Me and my monkey
With a dream and a gun
Hoping my monkey
Don't point that gun at anyone
Me and my monkey
Drove in search of the sun
Me and my monkey
Don't point that gun at anyone

Ενας πιτσιρικάς μεγαλώνει στους λασπόδρομους του Stoke-on-Trent, της εργατικής nowhere land καρδιάς της Αγγλίας, νιώθοντας loser. Κακομούτσουνος, λίγο γεματούλης, αισθάνεται σαν πίθηκος. Είναι ο τελευταίος στα θρανία, τελευταίος στους αυτοσχέδιους αγώνες ποδοσφαίρου στην αλάνα, τελευταία προτεραιότητα του νάρκισσου, κομπλεξικού πατέρα του. Ο μικρός Ρόμπερτ τον έχει για είδωλό του και λαχταρά την αποδοχή και την αγάπη του. O αστυνόμος Πιτ Γουίλιαμς όμως ζει με το πεθαμένο όνειρο να γίνει διάσημος entertainer. Κάθε βράδυ επιστρέφει σπίτι κατάκοπος και μεθυσμένος, ανοίγει διαπασών τον ήχο της τηλεόρασης που παίζει εκπομπές με τους Rat Packers και τραγουδά με στεντόρια φωνή μαζί τους, μιμούμενος το είδωλό του - τον Φρανκ Σινάτρα. Δίπλα του, αγωνιώντας να τραβήξει την προσοχή του, πιθηκίζει κι ο Ρόμπερτ. Μάταια. Οι γονείς του χωρίζουν κι ο πατέρας του τον εγκαταλείπει όταν είναι μόλις τριών χρονών. Θα μεγαλώσει με αγάπη, την φροντίδα των Angels - της μητέρας του και της τρυφερής γιαγιάς του, η οποία πάντα του έλεγε ότι είναι μοναδικός. Θα επιβιώσει της εφηβείας και των κόμπλεξ του καλλιεργώντας το cheeky, έξυπνο, χαριτωμένο, τολμηρό του χιούμορ και διατηρώντας ζωντανό το δικό του όνειρο: να γίνει ένας διάσημος entertainer. Τότε θα τον αγαπούσε κι ο μπαμπάς.

Στα 15 του χρόνια έρχεται αυτή η ευκαιρία: μία οντισιόν καλεί έφηβους του Stoke-on-Trent για τη συμμετοχή τους στη boy-band που ετοιμάζει ο μάνατζερ Νάιτζελ Μάρτιν Σμιθ. Ο Ρόμπερτ τα καταφέρνει και μεταμορφώνεται σε «Ρόμπι» και μέλος των Take That. Η απότομη εκτόξευσή τους στη δόξα δεν συμβαδίζει με τη δική του ωρίμανση. Η διασημότητα και το frenzy δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την Love Supreme που ψάχνει. Η αλαζονεία κι ο ναρκισσισμός του τρέφονται από την επιτυχία, αλλά δεν μπορούν να νικήσουν τα βαθιά συμπλέγματα - αντίθετα, η κόντρα με τον frontman της μπάντας Γκάρι Μπάρλοου ενδυναμώνουν την ανασφάλεια, την έλλειψη αυτοπεποίθησης, την ούγκα-μπούγκα περσόνα του. Watch him come undone: αλκοόλ, κόκα, βίαιοι καυγάδες, εξευτελιστικές μεθυσμένες εμφανίσεις στη σκηνή, η σκανδαλώδης έξοδος από την μπάντα, η σόλο καριέρα. Το MTV μπορεί να πασπαλίζει με λάμψη το stardom του, αλλά εκείνος παραμένει κωλόπαιδο - άπιστος, υπερφίαλος, αυτοκαταστροφικός, σαμποτάρει όλες τις σχέσεις του. Ενας θλιβερός γορίλας. Θα καταφέρει να γίνει a better man;

Κανείς δεν πίστευε ότι ο κόσμος μας χρειαζόταν το κινηματογραφικό biopic του Ρόμπι Γουίλιαμς - ανεξαρτήτως αν κάποιοι μεγάλωσαν στα 90ς και ήταν fans ή haters του ποπ σταρ. Και κανείς -μα κανείς- δεν φανταζόταν ότι η ιδέα ο πρωταγωνιστικός ήρωας να είναι ένας χιμπατζής (με τη βοήθεια των CGI εφέ και της motion capture τεχνικής) θα λειτουργούσε τόσο ιδανικά - όχι ως ένα χιουμοριστικό gag που κουράζει και ξεχειλώνει, αλλά ως ένα εύρημα που ξεχνάς μετά από λίγα λεπτά. Κι ένα αλληγορικό εργαλείο που δουλεύει μέσα σου υποσυνείδητα: συμβολίζει ξεκάθαρα τους δαίμονες του Γουίλιαμς χωρίς να τους υπογραμμίζει, κρατά τη σωστή off beat θερμοκρασία που εξισορροπεί το μελό, προσωποποιεί άψογα την καρνιβαλίστικη πλευρά της μπίζνας του entertainment. Ενα τσίρκο όπου μάνατζερ κόβουν εισιτήρια και αμολούν τις μαϊμούδες να μάς διασκεδάσουν.

Κι όμως, ο Μάικλ Γκρέισι (μετά την αποτυχία του «The Greatest Showman»), με συνσεναριογράφους τους Σάιμον Γκλίσον και Ολιβερ Κόουλ, γράφει και ενορχηστρώνει αυτό το τόλμημα με θάρρος, θράσος, σαρκασμό, αυθάδεια, ξέφρενη αναρχία. Οπως ακριβώς θα ταίριαζε στον Ρόμπιν Γουίλιαμς.

Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας είναι η τονικότητά της - μία αλά «Μπίλι Ελιοτ» προσέγγιση στο πορτρέτο των αγοριών που μεγαλώνουν σε αγγλικές κωμοπόλεις χωρίς ελπίδα, με όνειρα να ξεφύγουν από την μοίρα των πατεράδων τους. Η αφοπλιστική ειλικρίνεια του Γουίλιαμς (ο οποίος ακούγεται να αφηγείται την ιστορία του σε ένα σπικάζ που ηχογραφήθηκε ως μεγάλη συνέντευξη, πριν ακόμα γραφτεί το σενάριο) που δεν προσπαθεί να κρύψει ή να χρυσώσει τα λάθη, τα πάθη, την ξεφτίλα, την επιδειξιομανή του αμετροέπεια. Οι δαίμονες-πίθηκοι που πολλαπλασιάζονται ως οράματα των συμπλεγμάτων του και τον καταδιώκουν (παρόλο που αυτό το σκάρφισμα θα θέλαμε να μην είχε τραβήξει τόσο πολύ, σε σημείο που θα καταλήξει σε Game of Thrones αιματοβαμμένη αναμέτρηση!)

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Γκρέισι έχει κατασκευάσει ένα βαρύ δράμα. Αντιθέτως. Οι μιούζικαλ στιγμές της ταινίας είναι bigger than life - λαμπερές, ευφάνταστες, κινηματογραφημένες φαντασμαγορικά, χορογραφημένες εντυπωσιακά (από την Ασλεϊ Γουόλεν που είχε χορογραφήσει και το «The Greatest Showman»), μονταρισμένες με την καταιγιστική ταχύτητα, την ηλεκτρισμένη, ευφορική ενέργεια των pop charts. Ο ίδιος ο Γουίλιαμς έχει επανηχογραφήσει τα hits του για το σάουντρακ δίνοντας μάλιστα μία καινούργια διάσταση, ένα πιο ώριμο βάθος (ειδικά το «Feel»), που τα κάνει να ακούγονται φρέσκα, μοντέρνα - σαν να έχουν γραφτεί για την ταινία.

Πρωταγωνιστής όμως είναι πάντα ο Πίθηκος. Ο Τζόνο Ντέιβις δίνει μία εξαιρετική ερμηνεία που διαπερνά την τριχωτή CGI επιδερμίδα και κουμπώνει με την περσόνα του Γουίλιαμς με γενναίο αυτοσαρκασμό, πικρό εξευτελισμό, αλλά και στοργική ενσυναίσθηση. Τον νιώθεις αυτόν τον παρεξηγημένο ουρακοτάγκο, αυτό το μονίμως παραμελημένο μικρό αγόρι που υπονομεύει σε κάθε βήμα την ενηλικίωση του, ξύνοντας το τραύμα. Σε αυτό βοηθάει και η αριστοτεχνική ερμηνεία του Στίβεν Πέμπερτον στο ρόλο του Πιτ Γουίλιαμς (γνωστού στις παρακμιακές ψυχαγωγικές σκηνές και ως Πιτ Κόνγουεϊ), ο οποίος δίνει μία γλοιώδη, τυχοδιωκτική, θλιβερή διάσταση στον πατέρα που δεν στάθηκε ποτέ ως πατέρας.

Το «Better Man» δεν είναι αλάθητο - σε στιγμές παρασύρεται στην υπερβολή, χαόνεται, κάνει κοιλιά, βασίζεται περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε στην έξυπνη ιδέα του και μπορεί να χάνει στις λεπτομέρειες. Ομως δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, πέφτει και ξανασηκώνεται, σαχλαμαρίζει και συγκινεί. Γοητεύει. Οπως ακριβώς και ο Ρόμπι Γουίλιαμς. Let him entertain you!