Συνέντευξη

Μελέτης Μοίρας: Η αγάπη για το σινεμά που έγινε λατρεία

of 10

Κυριακή πρωί πήγαμε στο δικό μας κατηχητικό: συναντήσαμε τον Μελέτη Μοίρα και συζητήσαμε για το καλτ σινεμά, το σινεμά των φανατικών πιστών, το σινεμά που αγαπιέται ως λατρεία.

Μελέτης Μοίρας: Η αγάπη για το σινεμά που έγινε λατρεία

Κι αν είναι καλτ, μην το φοβάσαι. Ναι, αλλά τι είναι «καλτ»; Τι ορίζει, τι καθορίζει το είδος; Ποια τα χαρακτηριστικά του, ποιες οι αναφορές του; Ποια η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην «καλτιά» και απλώς μία κακή ταινία; Ποιο το όριο ανάμεσα στην καλή ταινία, που λόγω ενός στοιχείου της, ενός ήρωα, μιας ατάκας έγινε καλτ;

Ο Μελέτης Μοίρας, με το 4ο ντοκιμαντέρ του, ξεκινά από τα δικά του αγαπημένα, ταινίες που εκτείνονται από το «Singapore Sling» του Νίκου Νικολαΐδη μέχρι το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, κι από το «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου μέχρι το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη και επιχειρεί να ανακαλύψει τι είναι το καλτ στο ελληνικό σινεμά. Ποιο είναι το συνδετικό νήμα που ενώνει όλους τους φανατικούς πιστούς του σε μία σχέση λατρείας με αυτές τις ταινίες;

Το Flix συνάντησε τον σκηνοθέτη σε μία πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα όπου γεννήθηκαν ακόμα περισσότερες ερωτήσεις - κι η εξής μίας: υπάρχει λόγος να ορίσουμε το καλτ; Ή καλύτερα να το αφήσουμε ήσυχο. Ελεύθερο, άναρχο, πανκ;

Μελέτης Μοίρας

Θέλω να αρχίσω λίγο «επιθετικά»: μετά την πρεμιέρα της ταινίας στις Νύχτες Πρεμιέρας υπήρχαν κι αρκετοί που σού την έπεσαν ότι βάζεις αυθαίρετα ταινίες στον ορισμό «καλτ». Γιατί να είναι αυτές κι όχι άλλες;

Νομίζω ότι ο τίτλος το λέει ξεκάθαρα: είναι οι καλτ ταινίες «μου». Οπότε, ποτέ δεν ισχυρίζομαι ότι αυτές είναι «οι ελληνικές καλτ ταινίες», είναι ξεκάθαρο ότι επιλέγω τις δικές μου, κάποιες που θεωρώ εγώ προσωπικά καλτ. Κι από εκεί και πέρα αρχίζει ένας, ωραίος, για μένα διάλογος με το κοινό που μπορεί να αγαπά άλλες: «γιατί δεν έβαλες Στάθη Ψάλτη», μου είπε μια παρέα, «για εμάς είναι καλτ». ΟΚ, μπορεί η ελληνική βιντεοκασέτα των 80ς να θεωρείται καλτ για κάποιους, για μένα όχι. Όμως, μετά από 3 χρόνια που ασχολούμαι με αυτό το ντοκιμαντέρ και κάνω έρευνα, συζητάω, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει θέσφαστος ορισμός του καλτ. Από το τίποτα μπορεί να γεννηθεί μία τάση, μία φλόγα - μία παρέα που θα γίνουν δύο και μετά τρεις, που θα λένε τις ατάκες από στόμα σε στόμα, μπορεί να βαπτίσει κάτι καλτ. Αλλά ξεκάθαρος όρος δεν υπάρχει.

Από την άλλη, το είδος οφείλει να έχει κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ποια είναι αυτά για σένα;

Νομίζω ότι μία από τις πρώτες ύλες ενός καλτ είναι ότι είναι συνήθως low budget - έχει γίνει χειροποίητα, φαίνονται οι ατέλειες του αλλά δεν πειράζει κι όλας, ο κόσμος το αγαπάει και για αυτό. Επίσης για μένα είναι ταινίες «εκτός κάδρου» - κάποιος ζωγράφισε έξω από τις γραμμές, είχε μια ιδέα που δεν μπορείς κανονικά να την περάσεις από ένα στουντιακό pitching. Αλλά κάποιος την τόλμησε. Κι επειδή δεν έχει να λογοδοτήσει, δεν έχει πάρει χοντρά λεφτά, τη γύρισε όπως γούσταρε. Είναι ταινίες που δεν στρογγυλεύουν τις γωνίες τους, δε θέλουν να αρέσουν στους πάντες, προχωρούν με τη δική τους ιδέα και δημιουργούν το δικό τους following.

Βέβαια μέσα στις δικές σου είναι κι ο «Μεγάλος Λεμπόφσκι» που ούτε μικρή παραγωγή είναι, ούτε χειροποίητη…

Σωστά, όπως και παλιότερα λέγαμε τον Ταραντίνο καλτ, ενώ τώρα έχει γίνει αγαπημένος από πολύ μεγαλύτερο και mainstream κοινό. Όμως κι ο «Μεγάλος Λεμπόφσκι» κουβαλά μια καλτ ταυτότητα - γέννησε τον «Dude», γενιές και γενιές -γιατί μην ξεχνάς ότι είναι σχεδόν 30 χρόνια πίσω- τον λατρεύουν, μιλούν με τις ατάκες του ή πίνουν Black Russian. Δεν υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις να ορίσεις το καλτ. Οπότε όλα καταλήγουν στο ίδιο το όνομα: cult (σ.σ. από το λατινικό «cultus» που σημαίνει «λατρεία»). Στην πίστη, στους πιστούς, σε όσους πιστεύουν δογματικά σε μια ταινία, που έχουν τις ατάκες της Ευαγγέλιο και τις αίθουσες Εκκλησία. Αν καταφέρει μία ταινία να το κάνει αυτό, είναι καλτ.

Μελέτης Μοίρας

Πάμε να το πιάσουμε λίγο από την αρχή: πώς γεννήθηκε η ιδέα αυτού του ντοκιμαντέρ. Γιατί θέλησες να κάνεις αυτό ως επόμενο πρότζεκτ;

Η ιδέα υπάρχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αλλά ήταν ασχημάτιστη στο μυαλό μου. Ήξερα ότι ήθελα να μιλήσω για αυτές τις ταινίες, αλλά δεν ήξερα πώς να τις πιάσω, δεν είχα τη φόρμα, το αφήγημα. Όλα ξεκίνησαν από το «Τσίου» - που αν θυμάσαι πριν από λίγα χρόνια ανέβηκε σε παράσταση. Μου φάνηκε καταπληκτικό πώς ένας παραγωγός, μετά από 15-20 χρόνια, ήθελε να επενδύσει σε μία τέτοια ταινία και να τη διασκευάσει θεατρικά. Είχα πάρει λοιπόν τον Μάκη Παπαδημητράτο και του είχα πει ότι θέλω να γυρίσω ντοκιμαντέρ το όλο εγχείρημα. Συμφωνεί, ξεκινάμε, αλλά ξαφνικά στην μέση οι παραγωγοί το μεταθέτουν ένα χρόνο μετά. Εγώ όμως είχα πάρει φόρα και δε γινόταν να κάνω πίσω. Έλεγα μέσα μου ότι θέλω να γίνει κάτι να ρίξει παραπάνω φως στην αγάπη για αυτή την καλτ ταινία. Οπότε εκεί μου έσκασαν κι οι άλλες και σκέφτηκα να μεγαλώσω τη θεματική μου και να κάνω κάτι ευρύτερο για τις αγαπημένες μου ελληνικές καλτ. Κι αν βγει, βγήκε. Άλλωστε μόνος μου τα κάνω όλα (γελάει).

Πώς επέλεξες τα πρόσωπα, πώς έφτιαξες τη ραχοκοκκαλιά της ταινίας;

Η ταινία έχει δύο άξονες. Από την μία, καταθέτω εγώ υποκειμενικά τις δικές μου καλτ ταινίες για να υπάρχει μια συζήτηση - να συμφωνήσει κανείς ή να διαφωνήσει με αυτές, αλλά να υπάρχει μία βάση συζήτησης. Κι από την άλλη, οι θεωρητικοί (σκηνοθέτες, κριτικοί κινηματογράφου) πάνε πιο βαθιά στον όρο, εξηγούν πιο αναλυτικά τις πτυχές του. Αν το προσέξεις έχει και ως επεξεργασία εντελώς άλλη χρωματική παλέτα. Μετά έρχονται εμβόλιμα ο Ξυδάκης με τον Μανιάτη σε έναν ασπρόμαυρο σχολιασμό που πιάνει πιο φιλοσοφικά, πολιτικά, κοινωνικά τα πράγματα, και το εύρημα με τον ιερέα Τσιοτσιόπουλο που μπαίνει εμβόλιμα καθώς μιλάμε για αίρεση, για λατρεία.

Ανάμεσα σε όλους ήταν συγκινητικό να ζωντανεύει η παρακαταθήκη του Νίκου Τριανταφυλλίδη, του εμπνευστή του Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου. Η Μαρίνα Δανέζη θυμίζει πόσο ενοχλούσαν οι επιλογές τους στο πρόγραμμα, πώς είχαν κι εκείνοι τότε βρει τον μπελά τους με πολύ άσχημες κριτικές - ότι δείχνουν «το παχύ έντερο του ελληνικού κινηματογράφου»…

…αλλά και με τι λατρεία ερχόταν το κοινό σε sold out προβολές. Πώς είχε κλείσει ο κόσμος μια βραδιά τη Λιοσίων για να δει από κοντά τον Γκουσγκούνη. Κι ο Νίκος είχε δεχθεί πράγματι μεγάλη επίθεση, ενοχλούσε. Όμως ήταν πανκ ο Νίκος, δεν μάσαγε. Θεωρώ ότι ιδιαίτερα την εποχή που το ξεκίνησε ήταν κάτι εντελώς πρωτοποριακό. Ήθελα πάρα πολύ να είναι ο Νίκος στο ντοκιμαντέρ, το έκανα με πολύ αγάπη για τον ίδιο και την μνήμη του.

Μελέτης Μοίρας

Θεωρείς όμως ότι υπάρχει ένα όριο; Ποια η διαφορά της «κακής» ταινίας, από την «καλτ» ταινία;

Υπάρχει, ναι. Αλλά, σίγουρα, δεν είμαι εγώ αυτός που θα το οριοθετήσει. Μπορεί να το κρίνετε εσείς οι κριτικοί - τα πολλά υποκειμενικά δημιουργούν μέσα στα χρόνια ένα μεγάλο αντικειμενικό. Όμως αυτό είναι πέρα από την ταινία. Για αυτό στον τίτλο έχει τη λέξη λατρεία - όταν ο κόσμος λατρεύει κάτι, μπορεί να είναι και κακό για την υγεία του, αλλά δεν τον νοιάζει. Το λέει και η Μαρίνα «ποιοι είμαστε εμείς για να το κρίνουμε;». Κι αυτό ασπάζομαι κι εγώ. Αν κάτι μού αρέσει στην ταινία, και το διαπίστωσα μετά τις προβολές στις Νύχτες Πρεμιέρας, είναι ότι δεν έχει απαντήσεις. Περισσότερο φουντώνει τις ερωτήσεις. Και μετά φεύγουν οι παρέες και συζητάνε, θυμούνται κι άλλες ταινίες, τσακώνονται γιατί αυτό κι όχι το άλλο. Έχει πλάκα όλο αυτό.

Να υποθέσω ότι με αυτή τη λογική, το όριο δεν υπάρχει ούτε από την άλλη πλευρά: πώς διαφέρει η καλή ταινία από την καλτ; Ο Λεμπόφσκι για μένα είναι ταινιάρα, ο Βούλγαρης είναι από τους μεγαλύτερους Έλληνες σκηνοθέτες. Πώς να χωρέσουν στον όρο «καλτ»;

Ναι φυσικά, κι εκεί δημιουργείται μπέρδεμα. Το λέει κι ο Μάκης ξεκάθαρα ότι «δεν θέλει να θεωρείται το Τσίου καλτ, αν καλτ είναι ο Γκουσγκούνης». Νομίζω ότι εκεί έχασα τον Βούλγαρη. Για αυτό δεν μου μίλησε στην ταινία. Νομίζω ότι τον μπέρδεψα και φταίω εγώ. Ηθελα πάρα πολύ, ήταν από τους πρώτους που πήρα, αλλά νομίζω ότι τον μπέρδεψα. Γιατί φυσικά δεν μπορεί το «Όλα Είναι Δρόμος» να είναι «καλτ», αλλά ποιος αμφισβητεί ότι το «Ηλία ρίχτο!» κι όλο το κομμάτι του Βιετνάμ είναι καλτ φαινόμενο;

Πώς σου ήρθε η ιδέα να ντύσεις παπά τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο;

Ο Αντώνης είναι πολύ καλός φίλος και συμμετέχει ενεργά (είτε φαίνεται, είτε όχι) σε όλες μου τις ταινίες. Από το «Never Again» που πρωταγωνιστεί και το «Diamonds» που έχει ένα μικρό σκετσάκι, μέχρι την απαγγελία στο «Βαβέλ» είναι πάντα δίπλα μου. Του είπα λοιπόν ότι ετοιμάζω αυτό το ντοκιμαντέρ και του έχω γράψει έναν πολύ ταιριαστό για εκείνον ρόλο: να παίξει τον παπά. Η ιδέα είναι ότι όλο αυτό είναι μια αίρεση που ένας παπάς το παρακολουθεί και το σχολιάζει και σταυροκοπιέται. Του πρότεινα λοιπόν να το κάνουμε χαλαρά, στο αγαπημένο μας μέρος τη Σίφνο, στις διακοπές μας. Και πράγματι έτσι έγινε. Κάτσαμε και είδαμε το αρχικό cut (που ήταν 145 λεπτά), σημειώσαμε ποια σημεία είχε πλάκα να παρέμβει και κάναμε γυρίσματα σ’ ένα ξωκκλήσι.

Φαντάζομαι να έμπαινε κανένας καντηλανάφτης ή καμιά γιαγιά και να έβλεπαν τον Τσιοτσιόπουλο μπροστά τους, παπά…

(Γελάει)… και φαντάζομαι τον Αντώνη να μην βγαίνει ούτε στιγμή από το ρόλο. Και το χέρι του θα τους έδινε να το φιλήσουν.

Μελέτης Μοίρας

Να σε πάω ακόμα πιο πίσω, γιατί σε ξέρω κι εγώ πολλά χρόνια, κι όχι με την κινηματογραφική σου ιδιότητα. Η μεγάλη σου αγάπη ήταν η μουσική, πώς προέκυψε το σινεμά;

Ναι, η μουσική ήταν στο αίμα μου από πάρα πολύ μικρός - από 15 χρονών ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική. Το σινεμά το αγαπούσα πάντα, αλλά κάπως πιο απομακρυσμένα, παράλληλα. Σπούδασα σε Σχολή Κινηματογράφου αλλά ηχοληψία - κάπως σαν να έλεγα ότι εγώ ανήκω στο κομμάτι αυτό, όχι στην εικόνα. Και ξαφνικά στα 45 μου χρόνια, ξύπνησα ένα πρωί και είπα ότι θέλω να κάνω ταινίες. Ξεκίνησα να κάνω σεμινάρια με τον Γιάννη Οικονομίδη αλλά και με την Ελένη Σκότη (γιατί θεωρώ ότι πρέπει να μελετήσεις κι αυτά τα εργαλεία για να είσαι έτοιμος) και βούτηξα στις πρώτες μικρού μήκους. Δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος αλλά ένιωθα πολύ μεγάλη ανάγκη. Κι αγάπη. Το καλό με το είδος του ντοκιμαντέρ είναι ότι σου επιτρέπει με έναν μικρό εξοπλισμό να το παλέψεις μόνος σου - όπως και το έκανα. Και το κοινό, αν καταλάβει την αγάπη που έχεις στην ιδέα σου, συγχωρεί τις ατέλειες.

Όλη η παραγωγή, η χρηματοδότηση - όλα μόνος σου;

Ναι, εντελώς ανεξάρτητος (γελάει). Κοίτα, όταν εγώ πιστέψω σε ένα θέμα και θέλω να προχωρήσω, δεν με σταματά τίποτα. Ξυπνάω από τις 5 το πρωί και δουλεύω. Επενδύω και το χρόνο μου και την ενέργεια μου, ψυχικά και σωματικά να βγάλω την ταινία μου. Αν περίμενα το ΕΚΚ να με χρηματοδοτήσει, δε θα είχα κάνει ούτε μία ταινία. Ενώ μόνος μου, με τις δυνάμεις μου, μέσα σε 8 χρόνια έχω κάνει 4 μεγάλου μήκους και 3 μικρού.

Στην «Λατρεία» έχεις επενδύσει πολύ και στο σάουντρακ.

Πολύ. Με τον Πανού Μανουηλίδη έχουμε κάνει πάρα πολύ μεγάλη δουλειά - με πολύ αγωνία και με πολλή αγάπη. Ειδικά το κομμάτι «Σινεμά» με τη Θεοδοσία Τσάτσου, το φτιάξαμε με πολύ πόνο κι αγάπη για όλα τα σινεμά που κλείνουν - γιατί ο κόσμος πατάει καρδούλες στα κινήματα στα σόσιαλ, αλλά στο τέλος της μέρας δεν πάει σινεμά. Θα ήθελα να πηγαίναμε περισσότερο σινεμά και να σχολιάζαμε λιγότερο στα σόσιαλ. Δεν γίνεται με τις καρδούλες, δεν νικάμε έτσι. Όμως όλα τα θέματα που έγραψε ο Πανού, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, ντύνουν υπέροχα την ταινία. Είμαι πολύ χαρούμενος και περήφανος για τη δουλειά που έκανα στην μουσική.

Μελέτης

Να τελειώσουμε δύσκολα, όπως ξεκινήσαμε; Ο Σύλλας Τζουμέρκας λέει κάτι πάρα πολύ σωστό. Ότι, στην Ελλάδα τουλάχιστον, ως καλτ πέρασε κι ένας μισογυνικός χαβαλές, ένα αντρικό χιουμοράκι που, ευτυχώς, αυτή την εποχή το κοιτάμε με διαφορετικό βλέμμα. Το πιστεύεις κι εσύ αυτό;

Σαφέστατα. Κι όσο πιο παλιά πηγαίνεις, τόσο περισσότερο και το καφριλίκι. Ο Σύλλας έθεσε κάτι πολύ σωστό. Ότι το καλτ στην Ελλάδα έχει οριοθετηθεί επί το πλείστον από την μάτσο αντρική κουλτούρα - αυτό τον αντρικό χαβαλέ που πάντα χωρούσε πολύ μισογυνισμό. Είναι αδιαμφισβήτητο αυτό και παρόλο που κάποιες ταινίες ακόμα τις αγαπάω, το βλέπω κι εγώ ξεκάθαρα. Για αυτό κι άφησα αυτό το σχόλιο του Σύλλα ολόκληρο, ατόφιο, σχεδόν αμοντάριστο. Γιατί με ενδιέφερε πολύ να ακουστεί το σχόλιο του: το χιούμορ της αντρικής κουλτούρας επιβραβεύτηκε στις δικές μας κοινωνίες, το χιούμορ του Πάνου Κούτρα με μεγαλύτερο δισταγμό. Και ήθελα να ανοίξει και προς αυτή την κατεύθυνση ο διάλογος, να ψάξουμε μέσα μας το γιατί.

Ξέρεις το επόμενο βήμα σου;

Ναι, θέλω να κάνω μυθοπλασία. Ένα φιλμ νουάρ. Έχω την ιδέα, αλλά δε θέλω να πω πολλά γιατί ακόμα είναι όλα ασχημάτιστα. Ξέρω ότι δε θέλω να κάνω δικό μου σενάριο, έχω στο μυαλό μου ένα βιβλίο, αλλά μέχρι εκεί. Αν δεν πάρει ένα σχήμα, αν δεν δεσμευτούμε από όλες τις πλευρές, δε θέλω να το ονειρεύομαι και να μη γίνει. Οπότε, to be continued…

Θα βρείτε το «Λατρεία - Οι Καλτ Ελληνικές Ταινίες (μου)» του Μελέτη Μοίρα στις αίθουσες από την Πέμπτη 27 Μαρτίου από το Cinobo