Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να προσπαθήσει κανείς να περιγράψει το «Bright» του Ντέιβιντ Αγιερ.
Για αρχή, θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει ως έπος φαντασίας, σαν τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», το οποίο βρίσκεται μασκαρεμένο πίσω από την φόρμα της αστυνομικής περιπέτειας (σαν την «Περιπολία» ή το «Training Day», και τα δύο σενάρια του Αγιερ). Εναλλακτικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ένα cop drama, το οποίο από πίσω του κρύβει μια πλούσια και (δαιδαλώδη σε σημεία) μυθολογία. Αποφεύγοντας τις αναλογίες και τις συγκρίσεις, θα μπορούσε απλά κάποιος να το χαρακτηρίσει ως την πιο φιλόδοξη (και δαπανηρή) μέχρι τώρα παραγωγή του Netflix, με κόστος που, κατά τις δηλώσεις, ξεπέρασε τα 90 εκατομμύρια δολάρια, αντιμετωπίζοντας πλέον στα ίσια τα παραδοσιακά κινηματογραφικά blockbuster.
Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, τίποτα από τα παραπάνω δεν καταφέρνει να περιγράψει ουσιαστικά το «Bright» ή έστω να πλησιάσει το επίκεντρο αυτού του δημιουργικού κυκλώνα. Και δεν είναι απλά το γεγονός ότι καμία περιγραφή δεν μπορεί να αποκαλύψει επαρκώς το – θρασύτατα – ευρύ φάσμα του κόσμου που επιθυμεί να χτίσει ο Αγιερ. Το κυριότερο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν προϊδεάζει για την τρανταχτή αποτυχία του όλου εγχειρήματος, το οποίο μοιάζει να αντλεί από τα καλύτερα στοιχεία διάφορων genre για να τα μετουσιώσει σε κάτι που τελικά προκύπτει ως άτολμο και προχειροφτιαγμένο. Και αυτό χρειάζεται σίγουρα προσπάθεια.
Φανταστείτε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι φαινομενικά ίδια με την δική μας πραγματικότητα. Η αστυνομία του Λος Αντζελες εξακολουθεί να καταπολεμά την εγκληματικότητα, οι μεγαλουπόλεις παραμένουν σε μια αστική σύγκρουση όπου πλούσιοι και φτωχοί μοιάζουν να έχουν ανταγωνιστικό δικαίωμα στην ύπαρξη και ο Γουίλ Σμιθ είναι όπως πάντα ο Γουίλ Σμιθ. Μόνο που πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, στον κόσμο του «Bright» δεν υπήρξε καμία Μεσσιανική έλευση αλλά, αντ’ αυτού, έλαβε χώρα ένας μεγάλος πόλεμος ανάμεσα σε ανθρώπους, ξωτικά, Ορκ και εκείνες τις σκοτεινές μαγικές δυνάμεις που θέλησαν να τους εξουσιάσουν. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι η πολιτισμική εξέλιξη εκείνης της «Μέσης Γης», με όλα τα είδη και τις φαντασιακές επιρροές της, μόνο που μπροστά σε όλα υπάρχει ένα μοντέρνο παραπέτασμα που έχει εξορίσει τη μαγεία στα περίχωρα και τις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων.
Το μεγαλύτερο ελάττωμα του «Bright» είναι το γεγονός ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί το εύρος του ή έστω να αξιοποιήσει τα πραγματικά δυνατά του στοιχεία, θυμίζοντας – όχι άδικα – τον αφηγηματικό αχταρμά της «Ομάδας Αυτοκτονίας».
Ανάμεσα στα υπόλοιπα, υπάρχουν τα σνομπ ξωτικά, τα οποία – χωρίς να προκαλεί αυτό την έκπληξη – μοιάζουν να έχουν στα χέρια τους το μεγαλύτερο ποσοστό του πλούτου. Επιπλέον, υπάρχουν οι άνθρωποι, οι οποίοι φαίνεται να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της αστυνομικής δύναμης, με κάθε ατέλεια της κρίσης τους να χαρακτηρίζει την αποτελεσματικότητα της δράσης τους. Επίσης, υπάρχουν μαγικά ραβδιά, εκλεκτοί που μπορούν να τα κρατήσουν χωρίς να γίνονται αυτόματα στάχτη (οι «Bright» του τίτλου»), συμμορίες κακοποιών Ορκ, μυστικές ομάδες που συνωμοτούν για την επιστροφή του Κακού και, ταυτόχρονα, ένα Ορκ που γράφει ιστορία επειδή αποφασίζει να είναι το πρώτο του είδους του που κατατάγεται στην Αστυνομία. Δεν αστειευόμασταν όταν μιλούσαμε για το εύρος αυτού του φανταστικού αλλά ανησυχητικά γνώριμου κόσμου με τις όχι και τόσο διακριτικές αντι-ρατσιστικές αλληγορίες.
Το πρόβλημα του «Bright» όμως δεν είναι ούτε οι φιλοδοξίες του, ούτε οι ιδέες του αλλά η άτσαλη εκτέλεση σχεδόν κάθε δημιουργικής απόφασης, η οποία επιδεικνύει την πρωτοφανή ικανότητα να «φτηναίνει» κάθε κινηματογραφική πτυχή του όλου εγχειρήματος. Το Netflix μπορεί να διαφημίζει το μέγεθος της παραγωγής σε νούμερα, τίποτα όμως από αυτά δεν καταφέρνει να παρουσιαστεί σε αυτή την πληρότητα τελικά στην οθόνη. Στην καλύτερη περίπτωση, το «Bright» μοιάζει με έναν φιλόδοξο τηλεοπτικό πιλότο, ο οποίος απλά δίνει υποσχέσεις για την συνέχεια. Στην χειρότερη όμως, το «Bright» είναι απλά μια αδιάφορη ταινία, η οποία ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μυθολογία της παρά για την ομαλή της αφήγηση.
Και δε χρειάζεται κανείς να εστιάσει στις κλισέ ανατροπές ή τις γενικόλογες προσωπικότητες των ηρώων (η Νούμι Ραπάς συνεχίζει να εγκλωβίζεται σε project που αδυνατούν να μετουσιώσουν σε επιτυχία την ορμή με την οποία μετακόμισε στο Hollywood) για να αντιληφθεί ότι κάτι δεν πάει καλά. Ούτε χρειάζεται να εντοπίσει την ασφάλεια στην μανιέρα του Γουίλ Σμιθ ή τις ατυχείς προσπάθειες του Τζόελ Ετζερτον να προσφέρει μια συναισθηματική ολοκλήρωση στον χαρακτήρα του, έχοντας να αντιμετωπίσει ένα σενάριο που τον οριοθετεί απλά ως αφηγηματικό εύρημα για την επόμενη πράξη.
Το μεγαλύτερο ελάττωμα του «Bright» είναι το γεγονός ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί το εύρος του ή έστω να αξιοποιήσει τα πραγματικά δυνατά του στοιχεία, θυμίζοντας – όχι άδικα – τον αφηγηματικό αχταρμά της «Ομάδας Αυτοκτονίας». Μόνο που εδώ ο Αγιερ δεν μπορεί να κατηγορήσει κανέναν εξωτερικό παράγοντα για το αποτέλεσμα. Ειρωνικά, η έλλειψη μαγείας είναι αποκλειστικά δικό του κατόρθωμα.
[H ταινία προβάλλεται στο Netflix με ελληνικούς υπότιτλους]