Βγαίνοντας από το «Σπιρτόκουτο: The Musical» - σε σκηνοθεσία του Γιάννη Νιάρρου, μουσική του Γιάννη Νιάρρου και του Αντώνη Λιβιτσάνου, στίχοι του Γιάννη Νιάρρου και λιμπρέτο των Γιάννη Οικονομίδη και Δώρη Αυγερινόπουλου - που συνεχίζεται με απανωτές sold-out παραστάσεις στη Μεγάλη Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μέχρι και το τέλος του χρόνου, δεν τραγουδάς αλλά σίγουρα μιλάς.
Μιλάς, συζητάς, αναλύεις, αναθεωρείς και επιμένεις... με τη φιλοδοξία να αποκωδικοποιήσεις μια παράσταση πάνω σε μια θρυλική πλέον ταινία, βρίσκοντας τις ευθείες γραμμές που ενώνουν το σινεμά με το θέατρο, την κωμωδία με το δράμα, την πρόζα με το μιούζικαλ, την Ελλάδα του 2002 και αυτή του 2022.
Η Ληδα Γαλανού και ο Μανώλης Κρανάκης ξεκίνησαν την κουβέντα μόλις άνοιξαν τα φώτα και τη συνεχίζουν ακόμη...
Μανώλης: Τι είδαμε;
Λήδα: Νομίζω ότι είδαμε μια παράσταση στηριγμένη όχι ακριβώς στο «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, αλλά περισσότερο στον απόηχο που έχει αφήσει η ταινία στην ελληνική ποπ κουλτούρα.
Μανώλης: Τι εννοείς;
Λήδα: Να, είναι μια παράσταση εμπνευσμένη - να πω κυρίως μια απόφαση εμπνευσμένη - που, όμως, δεν μεταφέρει ούτε το σύμπαν, ούτε την ένταση και την κλειστοφοβια, ούτε τη βία του Σπιρτόκουτου: αναπαράγει, σατιρικά, την «κληρονομιά» από ατάκες του Σπιρτόκουτου στο youtube, την επαναληπτικότητα, τα βρισίδια, τη φόρμα κυρίως, όχι τόσο την ουσία.
Μανώλης: Νομίζω έχεις δίκιο. Εξ ου και η όλη διάθεση είναι περισσότερο παρωδίας, θα έλεγε κανείς, παρά κωμωδίας. Η υπερβολή δηλαδή είναι το κύριο χαρακτηριστικό εδώ, που αν στην ταινία ξεγελούσε λόγω πρώτης επαφής με το στιλ του Γιάννη Οικονομίδη, εδώ γίνεται το σημείο αναφοράς. Καλοκουρδισμένη μεν, περιστρέφεται δε διαρκώς γύρω από την ιδέα των ντεσιμπέλ και των βρισιών. Ο πειραματισμός της έχει να κάνει με την ενίσχυση ή ακύρωση αυτής της έντασης μέσα από την ιδέα του μιούζικαλ. Σε πολλές στιγμές το καταφέρνει νομίζω, σε άλλες αφήνει την εντύπωση μιας υβριδικής μεταποίησης. Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα είναι αν φέρνει το «Σπιρτόκουτο» έστω και σαν απόηχο στο σήμερα.
Μπορούμε να μιλήσουμε πλέον για την μπαναλιτέ της βρισιάς. Δηλαδή τα μπινελίκια δίνουν το ρεσιτάλ τους, ρε μαλάκα, ρε μαλάκα, ρε μαλάκα, με μεγαλύτερη ποικιλία για παράδειγμα στο τραγούδι της κόρης Κικής, έχοντας όμως πια γίνει ένα αυτοαναφορικό μοτίβο.»
Λήδα: Η διασκευή της ταινίας είναι πιστή σε σχέση με τη γενική πλοκή, με τους ήρωες, ακόμα και με τους βασικούς μονολόγους τους (γιατί διαλόγους, έτσι κι αλλιώς, δεν τους λες). Αλλά όχι, δεν θεωρώ ότι φέρνει το Σπιρτόκουτο στο σήμερα, δεν εκσυγχρονίζει κάτι, ίσα-ίσα, μάλλον μετριάζει την οργή της ταινίας για την ελληνική οικογένεια και την ελληνική μικροαστική κοινωνία.
Μανώλης: Ωστόσο αυτό ίσως είναι η δύναμη της ταινίας και απόηχου του «Σπιρτόκουτου», ότι παραμένει το ίδιο - σε νοημα και ένταση - ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά. Οτι δεν χρειάζεται να το αλλάξεις για να το «εκσυγχρονίσεις».
Λήδα: Το ελαφραίνει όμως πολύ. Δηλαδή αυτή την πίεση της ταινίας που ανεβαίνει και σε πνίγει, τη θερμοκρασία που ξεκινά στα κόκκινα και φτάνει στο μπλαβί, ίσως την «περιγράφει» με το λιμπρέτο, όμως δεν τη μεταδίδει στον θεατή. Μπορεί να έχει να κάνει και με το σκηνικό που είναι, μεν, όμορφο πολύ (και έξυπνη η ιδέα ν' ανέβουν οι μουσικοί όλοι πάνω στο σκηνικό, επίσης για να υποστηρίζουν τους ηθοποιούς/τραγουδιστές), αλλά «ανοίγει» το πεδίο της δράσης, βλέπεις ουρανό, βλέπεις σούρουπο, βλέπεις τον «χορό», τους γειτόνους, που παίρνουν τον αέρα τους ή θυμίζουν τις Pink Ladies και τους T-Birds από το Grease, δεν ασφυκτιάς μέσα σε τέσσερις τοίχους, με καύσωνα, χωρίς a/c, ώστε να γίνουν τα νεύρα σου τσατάλια.
Μανώλης: Στην ταινία υπάρχει κάτι τραγικό μέσα στην υπερβολή όσων λέγονται. Εδώ είναι λίγες οι στιγμές που πραγματικά νιώθεις εξαντλημένος από τη «βία» όσων ακούγονται. Εχω μια εντύπωση ότι αν κάποιος δεν έχει δει την ταινία (και δεν την ξέρει κιόλας) και δει την παράσταση, θα δει σίγουρα κάτι πρωτότυπο αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τι θα φανταστεί με τη σειρά του για τις βωμολοχίες που εκτοξεύονται ακόμη και περισσότερο από την ταινία εδώ. Θα το βρει άραγε πολιτικά ανορθόδοξο;
Αν το σκεφτείς καλύτερα η όλη μουσική (υπό)στρώση του έργου είναι σαν ένα ραδιόφωνο που έχει μείνει ανοιχτό από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι το «Της αρέσει να 'μαι αλήτης/Και εγώ να’μαι μαντάμ» και συνεχίζει να παίζει, με τις ίδιες μπαταρίες, και μετά το τέλος της παράστασης.»
Λήδα: Ειδικά στην παράσταση μπορούμε να μιλήσουμε πλέον για την μπαναλιτέ της βρισιάς. Δηλαδή τα μπινελίκια δίνουν το ρεσιτάλ τους, ρε μαλάκα, ρε μαλάκα, ρε μαλάκα, με μεγαλύτερη ποικιλία για παράδειγμα στο τραγούδι της κόρης Κικής, έχοντας όμως πια γίνει ένα αυτοαναφορικό μοτίβο. Ενα στιλ που και καμία ταινία του Οικονομίδη να μην έχει δει κανείς (ή το «Στέλλα Κοιμήσου» επίσης), αναγνωρίζει σε ποιον ανήκει το βρισίδι-πολυβόλο. Κι είναι κι αυτό ένα στοιχείο που δείχνει ότι η παράσταση τιμά όχι τόσο την ταινία, όσο τους φανς της, γιατί ο ίδιος ο Οικονομίδης έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό αυτό το ύφος και το μιούζικαλ το ξαναφέρνει στο προσκήνιο.
Μανώλης: Εχω και μια εντύπωση πως παρά το «προκλητικό» των βρισιών που μετά από λίγο θυμίζουν μάλλον αριστοφανικό ή Μποστικό - μόνο όμως - τέχνασμα, η παράσταση κοιτάζει, αν και δεν θέλει, με καλό μάτι την πολιτική ορθότητα. Για μένα καλώς το κάνει. Ο μπαμπάς είναι μαλθακός (το χαστούκι στην κόρη του είναι υπογραμμισμένα.. ένα χάδι), η μαμά είναι δυναμική (ζητάει «συγγνώμη» σαν να το ζητάει για όλες τις γυναίκες που «κακοποιήθηκαν» μέσα σε ένα γάμο). H ακατέργαστη προ #metoo «ελληνίλα» του κινηματογραφικού Σπιρτοκούτου προσπαθεί κάπου να χωρέσει στη νέα εποχή. Ισως γι’ αυτό και η επιλογή είναι να διακωμωδήσει τραβώντας από τα μαλλιά τα ίδια του τα υλικά.
Λήδα: Ναι, συμφωνώ, στο βαθμό που αυτό πια είναι και λίγο χωνεμένο στη συνείδησή μας: έχει να κάνει με τη σφραγίδα της εποχής, ούτε ο Οικονομίδης αν έγραφε τώρα το «Σπιρτόκουτο» μάλλον δεν θα τολμούσε τα άκρα που άγγιξε τόσο, μόνο που ο Οικονομίδης το έχει ήδη αυτό ως κεκτημένο.
Πιο πολύ απ' όλα μου άρεσε ότι κάποιος σκέφτηκε αυτή την ιδέα, ότι έγινε αυτή η παράσταση, ότι πολιτισμικά έχουμε φτάσει στο σημείο να παίζουμε με τις δικές μας, σύγχρονες παραδόσεις, να τις υπονομεύουμε, να τις αλλάζουμε, να τις γιορτάζουμε, όσο κουλές ή παράδοξες κι αν είναι.»
Ληδα: Οκ, τι είδαμε. Τι ακούσαμε όμως;
Μανώλης: Πιστεύω πώς η μουσική του Νιάρρου και του Λιβιτσάνου είναι αυτό που κάνει αυτήν την παράσταση να διαπερνά το πρωτότυπο της υλικό, να ξεφεύγει από τον χώρο και το χρόνο που, κακά τα ψέματα, ορίζει το σινεμά που γίνεται θέατρο. Η μουσική τους είναι τελικά που χαρτογραφεί την Ελλάδα με έναν τρόπο, να το πω «αντιθετικό». Δηλαδή, να βωμολοχεί με ρυθμούς ποπ ή οπερατικούς. Να κλειδώνει φράσεις κλειδιά της ταινίας («Φτιάξτο το μπουρδέλο», «Τι θα γίνει με τη Λίντα, Βαγγέλη;») με ρυθμική αντήχηση. Να αναρωτιέται και να μην απαντά σε όλες τις ερωτήσεις που μάλλον ρώτησαν τον εαυτό τους οι δημιουργοί του εγχειρήματος, αποφασίζοντας πως μια οδός ελεύθερη από κανόνες, λογική και τραγουδιστική συνέπεια, θα εκφράσει χίλιες φορές καλύτερα την ίσως καλύτερη ατάκα όλου του έργου ότι «ο Κορυδαλλός δεν χρειάζεται πιάνο μπαρ για να τραγουδήσει». Αν το σκεφτείς καλύτερα η όλη μουσική (υπό)στρώση του έργου είναι σαν ένα ραδιόφωνο που έχει μείνει ανοιχτό από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι το «Της αρέσει να 'μαι αλήτης/Και εγώ να’μαι μαντάμ» και συνεχίζει να παίζει, με τις ίδιες μπαταρίες, και μετά το τέλος της παράστασης.
Λήδα: Αυτό πραγματικά ήταν ένα από τα πιο πετυχημένα ευρήματα της παράστασης, ήταν και πρωτότυπο δικό της και εξαιρετικά ακριβές - αυτός ο αχταρμάς από κουλτούρες που στη νεοελληνική αντίληψη είναι και μαγκιά, είναι μια εξαιρετική ιδέα και, τελικά, αυτό είναι που δίνει στο έργο το στοιχείο του «ρεαλισμού», κι όχι οι μονόλογοι ή οι σχέσεις των ηρώων.
Μανώλης: Αν σε ρωτούσα τι σου άρεσε πιο πολύ στην παράσταση
Λήδα: Θα σου πω, νομίζω ότι πιο πολύ, στ' αλήθεια, μου άρεσε ότι κάποιος σκέφτηκε αυτή την ιδέα, ότι έγινε αυτή η παράσταση, ότι πολιτισμικά έχουμε φτάσει στο σημείο να παίζουμε με τις δικές μας, σύγχρονες παραδόσεις, να τις υπονομεύουμε, να τις αλλάζουμε, να τις γιορτάζουμε, όσο κουλές ή παράδοξες κι αν είναι.
Μανώλης: (Παρένθεση, αλλά σκεφτόμουν όλη την ώρα ότι μπορεί και κάποιος να σκεφτεί να κάνει ταινία το μιούζικαλ και πώς θα ήταν!) Εμένα μου άρεσε πολύ το παιχνίδι πάνω στο μιούζικαλ, οι τραγουδιστές φράσεις που δεν οδηγούσαν πουθενά - στην αρχή ξενίζουν αλλά στη συνέχεια αποκτούν νόημα, τα ρεφρέν που δεν ήταν ίδια μεταξύ τους, οι μουσικοί σχολιασμοί ακόμη και όταν ήταν αυτοαναφορικοί, η λογική ενός «χορού» που ακόμη κι αν δεν αξιοποιήθηκε όσο έπρεπε λειτούργησε ηχητικά και οπτικά.
Λήδα: Και αυτό που σου άρεσε λιγότερο;
Μανώλης: Οτι δεν υπήρχε ένα τραγούδι «του πατέρα» και (ειδικά) ένα τραγούδι «της μητέρας», όπως, για παράδειγμα υπήρχε για το γιο και την κόρη. Επίσης ότι η μεγάλη δραματική σκηνή του έργου - ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα - ήταν μόνο πρόζα, χωρίς ούτε νότα και πως ένα μιούζικαλ, ακόμη και υβριδικό, πραγματικά, δεν μπορεί να τελειώνει χωρίς τραγούδι.
Λήδα: Για μένα ήταν αυτή η ελαφρότητα, έχει να κάνει και με το τι προσδοκάς πηγαίνοντας σ' ένα έργο αλλά εδώ έχεις την προσδοκία έτοιμη και κάπου ένιωσα ότι όλοι μαζί γελάμε με τις αναμνήσεις μας και δεν νομίζω ότι αυτός ήταν ο στόχος της παράστασης. Επίσης ότι η μουσική ήταν τόσο δυνατή σε σχέση με το τραγούδι (ίσως κι η άρθρωση κάποιων από τους ηθοποιούς όχι αρκετά καθαρή) που χρειάζονταν οι υπέρτιτλοι, που σοφά υπήρχαν, στα ελληνικά.
Αυτή, η πρώτη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη κάπου συνάντησε την έμπνευση του Γιάννη Νιάρρου κι άφησε, στον αθηναϊκό ουρανό, αν όχι μια έκρηξη, σίγουρα ένα φιγουράτο πυροτέχνημα.»
Λήδα: Πάντως μιλάμε ήδη καμιά ώρα για την παράσταση και κάτι μου λέει ότι θα συνεχίσουμε τις επόμενες μέρες. Αυτό δεν είναι και λίγο, για ένα έργο που έχει ανεβάσει το hype στην ταράτσα, που σήμερα όλοι μας έλεγαν «α, για δείτε να μας πείτε...» Ε, τι να πούμε; Οτι τουλάχιστον όποιος έχει δει το «Σπιρτόκουτο», τότε ή στην επανέκδοσή του φέτος, θα έχει να σκέφτεται και να μιλάει για μέρες. Κι ότι πέρα από τα «τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη» και τα «Κατερινάκι, τον πούλο», αυτή, η πρώτη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη κάπου συνάντησε την έμπνευση του Γιάννη Νιάρρου κι άφησε, στον αθηναϊκό ουρανό, αν όχι μια έκρηξη, σίγουρα ένα φιγουράτο πυροτέχνημα.
Σπιρτόκουτο: The Musical | 05.11.2022 - 22.01.2023 | Οι παραστάσεις στις 3, 21 και 22 Δεκεμβρίου και στις 12, 13 και 14 Ιανουαρίου θα παρουσιαστούν σε συνθήκες καθολικής προσβασιμότητας, σε συνεργασία με τον πολιτιστικό οργανισμό liminal. Θα συμπεριλαμβάνουν διερμηνεία στην ελληνική νοηματική γλώσσα και ελληνικό υπερτιτλισμό για κωφά και βαρήκοα άτομα, καθώς και ακουστική περιγραφή για άτομα με οπτική αναπηρία. Οι υπηρεσίες προσβασιμότητας παρέχονται με την υποστήριξη του δικτύου Europe Beyond Access, το οποίο πραγματοποιείται με τη συγχρηματοδότηση του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κρατήσεις θέσεων ΑμεΑ: 213 017 8036 & infotickets@onassis.org | Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο επίσημο site της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Tags: ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ