συνθήκες που έκαναν το Black Lives Matter το πιο απαραίτητο κίνημα στην αμερική του σήμερα και μια επανατοποθέτηση στο βιβλίο της αμερικάνικης ιστορίας μερικών σελίδων που μοιάζουν να πήραν μόλις, τη θέση μιας υποσημείωσης. Κι ολά αυτά στο πακέτο μια ταινίας που βρίσκει χώρο και για πράγματα όπως η «περιπέτεια» ή το συναίσθημα για εκείνους του θεατές που δεν αναζητούν στο Netflix, επώδυνα μαθήματα Ιστορίας.