Άποψη

Το αγαπημένο μου του Στίβεν Κινγκ

of 10

Οι συντάκτες του Flix διαλέγουν την αγαπημένη τους ταινία βασισμένη σε βιβλίο του Στίβεν Κινγκ.

Το αγαπημένο μου του Στίβεν Κινγκ

Ανάμεσα στις αμέτρητες κινηματογραφικές μεταφορές βιβλίων του Στιβεν Κινγκ, υπάρχουν κάποιες που ξεχωρίζουν. Οχι μόνο για την επιτυχία τους ή την πετυχημένη απόδοση της λογοτεχνικής τους πηγής, αλλά και για τις αδυναμίες τους, για το πόσο απομακρύνθηκαν από το πρωτότυπο υλικό τους, για την απόδοση του πνεύματος του συγγραφέα περισσότερο από το ίδιο του το χειρόγραφο.

Δείτε ακόμη: «KING»: Ο τρόμος του Στίβεν Κινγκ τώρα και σε έργα τέχνης

Christine 607

Κριστίν του Τζον Κάρπεντερ, 1983 (βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο)

Rock and roll is here to stay. Τουλάχιστον όσο θα υπάρχουν οι εμμονές του Στίβεν Κινγκ, ο μερακλής Τζον Κάρπεντερ και ο υλισμός: δηλαδή, για πάντα. Το 1983, ο Τζον Κάρπεντερ αποφάσισε να μεταφέρει στην οθόνη το «Κριστίν» του Στίβεν Κινγκ, ένα χρόνο μετά το «The Thing» και την ίδια χρονιά που είδε δύο ακόμα κινηματογραφικές διασκευές του Κινγκ, τα «Dead Zone» και «Κούτζο». Η ταινία δεν ενθουσίασε τους κριτικούς, δεν πήγε πολύ καλά στα ταμεία και μόνο, καθώς περνούσαν τα χρόνια και τα φώτα τής Κριστίν έλαμπαν σταθερά στο σκοτάδι, το φιλμ απέκτησε φανατικούς οπαδούς. Αυτό, ακριβώς, που θα εύχονταν τόσο ο Στίβεν Κινγκ, όσο κι ο Τζον Κάρπεντερ, αν κανείς τους είχε ρωτήσει.

Ο Αρνι Κάνιγχαμ, αδέξιος, nerdy έφηβος στην Καλιφόρνια του '78, αγοράζει μια ταλαιπωρημένη αλλά συναρπαστικής προοπτικής Plymouth Fury του '58, την Κριστίν κι αφοσιώνεται στο να την επισκευάσει. Καθώς η Κριστίν αρχίζει να μεταμορφώνεται και να ξαναβρίσκει την παλιά της λάμψη, ο ίδιος ο Αρνι αλλάζει επίσης, ομορφαίνει εξωτερικά και γίνεται ολοένα και πιο αλαζόνας. Καθώς η σχέση μεταξύ του αμαξιού και του ιδιοκτήτη στενεύει, η Κριστίν αποφασίζει να εκδικηθεί τούς διώκτες του Αρνι. Για αρχή.

Η διακριτική σεναριακή απόφαση του Τζον Κάρπεντερ είναι που χαρίζει στο «Κριστίν» το μεγαλύτερό του ενδιαφέρον: το αυτοκίνητο δεν είναι, πια, «στοιχειωμένο» από ένα πνεύμα του Κακού, ή μια εξωγενή δύναμη. Είναι αυθύπαρκτο, είναι το ίδιο το Κακό, φτιαγμένο με αίμα, με τη δική του, υπό συζήτηση, ηθική. Η Κριστίν παίρνει τις αποφάσεις σ' αυτό το παιχνίδι εκδίκησης κι εκείνη κοιτά με αγωνία, σχεδόν χειροκροτά, ο θεατής, όταν τιμωρεί όλους τους νεαρούς τραμπούκους της σχολικής ιστορίας. Ακόμα κι όταν παρασύρει τον, γεμάτο θαυμασμό και λατρεία, Αρνι σε μια κάθοδο προς το παντοτινό σκοτάδι.

Είναι αυτό το σκοτάδι, το τόσο λαμπερό τη νύχτα, που διαπερνά την ψυχή της ταινίας. Ενα σκοτάδι-τιμωρός, γυαλιστερό κι επικίνδυνο, ακόμα περισσότερο όταν τα σύνθια του Κάρπεντερ συγκρούονται με τα πιο... κλασικά ακούσματα του αυτοκινήτου. Πατώντας στις μεγάλες αγάπες και του Στίβεν Κινγκ και του Τζον Κάρπεντερ, στη νεανική αθωότητα της Αμερικής του '50, στον τρόπο με τον οποίο αυτή βρωμίζεται προοδευτικά, στη μάχη του ανθρώπου με έμψυχα αντικείμενα και αφανείς συνειδήσεις, το «Κριστίν» καταφέρνει να συνδέσει, σε λιγότερο από δυο ώρες, τον κινηματογραφικό αισθησιασμό, τον ιδεολογικό νιχιλισμό κι ένα μάτσο υπέροχες σκηνές δράσης. Την ίδια ώρα που η λαμαρίνα της τσακίζεται, η «Κριστίν» ενσαρκώνει την Αμερική του αλόγιστου καταναλωτισμού που αυτοκαταστρέφεται. Αν θέλουμε να το δούμε. Αν δεν πολυθέλουμε, θα παραμείνει ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό, σέξι b-movie τρόμου, σκληρό και bad to the bone.
Λήδα Γαλανού

Misery 607

Misery του Ρομπ Ράινερ, 1990 (από το ομότιτλο βιβλίο)

Αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς ο Ρόμπ Ράινερ δεν είναι ακριβώς ο σκηνοθέτης που θα περίμενες να παραδώσει δυο από τις καλύτερες μεταφορές ιστοριών του Στίβεν Κινγκ στην οθόνη. Oμως το έκανε εξαιρετικά στο «Στάσου Πλάι μου», (με ένα υλικό που θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεται πιο κοντά στο σινεμά του) και το επανέλαβε εξίσου καλά στο «Misery», ένα θρίλερ που μοιάζει να βγήκε κατ’ ευθείαν από τις πιο μύχιες φοβίες του συγγραφέα του.

Ο Τζειμς Κάαν είναι ένας συγγραφέας που έχει γνωρίσει την επιτυχία με μια σειρά από τρικυμιώδη ρομάντζα με ηρωίδα την Μίζερι , αποφασίζει να την σκοτώσει στο τελευταίο βιβλίο του και να γράψει επιτέλους ένα «αληθινό» μυθιστόρημα. Μόνο που όταν το ολοκληρώσει απομονωμένος σε ένα σχεδόν θαμμένο στο χιόνι, ερημικό μοτέλ, ξεκινώντας για την επιστροφή σε μια καινούρια καριέρα, ένα ατύχημα θα τον βρει ως εκ θαύματος ζωντανό, στο πουθενά στο σπίτι μιας μοναχικής γυναίκας που δηλώνει «η νούμερο ένα θαυμάστρια του». Και η οποία δυστυχώς, δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη με την μοίρα της Μίζερι και δεν έχει σκοπό να τον αφήσει να φύγει αν δεν την ξαναφέρει από τους λογοτεχνικούς νεκρούς πίσω στην ζωή των βιβλίων της.

Ο Ραίνερ παίρνει μια ομολογουμένως εξαιρετική ιστορία του Κινγκ και την μεταμορφώνει σε ένα αληθινά κλειστοφοβικό θρίλερ που μεταμορφώνει τους εσωτερικούς φόβους κάθε ανθρώπου που έχει βρεθεί αντιμέτωπος με ένα απειλητικό deadline, ή με τα ίδια του τα θέλω απέναντι στα πρέπει, σε μια κατασκότεινη ιστορία ψυχολογικού τρόμου και απρόσμενης βίας. Και δίνει στην Κάθι Μπέιτς τον καλύτερο ρόλο της καριέρας της, δίνοντάς της την ευκαιρία να γίνει αληθινά τρομακτική ακόμη κι όταν δεν κρατάει τσεκούρι.Γιώργος Κρασσακόπουλος

Carrie 607

Carrie του Μπράιαν Ντε Πάλμα, 1976 (από το ομότιτλο βιβλίο)

To «Carrie» αποτελεί το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε ποτέ ο Στίβεν Κινγκ ενώ η ταινία «Carrie» αποτελεί την πρώτη φορά που ο Μπράιαν Ντε Πάλμα έκανε ουσιαστική επιτυχία, συνδυάζοντας όλα τα αφηγηματικά του τρικ (την χωρισμένη οθόνη, τις περιστροφικές λήψεις, την αργή κίνηση, τον μόνιμα υπόκωφο αισθησιασμό – πάντα υπό τις ηδονιστικές νότες του Πίνο Ντονάτζο) με τα δομικά συστατικά της δημιουργίας του Κινγκ, εκείνης που έφερνε μόνιμα ήρωες παρεξηγημένους, έως και ενοχλητικούς, στο επίκεντρο υπερφυσικών δυνάμεων, ανεξέλεγκτων ορμών και, κυρίως, μιας κοινωνίας χωρίς διάθεση υποστήριξης ή έστω κατανόησης.

Είναι μια χρονική σύμπτωση που δίνει στο τελικό αποτέλεσμα μία εξαιρετικά εμφανή αίσθηση δημιουργικής ελευθερίας όμως αυτό που κάνει την «Carrie» πραγματικά να ξεχωρίζει είναι η σαρκαστική της διάθεση, η συνειδητή ροπή προς την υπερβολή (η ερμηνεία της Πάιπερ Λόρι φλερτάρει ελεύθερα με το camp) και η απόλυτη αίσθηση ελέγχου του αρχικού υλικού που επιδεικνύει ο Ντε Πάλμα, τιθασεύοντας με τον σεναριογράφο του, Λόρενς Ντ. Κοέν, τόσο τις θεματικές του βιβλίου όσο και την άναρχη δομή του, η οποία ενσωματώνει στην παραδοσιακή αφήγηση αποσπάσματα από μαρτυρίες, εφημερίδες και αστυνομικά δελτία.

Και στο επίκεντρο όλων, η Σίσι Σπέισεκ είναι η πολύτιμη Λολίτα και η Μάγισσα από την κόλαση μαζί, μια ιδανική ηρωίδα του τρομακτικού κόσμου του Στίβεν Κινγκ και η προσωποποίηση του συνόλου της αισθητικής του Ντε Πάλμα, εξίσου παρανοϊκή με το «Phantom of the Paradise» που προηγήθηκε, το ίδιο μυστηριώδης με το «Obsession» που ακολούθησε αμέσως μετά, απόλυτα εκφρασμένη μέσα από μια καλειδοσκοπική ματιά βουτηγμένη στο αίμα.
Δημήτρης Δημητρακόπουλος

The Mist

Η Ομίχλη του Φρανκ Ντάραμποντ, 2007 (από το ομότιτλο βιβλίο)

Ας υποθέσουμε πως η καριέρα του Φρανκ Ντάραμποντ έχει όχι ένα αποκορύφωμα, αλλά δύο. Δύο διακριτά πράγματα με τα οποία άφησε το στίγμα του στην ποπ κουλτούρα. Το ένα είναι οι δημοφιλείς διασκευές Στίβεν Κινγκ που έκανε για το σινεμά, το καλό «Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» που έχει αποκτήσει ένα στάτους διαχρονικού classic στις λίστες του imdb, και το «Πράσινο Μίλι», που συγγνώμη, όχι. Το άλλο είναι φυσικά η δημιουργία του νιχιλιστικού τηλε-μπλοκμπάστερ «The Walking Dead», το οποίο φαντάζεται έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο δίχως γιατί και δίχως ελπίδα, παρά μόνο επιβίωση από τη μια στιγμή στην άλλη, διερωτώμενο τι είναι αυτό που μας κρατά ανθρώπους όταν αναγκαζόμαστε να θυσιάσουμε τα πάντα.

Είναι αληθινά περίεργο λοιπόν που η «Ομίχλη» του 2007 δεν είναι έργο περισσότερο αναγνωρισμένο, καθώς είναι ο ακριβές σημείο όπου οι δύο κόσμοι του Φρανκ Ντάραμποντ ενώνονται σε έναν. Μια ομάδα ανθρώπων παγιδεύεται σε έναν κλειστό χώρο από μια μυστηριώδη ομίχλη μες στην οποία βρίσκονται τρομακτικά, θανατηφόρα πλάσματα. Ο εχθρός βέβαια, όπως και στο «Walking Dead», καταλήγει να μην είναι τόσο τα πλάσματα, όσο οι άνθρωποι παραδομένοι στα χειρότερα ένστικτά τους. Η ταινία είναι γυρισμένη με ένα στυλ ψευδο-ντοκιμαντερίστικο, έχοντας δανειστεί το camera crew της σπουδαίας σειράς «The Shield» γι’αυτόν ακριβώς το λόγο, μακριά από την πλαστική καθαρότητα των προηγούμενων Κινγκ διασκευών του Ντάραμποντ. Ο οποίος άλλαξε μάλιστα το φινάλε του βιβλίου παραδίδοντας ένα κατάμαυρο τέλος-κλωτσιά, το ακριβές σημείο αποπνικτικής απόγνωσης όπου -θεωρώ- ο Ντάραμποντ του Κινγκ έδωσε τη θέση του στον Ντάραμποντ του «The Walking Dead». Θοδωρής Δημητρόπουλος

Stand By Me 607

Stand by Me του Ρομπ Ράινερ (βασισμένο στο «The Body»)

«Ημουν στα 12 προς 13 την πρώτη φορά που είδα ένα ανθρώπινο πτώμα. Συνέβη το καλοκαίρι του 1959 - αρκετό καιρό πίσω, αλλά μόνο αν μετράς τη ζωή με τα χρόνια. Ζούσα σε μια μικρή πόλη του Ορεγκον που ονομάζεται Καστλ Ροκ. Είχε πληθυσμό μόνο 1281 ανθρώπους. Αλλά για μένα, ήταν όλος ο κόσμος.»

Ο ενήλικος συγγραφέας Γκόρντι ΛαΤσανς θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην πόλη Καστλ Ροκ του Ορεγκον κι ονειρεύεται τους φίλους του, τον Κρις, τον Τέντι και τον Βερν, τους καλύτερους που ειχε ποτέ, και μια ολόκληρη γενιά (κι οι επόμενες που ακολούθησαν) σημαδευεται ανεξίτηλα το 1986 από το «Στάσου Πλάι Μου», την καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά έργου του Στίβεν Κινγκ στη μεγάλη οθόνη (συγνώμη, Στάνλεϊ Κιούμπρικ) η οποία βασίστηκε στο διήγημα «The Body» από το «Different Seasons» του 1982 και η οποία έχει επανειλημένα και δημόσια χαρακτηριστεί από τον ίδιο τον Κινγκ μια από τις καλύτερες ταινίες που έχουν βασιστεί σε έργο του.

Αυτή η τελευταία μεγάλη περιπέτεια της παιδικής ηλικίας λίγο πριν το μεγάλο τρόμο της ωριμότητας, όπως διαθλάται μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της μνήμης, βλέπεται και ξαναβλέπεται όχι μόνο για το υπέροχο τραγούδι του Μπεν Ε. Κινγκ που ταυτίστηκε έκτοτε με την ταινία, ούτε για την τρυφερότητα και την αθωότητα με την οποία ο Ρομπ Ραίνερ προσέγγισε το θέμα του, ούτε για ένα από τα καλύτερα παιδικά καστ που είδαμε στον κινηματογράφο (με τον αδικοχαμένο Ρίβερ Φοίνιξ σε μια τραγική προοικονομία), αλλά κυρίως γιατί κατάφερε να μιλήσει στην καρδιά όλων των θεατών και καθενός ξεχωριστά για τη δική τους παιδική ηλικία και το καταδικασμένο τέλος της, για μια εποχή συντροφικότητας και φιλίας που περνά ανεπιστρεπτί και για ένα αίσθημα πως υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί έξω, έτοιμος να τον ανακαλύψεις και να σε ανακαλύψει, αρκεί να έχεις πλάι σου τους φίλους σου, φίλους που όμοιούς τους δε θα ξανακάνεις ποτέ όσο ζεις.

Και τότε είναι που τα δάκρυα βγαίνουν λυτρωτικά κι αβίαστα, μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους και συνειδητοποιήσεις ότι πρέπει να συνεχίσεις τη ζωή σου, ψάχνοντας κάποιον να σταθεί πλάι σου, αλλά γνωρίζοντας κατά βάθος ότι δεν πρόκειται να είναι ποτέ το ίδιο. Τάσος Χατζηευφραιμίδης

Apt Pupil 607

Apt Pupil του Μπράιαν Σίνγκερ, 1998 (από το ομότιτλο διήγημα)

Νωρίς μετά τους «Συνήθεις Υπόπτους», ο Μπράιαν Σίνγκερ γύρισε με κάποιο τρόπο την ίδια ταινία (όπως κάνει μέχρι και σήμερα), παίζοντας πάλι με τις κρυμμένες ταυτότητες, τα θαμμένα εγκλήματα, όλα όσα κρύβουμε εκ των πραγμάτων οι άνθρωποι στην «ντουλάπα» (ή στο υπόγειο), σε μια δική του πρώτη μεγάλη αναφορά στη σεξουαλικότητά του που λίγο μετά θα έπαιρνε τη μορφή ενός outing από αυτά που όρισαν τις έννοιες της «ανοχής» και της «διαφορετικότητας» στο σύγχρονο Χόλιγουντ.

Ο υπότιτλος στο διήγημα του Στίβεν Κινγκ που περιλαμβανόταν στη συλλογή Different Seasons που κυκλοφόρησε το 1982, έγραφε «Το Καλοκαίρι της Διαφθοράς», όπου η «διαφθορά» αναφερόταν στο πως ένα παιδί θα έφτανε στο σπίτι ενός υποτιθέμενου φυγόδικου Ναζί για να ζήσει σαν από την αρχή όλη τη θηριωδία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μαζί μια σχέση τόσο δυνατή που θα θόλωνε με βιαίο τρόπο τα νερά ανάμεσα στο καλό και το κακό, την εκδίκηση και την τιμωρία, την εξιλέωση και τη συγχώρεση.

Στην ταινία του Σίνγκερ, οι ισορροπίες αυτές δεν επιβίωσαν κάθε ανατάραξης ενός υλικού πιο δυνατού από την εγγενή δυσκολία του σινεμά να είναι politically correct ακόμη και με τα πιο ριψοκίνδυνα θέματα, με αποτέλεσμα η ταινία να χάσει σε ταύτιση του θεατή αλλά και σε πόντους ανατριχίλας που θυσιάστηκε μπροστά στο δράμα. Αλλά η εκρηκτική παρουσία του αδικοχαμένου Μπραντ Ρένφρο δίπλα στο ιερό... τέρας του Ιαν ΜακΚέλεν υπήρξε μια μοναδική στιγμή ενηλικίωσης του αμερικανικού σινεμά των τελών των 90s. Και μαζί μια επιβεβαίωση πως οι κάθε λογής δαίμονες της βιβλιογραφίας του Στίβεν Κινγκ δεν πιάνουν μία μπροστά στον τρόμο που προκαλούν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Μανώλης Κρανάκης

the shining 607

Η Λάμψη του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, 1980 (βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο)

Τι μπορεί να γράψει κάποιος για την «Λάμψη» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το οποίο δεν έχει ειπωθεί ξανά στο παρελθόν; Οποιον και να ρωτήσεις, το πρώτο πράγμα που θα σου πει είναι ότι πρόκειται για ένα μοναδικό αριστούργημα, μια ταινία που επηρέασε όχι μόνο το είδος του τρόμου, αλλά και την ίδια την τέχνη του κινηματογράφου αφήνοντας αναλλοίωτο μέχρι και σήμερα, 37 χρόνια μετά την πρώτη της κυκλοφορία στις αίθουσες, το διαχρονικό της σημάδι.

Η «Λάμψη» είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ (κυκλοφόρησε το 1977, τρίτο δημοσιευμένο μυθιστόρημα του οποίου η επιτυχία ήταν εκείνη που εδραίωσε το ονομά του συγγραφέα του ως ένα από τα σπουδαιότερα στον τρόμο), κι όμως παρόλα αυτά, η ταινία του Κιούμπρικ είναι ίσως και η μοναδική κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου του Κινγκ η οποία αποκλίνει τόσο πολύ από την πηγή του.

Οταν ο Κινγκ έγραψε την «Λάμψη», προσπαθούσε να ξεπεράσει τον αλκοολισμό του. Η εμπειρία του μεταφέρθηκε στους χαρακτήρες και στην ιστορία του βιβλίου του, χρωματίζοντας την ιστορία με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Για τον Κινγκ όμως όλο αυτό δεν φαίνεται να αποτυπώθηκε με μεγάλη επιτυχία στην μεγάλη οθόνη. Ο συγγραφέας είχε ενστάσεις για την επιλογή του Τζακ Νικολσον στον ρόλο του Τζακ Τόρανς αλλά και για την απεικόνιση της συζύγου του, Γουέντι (ερμηνευμένη από την Σέλεϊ Ντιβάλ) ως «μισογυνιστική», αλλά και για την επιλογή του Κιούμπρικ να αγνοήσει συστηματικά τα πιο σοβαρά θέματα του διηγήματός του, όπως την καταστροφή μιας οικογένειας αλλά και τους κινδύνους που προέρχονται από τον αλκοολισμό.

Ακόμη κι αν παραδεχτούμε πως κάτι τέτοιο πραγματικά συνέβη, ο Κιούμπρικ είναι ίσως ο μοναδικός σκηνοθέτης που μέσα από το δικό του στιλ, τις εικόνες του, αλλά και τον τρόπο κινηματογράφησής του κατάφερε και ανέδειξε το τρίπτυχο χαρακτηριστικό των περισσότερων διηγημάτων του Κινγκ (συγκρούσεις, προφητικές αναφορές και αγωνία) όσο καμιά άλλη ταινία, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα απαράμιλλο κινηματογραφικό σύμπαν τόσο τρομαχτικό, όπου η κάθοδος στην τρέλα μοιάζει με ένα ταξίδι πάνω σε ένα παιδικό ποδήλατο στους κλειστοφοβικούς διαδρόμους κάποιου ξενοδοχείου. Χρήστος Μπακατσέλος

The Dead Zone 607

Η Νεκρή Ζώνη (The Dead Zone, 1983) του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ

Είναι σχεδόν ειρωνικό ότι μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές διασκευές που έγιναν ποτέ σε έργο του Στίβεν Κινγκ αποτελεί ταυτόχρονα για κάποιους τη λιγότερο προσωπική και πιο συμβατική δημιουργία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, τουλάχιστον ανάμεσα στις δουλειές που ο Καναδός μετρ του σωματικού τρόμου παρέδωσε μέχρι τα ’00s.

Αυτό που σίγουρα δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς είναι ότι πρόκειται για την πιο συγκινητική στιγμή της φιλμογραφίας του, καθώς ξετυλίγει την ιστορία ενός δασκάλου που ξαφνικά ξυπνά από το κώμα όπου βρισκόταν για πέντε ολόκληρα χρόνια εξαιτίας ενός ατυχήματος, για να ανακαλύψει ότι η ζωή έχει συνεχιστεί χωρίς αυτόν κι ότι έχει αποκτήσει την ικανότητα να βλέπει εικόνες από το παρελθόν και το μέλλον οποιουδήποτε αγγίζει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά συνειδητοποιεί ότι μπορεί να το αλλάξει. Το τίμημα, ωστόσο, είναι η ανεπιθύμητη δημοσιότητα και μια μη αναστρέψιμη σωματική και ψυχική εξάντληση, ορατή στο πρόσωπο και τις κινήσεις ενός εκπληκτικού Κρίστοφερ Γουόκεν, ο οποίος δίνει εδώ μια από τις καλύτερες ερμηνείες μιας ούτως ή άλλως ξεχωριστής καριέρας.

Ο,τι της λείπει σε gore και φρίκη, η «Νεκρή Ζώνη» το αναπληρώνει με μια μόνιμη αίσθηση αβάσταχτης θλίψης, με τον Κρόνενμπεργκ να αντικαθιστά τη συνήθη κλινική του ματιά με μια πένθιμη ατμόσφαιρα την οποία οι όποιες σωτήριες ή ηρωικές πράξεις του ήρωά του δεν είναι αρκετές για να απαλύνουν. Λιγότερο μια ταινία μεταφυσικού τρόμου ή μυστηρίου, η «Νεκρή Ζώνη» είναι πάνω απ’ όλα μια τραγωδία: εκείνη ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, μιας διαρκώς άπιαστης ευτυχίας κι ενός ανθρώπου που επιφορτίστηκε με ένα δυσβάσταχτο φορτίο ευθύνης που δεν ζήτησε ποτέ. Θανάσης Πατσαβός

Διαβάστε ακόμη