Ως γνωστόν, το μυστικό κάθε ανθεκτικής στο χρόνο σχέσης είναι η σωστή ισορροπία ανάμεσα στην ατομικότητα και τη συλλογικότητα. Το πρόβλημα στην ποσόστωση του 50/50 μπαίνει όταν το ατομικό (αυτό που θέλω εγώ) αρχίζει να αποκλίνει επικίνδυνα από το συλλογικό (αυτό που θέλουμε και οι δύο). Οπότε αρχίζουν η δυσαρέσκεια, η μουρμούρα, οι τσακωμοί. Που κατά κανόνα οδηγούν στην απιστία, την πιο συνήθη μορφή ανταρσίας μέσα σε μια σχέση. Που κατά κανόνα θα οδηγήσει κι αυτή στον χωρισμό, εκτός φυσικά κι αν μιλάμε για πρωταθλητές της στωικότητας και της ανοχής.
Το ενδιαφέρον με τη δραμεντί του Χουάν Βέρα, βετεράνου παραγωγού και ενίοτε σεναριογράφου που εδώ περνά για πρώτη φορά στη σκηνοθεσία, είναι πως ο Μάρκος και η Ανα, ανδρόγυνο Αργεντινών μεσοαστών που αποφασίζουν να χωρίσουν μετά από 25 χρόνια γάμου, το κάνουν ενώ ζουν σε μια συνθήκη βαθιάς αγάπης, ολικής αφοσίωσης και απόλυτου σεβασμού ο ένας για τον άλλον. Δεν έχει προηγηθεί καμία ρήξη, καμία απιστία. Μονάχα η αναχώρηση του μοναχογιού τους για σπουδές στην Ισπανία. Η ξαφνική απομάκρυνση εκείνου που πάντα ήθελαν συλλογικά, και οι δύο. Τώρα που έφυγε κι αυτό, τι μπορεί τους κρατήσει μαζί για το υπόλοιπο της ζωής τους, σκέφτεται ψύχραιμα και λογικά η Άνα. Η συνήθεια και η ρουτίνα; Μάλλον όχι, συμφωνεί ο Μάρκος, το ίδιο πολιτισμένα.
Και, κοινή συναινέσει, η ατομικότητα παίρνει τα ηνία. Για τα επόμενα τρία χρόνια, ο Μάρκος και η Ανα θα ζήσουν ως εργένηδες όσα δεν πρόλαβαν στα νιάτα τους. Ιλαροτραγικές γνωριμίες και παθιασμένες σχέσεις, ενώ οι σταθερά παντρεμένοι φίλοι τους ταλαιπωρούνται μέσα στη γκρίνια και την υποκρισία. Όμως πόσο να διαρκέσει μια προαποφασισμένη απελευθέρωση όταν δεν αποβλέπει σε μια αναγκαστική λύτρωση; Άλλωστε, δεν είναι 20άρηδες, κοντεύουν τα 60. Και το παιδί είναι ακόμα εκεί, έστω και μέσω skype. Και το διακοσμητικό δόρυ που αγόρασαν κάποτε μαζί, σε ένα από τα ταξίδια τους, δε λέει με τίποτα να ξαγκιστρωθεί από τον τοίχο του προς πώληση σπιτιού τους.
Ολα αυτά, ο Βέρα τα επεξεργάζεται με ακαδημαϊσμό, σχολαστικότητα και εγκράτεια που ενίοτε θα μπορούσαν αντιστοίχως να μεταφραστούν σε θεατρικότητα, φλυαρία και συντηρητισμό (ευπρόσδεκτο πάντως, καθότι όχι δογματικό). Εντυπωσιάζει με την παρατηρητικότητά του, την ακρίβεια των περισσότερων διαλογικών σκηνών και τη διεύθυνση των ηθοποιών (αν και οι βασικοί, ο Ρικάρντο Νταρίν και η Μερσέντες Μοράν, μάλλον δεν τη χρειάζονται πια), όμως κουράζει με την επιμονή του στην ανακύκλωση κάποιων καταστάσεων που απλώς σιγοντάρουν το προφανές. Παραμένει ωστόσο ειλικρινής και ταυτόχρονα αισθαντικός, κάθε στιγμή.