Γυρισμένο στη διάρκεια δύο χρόνων σε ένα απομονωμένο χωριό της ορεινής Ναυπακτίας, το «Στο Λύκο» δεν είναι μια ταινία για την κρίση, όπως δηλώνουν οι δύο νέοι δημιουργοί του, ο Βρετανός Αράν Χιους και η Χριστίνα Κουτσοσπύρου.
Οπως δεν είναι και μια ταινία ντοκιμαντέρ, αλλά ούτε και μια ταινία μυθοπλασίας, αλλά περισσότερο ένα ιδιόρρυθμο μείγμα ρεαλισμού και fiction που αποτυπώνει ανατριχιαστικά τι σημαίνει να βρίσκεσαι εκτός των αστικών κέντρων στην Ελλάδα του σήμερα.
Μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, το «Στο Λύκο» παρακολουθεί τις ζωές δύο οικογενειών που προσπαθούν να επιβιώσουν με τους ίδιους του κατοίκους του χωριού να υποδύονται τους εαυτούς τους και την κάμερα των Αράς και Κουτσοσπύρου να τους ακολουθούν σε ένα αποκαλυπτικό οδοιπορικό μέσα στο απόκοσμο, άλλοτε αφιλόξενο και άλλοτε οικείο ορεινό τοπίο μιας άγνωστης Ελλάδας.
Το «Στο Λύκο», μια συμπαραγωγή της Ελλάδας με τη Γαλλία σε παραγωγή της εταιρείας French Kiss Productions αποτελεί μια ανεξάρτητη ταινία που σχεδόν από το πουθενά επιλέχθηκε από το Forum του 63ου Διεθνούς Φεστιβάλ Βερολίνου για να κάνει την πρεμιέρα του.
Ο Αράν Χιους και η Χριστίνα Κουτσοσπύρου μίλησαν στο Flix για την εμπειρία της πρώτης ταινίας, για όσα έζησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Στο Λύκο» και για το πως η πραγματική ζωή καταφέρνει πάντα να εισβάλλει στη μυθοπλασία.
Πως ξεκίνησε η ιδέα του «Στο Λύκο»;
Δεν είμαστε σίγουροι αν τελικά υπήρξε ποτέ μια ιδέα για να γυρίσουμε το «Στο Λύκο», τουλάχιστον με την παραδοσιακή έννοια της ιδέας. Αρχικά το φιλμ αφορούσε ένα παραδοσιακό καφενείο στο χωριό. Οταν όμως συναντήσαμε τους ανθρώπους εκεί και τους είδαμε στην καθημερινή τους ζωή, άρχισαν να μας ενδιαφέρουν περισσότερο οι ιστορίες τους. Ετσι όλο αυτό λειτούργησε λίγο ως κάστινγκ και αφού είχαμε βρει τους κεντρικούς ήρωες της ιστορία η ταινία άρχισε να παίρνει σχήμα. Μέχρι όμως και το τέλος του γυρίσματος δεν ήταν ποτέ καθορισμένο ή τελικό αυτό που υπήρχε στο μυαλό μας. Το τελικό αποτέλεσμα προέκυψε από το που μας οδήγησαν οι χαρακτήρες, πόσο πρόθυμοι ήταν να αναμιχθουν στην προσπάθειά μας και στη δική μας επιμονή να τους κινηματογραφήσουμε.
«Η Ελλάδα πέθανε! Είναι νεκρή!» λέει ένας από τους χωρικούς στα πρώτα λεπτά του φιλμ. Είναι τελικά το «Στο Λύκο» μια ταινία για την ελληνική κρίση;
Στο μυαλό μας η ταινία αφορούσε τους χωρικούς και τη φτώχεια μέσα στην οποία ζουν. Η κρίση υπήρξε μόνο μια υπενθύμιση για τα συναισθήματα αυτών των ανθρώπων μέσα στους αιώνες αν όχι μέσα στις χιλιετίες. Ωστόσο ήταν μια ενδιαφέρουσα στιγμή για να εξερευνήσουμε το συγκεκριμένο θέμα. Ο Πάχνης που λέει τα παραπάνω λόγια, είχε προφητεύσει την κρίση. Από τη στιγμή που τον συναντήσαμε έλεγε σε όλους πως έρχονται μέρες μεγάλης φτώχειας και πείνας. Και αυτό πολύ πριν ξεσπάσει η βαθιά κρίση στην Ελλάδα. Η ταινία γυρίστηκε σε τρία στάδια μέσα σε ένα διάστημα δύο χρόνων. Η μείωση της περιουσίας των κατοίκων του χωριού ήταν κάθε φορά και πιο εμφανής, οπότε ήταν αναπόφευκτο για το φιλμ να μην αναφερθεί σε αυτό και τελικά να μην γίνει μια αντανάκλαση της κρίσης.
Πώς θα περιγράφατε το «Στο Λύκο» σε σχέση με την ιδιόμορφη μέιξη που επιχειρεί ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία;
Οι ρίζες της ταινίας είναι σίγουρα το ντοκιμαντέρ, αν και η πρόθεσή μας ήταν πάντα να είναι περισσότερο ένα κομμάτι ντοκου-ρεαλισμού ή εθνο-μυθοπλασίας. Οι χαρακτήρες δεν υποκρίνονται, το μεγαλύτερο ποσοστό όσων βλέπουμε στο φιλμ είναι οι εαυτοί τους σε πραγματικές συνθήκες. Ηταν κυρίως στο μοντάζ όπου δώσαμε στην ταινία μια μυθοπλαστική αίσθηση. Για παράδειγμα η δομή, το γεγονός πως αφηγείται μια ιστορία που λαμβάνει χώρα μέσα σε τέσσερις συνεχόμενες ημέρες. Αυτή είναι μια μυθοπλαστική συνθήκη, αν αναλογιστεί κανείς πως κινηματογραφήσαμε το χωριο για τουλάχιστον τέσσερις μήνες. Επίσης η φωτογραφία ήταν συνειδητά στατική και όχι κάμερα στο χέρι ή κινούμενη με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Οσο περισσότερο πατάει κανείς στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, τόσο πιο δύσκολο είναι να ορίσεις τι χωρίζει αυτά τα δύο είδη. Για εμάς η μαγεία του σινεμά είναι να μπορέσεις να προσφέρεις στο κοινό ένα τρικ που θα μπορέσει να το δεχθεί με όλες τις αισθήσεις του σε εκρήγορση. Οσο πιο πειστικό μπορούμε να κάνουμε αυτό το τρικ, τόσο μεγαλύτερη η μαγεία. Αυτό ήταν πάντοτε στο μυαλό μας.
Πώς διαλέξατε τους χαρακτήρες που κρατούν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην ιστορία σας;
Αυτοί οι άνθρωποι μας γοήτευσαν βαθιά. Γνωρίζαμε τον πατέρα και το γιο πριν ξεκινήσει το γύρισμα και ήταν οι πρώτοι χαρακτήρες στους οποίους θέλαμε να επικεντρωθούμε. Μας άρεσε η ιδέα της διαδοχής που με κάποιο τρόπο αντιπροσωπεύει το παρελθόν και το μέλλον, τόσο εικαστικά όσο και σαν κόνσεπτ. Η μητέρα άρχισε να εμφανίζεται πιο διστακτικά και όσο προχωρούσαμε αποκτούσε τεράστια σημασία για τη δυναμική της οικογένειας. Ο βοσκός και η γυναίκα του, ήταν αυτοί που συναντήσαμε στο τέλος των πρώτων γυρισμάτων. Ξέραμε τότε ότι θα επιστρέψουμε και πως θα τους συμπεριλάβουμε στην ταινία. Εκπροσωπούν ένα διαφορετικό στοιχείο, μια πιο τραγικωμική πλευρά της καθημερινότητας στο χωριό και επίσης είναι ένα ζευγάρι που δεν θες να τραβήξεις το βλέμμα σου από πάνω τους.
Πώς τους πείσατε να συνεισφέρουν στην ταινία παίζοντας τους εαυτούς τους;
Δεν χρειάστηκε να τους πείσουμε. Οι περισσότεροι ήταν χαρούμενοι και ενθουσιασμένοι με την ιδέα και την προσοχή που τους δώσαμε. Οι σχέσεις της οικογένειας της Χριστίνας με το χωριό βοήθησαν επίσης πολύ. Η εξωστρέφεια τους ήταν ένα καθοριστικό στοιχείο για την ταινία. Ηταν τόσο πρόθυμοι να μας φιλοξενήσουν στις ζωές τους και να μας αφηγηθούν τις ιστορίες τους. Με τους κεντρικούς χαρακτήρες ωστόσο, πήγαμε ακόμη πιο βαθιά. Αναπτύξαμε μια συναδελφική σχέση και ήρθαμε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον.
Πόσο δύσκολο ήταν να γυρίσετε την ταινία μέσα σε άσχημες καιρικές συνθήκες; Ποιες ήταν οι τεχνικές προκλήσεις του γυρίσματος;
Ημασταν γενικά συνεχώς βρεγμένοι και κρυώναμε. Αλλά αυτό δεν σταμάτησε ποτέ τους χωρικούς και είμασταν αποφασισμένοι να το δείξουμε. Τεχνικά, επειδή είμασταν μόνο οι δυό μας, ήταν μια πρόκληση. Το πιο δύσκολο κομμάτι των γυρισμάτων ήταν ο χρόνος. Είχαμε εισβάλλει στη ζωή αυτών των ανθρώπων και σπάνια σταματούσαν ότι έκαναν για χάρη μας. Οπότε έπρεπε να είμαστε γρήγοροι και να γυρίσουμε όσο πιο πολύ υλικό μπορούσαμε μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Για όσο πετυχημένο υλικό γυρίσαμε, υπάρχει άλλο τόσο που είναι άχρηστο. Είναι ενδιαφέρον, γιατί αυτή η μέθοδος γεννάει μια συγκεκριμένη αίσθηση αυθεντικότητας.
Υπάρχει μια παράξενη ομορφιά στις μελαγχολικές εικόνες της καθημερινής ζωής στο χωριό με φόντο το ερημωμένο σκηνικό της ορεινής Ελλάδας. Πως καταφέρατε να συλλάβετε αυτήν την αίσθηση;
Ηταν όλα θέμα του σωστού φωτός και των καιρικών συνθηκών. Σε μια ηλιόλουστη ημέρα όλες οι σκηνές θα έδειχναν διαφορετικές. Αυτό που προσπαθήσαμε να συλλάβουμε ήταν η ποιητική ακινησία του τοπίου και το καταθλιπτικό σκοτάδι των εσωτερικών χώρων.
Tι σημαίνει για εσάς η επιλογή σας από το Forum του 63ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου;
Μετά από τον χρόνο, την εργασία και τον κόπο που ξοδέψαμε, αυτή είναι η στιγμή της επιβράβευσης. Ελπίζουμε πως αυτή η διάκριση θα μας βοηθήσει να ανοίξουν νέες πόρτες και ένα δρόμο που θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε σε επόμενα σχέδια πάνω στο ίδιο στιλ κινηματογράφησης. Ταυτόχρονα μας δίνει και την εμπιστοσύνη που όλοι οι πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες χρειάζονται για να συνεχίσουν να δημιουργούν. Είναι μια μεγάλη βουτιά για μας, αλλά μια βουτιά που αξίζει!
Η Χριστίνα Κουτσοσπύρου, εικαστική καλλιτέχνης, γεννήθηκε το 1980. Σπούδασε στο London College of Communication, όπου ανάμεσα σε άλλα, αφιερώθηκε στην φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Το 2010 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να δουλεύει μαζί με τον Αράν Χιους στην πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Στο Λύκο».
Ο Αράν Χιους είναι κινηματογραφιστής. Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1983. Μετά την αποφοίτησή του από το London University of the Arts, ξεκίνησε να κάνει ταινίες. Εχει γυρίσει τρεις ταινίες μικρού μήκους, ενώ το έργο του ασχολείται με τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το ντοκιμαντέρ από τη μυθοπλασία.
Δείτε παρακάτω το τρέιλερ του «Στο Λύκο», βρείτε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site της ταινίας και διαβάστε περισσότερα για το 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου εδώ.