[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]

Με αφορμή τα διάσημα πειράματα των συμπεριφοριστών κυρίως σε ζώα προκειμένου να μελετηθεί η συμπεριφορά τους σε σχέση με εξωτερικά ερεθίσματα, το «Buzzheart» αφηγείται την ιστορία δύο γονέων που για ένα τριήμερο στην εξοχή θα υποβάλλουν τον 18χρονο Αργυρή, πιθανό σύντροφο της κόρης τους Μαίρης, σε μια σειρά πειραμάτων, με σκοπό να εξασφαλίσουν, σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, πως είναι ο ιδανικός.

Κόντρα στις πιθανότητες και καθώς το επίπεδο δυσκολίας και σαδισμού των πειραμάτων αυξάνεται, ο «μικροσκοπικός» Αργύρης, με την αθωότητα ενός παιδιού και το πείσμα ενός ερωτευμένου νέου, θα αποδειχθεί κάτι περισσότερο από ανθεκτικός, φέρνοντας εις πέρας όχι μόνο τα τεστ στα οποία υποβάλλεται αλλά προκαλώντας συνειδητά και ασυνείδητα ρωγμές στους οικογενειακούς δεσμούς που δένουν με αναπάντεχους και κυρίως ανορθόδοξους τρόπους την οικογένεια της Μαίρης.

Και αυτά είναι όλα όσα αρκεί να γνωρίζετε για την πρώτη ελληνική ταινία του Ντένη Ηλιάδη μετά το «Hardcore» του 2004 και τις επιτυχίες του στην Αμερική - από το «Τελευταίο Σπίτι Αριστερά» μέχρι το «+1».

Το «Buzzheart» είναι μια ταινία πείραμα και η ίδια, που κάπου ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ, την ταινία τρόμου και την αλληγορία, τεστάρει τις αντοχές της ισόποσα με τις αντοχές του θεατή, χτίζοντας από επίπεδο σε επίπεδο (βλ. από πείραμα σε πείραμα) ένα οικοδόμημα που θέλει να ξαφνιάσει σε κάθε του σκηνή πριν καταλήξει στο twist του φινάλε, καθοριστεί από αυτό και τελικά αποπειραθεί να δώσει απαντήσεις στα περισσότερα (αν και δυστυχώς όχι σε όλα) από τα «γιατί» που έχει γεννήσει στη διαδρομή του προς τα εκεί.

Η διαδρομή αυτή δεν είναι ανώδυνη - ούτε αναίμακτη - και τουλάχιστον για το πρώτο μέρος παραμένει όσο κλινική και αποστειρωμένη επιβάλλει η (βασική όπως αποδεικνύεται για την πλοκή) αναφορά στους συμπεριφοριστές. Ισως, ωστόσο και περισσότερο «παιχνιδιάρικη» απ’ όσο χρειάζεται, καθώς το ανισομερές focus στους χαρακτήρες και τα «τεστ» αφήνει τελικά και τα δύο αυτά επίπεδα να αναπτύσσονται μεθοδικά, άλλες φορές προκαλώντας αγωνία, άλλοτε όμως μονότονα, σε ένα πλέγμα weirdness που όσο ερεθίζει τις αισθήσεις τόσο αποξενώνει και απομακρύνει τον θεατή, εκεί που θα έπρεπε να τον κρατάει εγκλωβισμένο μαζί με τους ήρωες.

Αυτό που καταφέρνει τελικά το «Buzzheart» στο δεύτερο μέρος του, με όπλα του το φυσικό χάρισμα του Ντένη Ηλιάδη να φτιάχνει σύμπαντα που πίσω από την τακτοποιημένη τους αρμονία (φωτογραφημένα εδώ αριστοτεχνικά από τον Εβαν Μαραγκουδάκη) κρύβουν μια βαθιά διαταραχή, με μια εντυπωσιακή στιβαρή παραγωγή και - ξεχωριστή μνεία - την ερμηνεία του πρωτοεμφανιζόμενου Κλαούντιο Κάγια που, ακόμη και μέσα στην ακατέργαστη της ορμή, γίνεται η πραγματική παλλόμενη καρδιά του φιλμ - διαυγής δράση και αντίδραση απέναντι στην αμφισημία της συμπεριφοράς της οικογένειας που τον δοκιμάζει για να γίνει μέλος της.

Μετρώντας αντίστροφα προς την Καθαρά Δευτέρα, το «Buzzheart» παίζει αδιόρατα με τις μεταμορφώσεις, αυτό που είμαστε και αυτό που θέλουμε να φαίνεται ότι είμαστε, αυτό που οι άλλοι θα θέλανε να είμαστε - μια σειρά από διαφορετικές «μάσκες» δηλαδή που λειτουργούν ως άμυνα στην επίθεση των «έξω», αλλά ταυτόχρονα και μάσκες που φοράμε για να κρύψουμε τον πραγματικό μας εαυτό και τις πληγές του από εμάς τους ίδιους.

Βάζοντας στο ίδιο playroom την αγάπη και το τραύμα, ο Ντένης Ηλιάδης ενώνει ευθείες γραμμές για να οδηγηθεί και να οδηγήσει - ακόμη και όχι πάντα με τις σωστές εντάσεις, ερμηνευτικά και σεναριακά - σε μια ταινία για τις ανοιχτές πληγές, όχι απαραίτητα όμως για την επούλωσή τους. Σε μια ταινία για την αγάπη, όχι απαραίτητα για την παντοδυναμία της. Μια ταινία για την ανθρώπινη συμπεριφορά, ένα διαρκές πείραμα εν εξελίξει…