Μόλις δεκαπέντε λεπτά μέσα στο παροξυσμικό σύμπαν του «All that Jazz» και ο Μπομπ Φόσι δεν κρύβει πως αυτό που παρακολουθούμε είναι η ζωή του.

Ηταν 1974, ο Φόσι βρισκόταν στο μοντάζ του «Λένι ο Βρωμόστομος» και ταυτόχρονα έστηνε το «Chicago» στο Μπρόντγουεϊ, όταν μια καρδιακή προσβολή τον έφερε κοντά σε εκείνο το σημείο όπου αναλογίζεσαι τη ζωή σου, όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκες, αυτά που έχασες, το νόημα πίσω από τα φαινόμενα. Η ιστορία τον θέλει να δουλεύει μαζί με τον Ρόμπερτς Αλαν Ορθουρ - που τελικά έγραψε μαζί με τον Φόσι το «All that Jazz» - μια κινηματογραφική διασκευή του «Ending» της Χίλμα Γουόλιτζερ, αλλά να μετανιώνει γρήγορα λόγω του καταθλιπτικού της ιστορίας και να επιστρέφει σε αυτό που είναι είναι η ημι-αυτοβιογραφία του τελικού σεναρίου.

Σε αυτό, ο Τζο Γκίντεον, ένας σκηνοθέτης - χορογράφος μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο μοντάζ μιας ταινίας για έναν κωμικό, στο ανέβασμα μιας παράστασης στο Μπρόντγουεϊ και στις γυναίκες της ζωής του, πριν, νυν και μελλοντικές - συν την μικρή κόρη του. Ενδιάμεσα βρίσκει χρόνο να αποδράσει από την πραγματικότητα και να συνομιλήσει με το φάντασμα μιας ακόμη γυναίκας, αφηγούμενος ουσιαστικά τη ζωή του ή αυτό που ο ίδιος νόμιζε ζωή του. Είναι ζωντανός; Οι αμφεταμίνες που τον κρατούν διαρκώς ξύπνιο είναι υπαίτιες για την απόσπαση της προσοχής του ή χωρίς αυτές θα ήταν μια περιφερόμενη καταστροφή; Και γιατί ενώ όλοι τον σιχαίνονται, παραμένουν γύρω του σε ένα θίασο που αποπειράται διαρκείς πρόβες τζενεράλε μιας τεράστιας επιτυχίας;

Το «All that Jazz» είναι μια σκοτεινή ταινία. Μοιάζει με μια διαθήκη που γράφεται καθώς κάποιος πεθαίνει και ενώ μοιάζει να μην έχει κανένα πρόβλημα με αυτό, κάτι τον κρατάει διαρκώς ζωντανό - ίσως ανοιχτοί λογαριασμοί, ίσως μια κοσμική ενοχή απέναντι στην ίδια την ανθρωπιά του. Γιατί πριν από αυτό είναι μια πικρή ταινία, καθώς ο Φόσι τελειώνει μια για πάντα με τα παραμύθια περί της λάμψης των αστέρων του κινηματογράφου ή την ευδαιμονία των θεατρικών μιούζικαλ, ολοκληρώνοντας εδώ ένα από τα πιο σπαραξικάρδια σχόλια πάνω στο ψέμα και την αλήθεια του. Πάνω από όλα αυτά είναι ένα πείραμα που όσο αγγίζει το «8 1/2» του Φεντερίκο Φελίνι (ο Φόσι δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του στον Ιταλό σκηνοθέτη, σκηνοθετώντας ως ντεμπούτο το το «Sweet Charity» εμπνευσμένο από τις «Νύχτες της Καμπίρια» και δίνοντας χρέη διευθυντή φωτογραφίας για το «All that Jazz» στον στενό συνεργάτη του Φελίνι, Τζουζέπε Ροτούνο) τόσο απομακρύνεται από την ηδυπαθή αθωότητά του και μεταμορφώνεται ηθελημένα σε έναν εφιάλτη που σε καταπίνει, ξεγελώντας σε για τις διαθέεις του.

Η κεκτημένη ταχύτητα του ήρωα του, τόσο σαρωτική στο ίσως πιο καίριο σχόλιο για την αγωνία της επιτυχίας, διακόπτεται από ποιητικά ιντερλούδια, από την αυλαία των 70s, από το σκοτάδι των 80s, από τη μελαγχολία του Χάρι Νίλσον, από την αρσενική τοξικότητα και τα κλισέ του «it’s showtime folks» που ο Φόσι θα επαναλάβει σαν μοτίβο τόσες φορές όσες να πιστέψει ότι δεν υπάρχει ούτε «showtime», ούτε «folks» σε εναν κόσμο τόσο άσχημο που άγεται και φέρεται από κλισέ success stories, αμερικάνικα όνειρα ξεφτισμένα από την επανάληψη και τσιγάρα που έχεις ξεχάσει αναμμένα στο στόμα μπαίνοντας στο ντους. Σε μια από τις πιο θαρραλέες (από κάθε πιθανή άποψη) υποτιμημένες ανδρικές ερμηνείες στην ιστορία του αμερικάνικου σινεμά, ο Ρόι Σάιντερ δεν είναι μόνο ο Μπόμπ Φόσι, όπως ο Μπόμπ Φόσι τόλμησε να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αλλά μια ολόκληρη χώρα λίγο πριν πεθάνει: θλιμμένη, αχόρταγη, κυνική, απελπισμένη, έτοιμη να μετανιώσει, αλλά όχι και να συγχωρεθεί.

Πιο σκληρός με τον εαυτό του παρά με τον alter ego ηρωά του, σε έναν απολογισμό που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αδιέξοδο, ο Μπόμπ Φόσι φτιάχνει με το «All that Jazz», τον γκροτέσκο εορτασμό μιας ζωής που πέρασε με το φόβο μήπως πίσω από τον ξεχωριστό κύριο Γκίντεον δεν κρυβόταν παρά ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Συνομιλεί με τους ανθρώπους που τον αγάπησαν - και αγάπησε; -, χτίζει το αμφιλεγόμενο πορτρέτο ενός καλλιτέχνη που πορεύθηκε με όπλο το εγώ και το ταλέντο του (με αυτή τη σειρά) και χορογραφεί (εντάξει, πιο ωραία, πιο παρορμητικά, πιο ρυθμικά, πιο σωματικά και ρεαλιστικά από οποιονδήποτε στο σινεμά) ένα φαντασμαγορικό φιλμ για το απόλυτο σκοτάδι.

Ο ρυθμός του είναι εξαντλητικός. Οπως η ίδια η ζωή, λίγο πριν τελειώσει.