Κάποτε, ο Λανγκ ήταν «κάποιος». Γιος του ιδιοκτήτη του τοπικού ζωολογικού κήπου, έκανε επιδέξια, επικίνδυνα ακροβατικά με την μηχανή του, έπαιζε κιθάρα. Για την μικρή του πόλη -εκεί, στα όρια της ερήμου Γκόμπι στη βορειοδυτική Κίνα- ο Λανγκ ήταν ροκ σταρ. Μέχρι που το δυστύχημα ενός φίλου, που τον ακολουθούσε στα κόλπα με τη δική του μηχανή, τον έκρινε «δολοφόνο εξ αμελείας» και τον καταδίκασε σε φυλάκιση.
Μετά από 10 χρόνια, ο Λανγκ αποφυλακίζεται κι επιστρέφει στον τόπο του. Τίποτα δεν είναι ίδιο. Ενώ στο Πεκίνο όλοι ετοιμάζονται για να υποδεχτούν την ολυμπιακή φλόγα (η Κίνα έριξε το επιβλητικό ποσό των 32 δισεκατομμυρίων λιρών για τους Ολυμπιακούς της) η κινεζική επαρχία ξεψυχά. Η γενέτειρά του μοιάζει με πόλη φάντασμα - κλειστά μαγαζιά, ερειπωμένα σπίτια, ηλικιωμένοι κάτοικοι που αντιμετωπίζουν ακραία φτώχεια. Ο ζωολογικός κήπος που πεισμωμένα κρατά ανοικτό ο πατέρας του έχει ερημώσει, κι εκείνος -σε βαθιά κατάθλιψη και αλκοολισμό- αναγκάζεται να απελευθερώνει τα άγρια ζώα, ένα ένα. Δεν έχει τη δυνατότητα πια να τα ταΐσει.
Παράλληλα, μεγάφωνα ντόπιων πολιτικών επαναλαμβάνουν την κυβερνητική προπαγάνδα που υπόσχεται ανάπτυξη. Αρκεί να εγκαταλείψεις το σπίτι σου για να γκρεμιστεί και να γίνει ένα μοντέρνο κτίριο. Αρκεί να φύγεις, ώστε το κράτος να ανασχεδιάσει, να αναπλάσει το αστικό τοπίο. Να πάρει μια σκούπα και να καθαρίσει την παλιαντζούρα. Για παράδειγμα, επιτακτική ανάγκη να θανατωθούν οι αγέλες σκύλων - όλα τα αδέσποτα που αλωνίζουν στους δρόμους και δίνουν την αίσθηση βρωμιάς λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, πρέπει να συγκεντρωθούν για μαζικές ευθανασίες. Χρειάζονται εργατικά χέρια για να επιτευχθεί αυτό άμεσα και αποτελεσματικά.
Σ' αυτό το περιβάλλον επιστρέφει ο Λανγκ. Και βρίσκει όλες τις πόρτες κλειστές. Στην μικρή του κοινωνία είναι ανεπιθύμητος, ενώ ο «Χασάπης» Χου, ο θείος του εκλιπόντος φίλου του, εκτροφέας φιδιών και τοπικός μαφιόζος, διψά για εκδίκηση. Μην έχοντας άλλη διέξοδο, ο φρεσκοαποφυλακισμένος δέχεται να γίνει μπόγιας. Μόνο που καταδιώκοντας έναν ιδιαίτερα επικίνδυνο μαύρο σκύλο που κανείς άλλος δεν μπορεί να πιάσει, ο Λανγκ καταλήγει να τον υιοθετήσει. Δυο αγρίμια που επιτίθενται σε άμυνα. Δυο παρείσακτοι. Δυο καταδικασμένοι.
Το αλληγορικό φιλμ του Γκουάν Χου μπορεί να μην έχει τις blockbuster διαστάσεις των προηγούμενων ταινιών του («The Eight Hundred», «The Sacrifice»), όμως είναι εξίσου φιλόδοξο, μεγαλόπνοο, επικό - και σε εικόνα και σε μήνυμα και σε συναίσθημα. Βαθιά συγκινητικό, χωρίς καμία έκπτωση στον κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό, κανένα καταφύγιο στο μελόδραμα. Αντιθέτως, ο Χου παίζει με τα είδη - χτίζει ένα meta γουέστερν καλών και κακών, φωτοσκιάζει ένα σύγχρονο νουάρ με τον αντιήρωα σε καταδικασμένο (;) αγώνα, ενθέτει δόσεις αναρχικού χιούμορ (το ότι ο συμπατριώτης του σκηνοθέτης Ζία Ζάνγκε ερμηνεύει τον αρχιμαφιόζο είναι από μόνο του ένα κωμικό κλείσιμο ματιού) και λιώνει κάθε κυνισμό με αυτή τη σχέση αυτών των δύο ημιάγριων, παρεξηγημένων, μοναχικών πλασμάτων που έχουν τον δικό τους ηθικό κώδικα τιμής.
Αισθητικά, είναι υπέροχο. Στοιχειωμένες, σκοτεινές, μετα-ποκαλυπτικές εικόνες μάς υποδέχονται στο σύμπαν της ταινίας. Ο DP Γκάο Βάιτσε ξεβάφει την παλέτα στα μισογκρεμισμένα κτίρια, ζωγραφίζει τον ουρανό στο σταχτί γκρι της άμμου, ενώ η ίδια η απέραντη έρημος και οι όγκοι των βράχων που την πλαισιώνουν μοιάζουν με τοπίο ενός ακατοίκητου πλανήτη.
Σ' αυτό τον καμβά ο Χου τοποθετεί το ζωικό βασίλειο ως ανώτερο είδος. Η αγέλη αγριόσκυλων που δεσπόζει στα βράχια σαν αντάρτικος στρατός και κοιτά απειλητικά (ή με οίκτο), τους ανθρώπους. Ο γκρίζος λύκος που απελευθερώθηκε από το ζωολογικό κήπο της πόλης και, ελεύθερος πια, χαζεύει από ψηλά την κατάντια της. Η φυλακισμένη στο κλουβί της τίγρη που αργοπεθαίνει σε πλήρη ενσυναίσθηση με τους παρατημένους στη μοίρα τους κατοίκους.
Μία έκλειψη ηλίου (κλείσιμο ματιού για την φρούδα υπόσχεση «θεάματος» που αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από όσα συμβαίνουν δίπλα του, εντός του), οι πόρτες των κλουβιών που ανοίγουν και τα ζώα ξεχύνονται στους δρόμους (μία μυθική, φαντασιακή δικαίωση της φύσης), ένα τσίρκο που βρίσκει καταφύγιο στις παρυφές της καταστροφής (και στρέφει τον καθρέφτη στο ανθρώπινο τσίρκο). Ο Χου χτίζει μία εντυπωσιακή εικονογραφία στο παραμύθι του, υφαίνει διακριτικά τα αλληγορικά σύμβολα της πολιτικής του παραβολής, όμως η καρδιά του χτυπά ξεκάθαρα για το ζευγάρι των ηρώων του. Τον μαύρο σκύλο και το μαύρο πρόβατο.
Η σχέση ανθρώπου/σκύλου είναι αγαπημένο θέμα στο σινεμά, όμως εδώ τίποτα δεν γίνεται γλυκερά, φτηνά. Είναι αξιοσημείωτο με πόση αυτοπεποίθηση, με πόση χειρουργική ακρίβεια, ο Χου κρατά τις ισορροπίες στο συναίσθημα. Καμία επιλογή δεν είναι παράφωνη, περιττή ή φλύαρη. Η ταινία, όπως κι ο απρόσιτος, κλειστός αντιήρωάς της (ερμηνευμένος με εξαιρετική πειθαρχία από τον Εντι Πενγκ, σε κόντρα ρόλο) είναι ολιγόλογη, λακωνική - παρόλα αυτά και δραματική και αστεία και βαθιά λαβωμένη. Και απαισιόδοξη για το είδος μας και με ψήγματα καλοσύνης, ελπίδας, ανθρωπιάς. Υπάρχει σωτηρία για τον άνθρωπο. Οταν σώζει ένα ζώο, σώζεται κι αυτός.