Ο Μάικ Μιλς είναι εικαστικός καλλιτέχνης, διαφημιστής και σκηνοθέτης. Είναι, επίσης, γιος και σύζυγος. Εμπορικός και περιθωριακός ταυτόχρονα. Στην καινούρια του ταινία, «Οι Πρωτάρηδες», όλα αυτά τα στοιχεία του ενώνονται σ’ ένα από τα πιο οικεία και ιδιαίτερα φιλμ των τελευταίων χρόνων. Στη συνέντευξη που έδωσε απόκλειστικά στο Flix εξηγεί ποια είναι τα συστατικά του προσωπικού κινηματογράφου που επιλέγει να κάνει.
Οι «Πρωτάρηδες» αφηγούνται την ιστορία του πατέρα σας, της οικογένειάς σας και τη δική σας – ποια στοιχεία της ταινίας, όμως, είναι μυθοπλαστικά;
Ακόμα κι ενώ κάνω το πορτρέτο του πατέρα μου κι αφηγούμαι πράγματα που συνέβησαν, ακόμα κι αυτά το σημεία, αναρωτιέμαι πόσο αληθινά είναι. Ο πατέρας μου οπωσδήποτε θα είχε μια διαφορετική ανάμνηση από αυτά, ακόμα κι εγώ ο ίδιος, στη μνήμη μου, τα σκέφτομαι με διαφορετικούς τρόπους. Προσπάθησα να σκιαγραφήσω τον πατέρα μου, αλλά ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τους άλλους ανθρώπους είναι μυθοπλαστικός, εμπεριέχει πάντα το κομάτι της δικής μας φαντασίας. Τα γεγονότα είναι όλα πραγματικά, οι γονείς μου παντρεύτηκαν το 1955, έμειναν παντρεμένοι για 44 χρόνια, η μητέρα μου πέθανε, ο πατέρας μου βγήκε απ’τη ντουλάπα και πέντε χρόνια αργότερα πέθανε από καρκίνο. Ολα αυτά είναι πολύ αληθινά. Αλλά η ταινία είναι ένα πορτρέτο κι αυτό εμπεριέχει την έννοια της δημιουργίας. Ακόμα και η ιστορία του Ολιβερ και της Ανα, αν και είναι μια ιστορία που έχω βιώσει και πολλά απ’ όσα κάνει ο Ολιβερ τα κάνω κι εγώ, δεν παύει να είναι μυθοπλασία. Στην ουσία η ταινία είναι μια ιστορία αγάπης, χρησιμοποιώ αυτούς τους ήρωες για να χαρτογραφήσω μια ιστορία αγάπης.
Πώς βρήκατε το κουράγιο και την τόλμη να κάνετε ταινία μια τόσο προσωπική ιστορία;
Νομίζω ότι ήμουν λίγο τρελλός και σίγουρα έπαιξε ρόλο η ψυχολογική μου κατάσταση: είχα χάσει και τους δύο γονείς μου κι αυτό με είχε κάνει ατρόμητο! Συνειδητοποιείς σ’ αυτές τις στιγμές ότι η ζωή είναι πολύ σύντομη. Ηθελα να γράψω κάτι που να μπορώ μόνο εγώ να γράψω. Κι αυτό ήταν η ιστορία του πατέρα μου, ήταν η πιο αλλόκοτη, παράξενη, αστεία, αληθινή ιστορία που ήξερα. Κι αυτό θέλησα ν’ αφηγηθώ. Επειτα, ο μπαμπάς μου κι εγώ είχαμε συνέχεια αυτές τις συζητήσεις, όπου με πολλή αγάπη μιλούσαμε για... την αγάπη και τις ανθρώπινες σχέσεις κι αυτές ήταν καταπληκτικές συζητήσεις, εμένα μου φαίνονταν τρομερά ενδιαφέρουσες, θεώρησα ότι τους άξιζε να γίνουν ταινία. Αλλά δεν είμαι κανένας εκπληκτικός σεξπιρικός συγγραφέας, έπρεπε να γράψω βασιζόμενος στις δικές μου εμπειρίες, δεν μπορούσα να μεταμορφωθώ στον gay πατέρα μου. Ούτε και ήθελα. Ηθελα να γράψω για τη μορφή της αγάπης στη δική μου γενιά. Οπωσδήποτε είναι αλλόκοτο, το καταλαβαίνω, αλλά μόνο έτσι μπορώ να δουλέψω – κι οι δικοί μου ήρωες, ο Λέοναρντ Κοέν, ο Φελίνι, ο Γκοντάρ, ο Τριφό, έγραφαν μόνο πολύ προσωπικές τους ιστορίες.
Μοιάζει σαν η σχέση σας με τους γονείς σας να πήρε την τελική της μορφή μέσα από την ταινία, αφού και οι δύο είχαν φύγει απ’τη ζωή. Τελικά αυτή είναι μια σχέση που δε σταματά ποτέ να εξελίσσεται;
Δεν ξέρω για τον Ολιβερ, αλλά για μένα σίγουρα ισχύει! Οσο έγραφα την ιστορία του Ολιβερ και της Ανα και περιέγραφα όλη αυτή τη διάχυτη αγάπη, ήθελα μ’ αυτόν τον τρόπο να αποφορτίσω την ιστορία των γονιών μου. Είμαι 45 χρόνων τώρα και ίσως αυτή είναι η περίοδος της ζωής σου που καταλαβαίνεις καλύτερα τους γονείς σου. Νομίζω ότι κάνοντας αυτήν την ταινία και μιλώντας για τον πατέρα μου μ’ έκανε να αισθανθώ πιο κοντά του. Η εικόνα της μητέρας μου είναι μια πολύ πιο αφηρημένη εικόνα μιας γυναίκας, η μητέρα μου ήταν ένας πολύ ιδιωτικός άνθρωπος, κι έτσι έπρεπε να σκεφτώ και να εκτιμήσω τι μπορούσα να αφηγηθώ και ν’ αποκαλύψω που δε θα την ενοχλούσε να πάρω από εκείνη και να γίνει γνωστό στον κόσμο. Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας μου από κάποια στιγμή και μετά ήθελε να μάθει όλος ο κόσμος για τη ζωή του, οπότε η δική του οπτική ήταν πολύ πιο εύκολο, αλλά με μεγάλο σεβασμό, να γίνει σενάριο.
Θα μπορούσατε να κάνετε τους «Πρωτάρηδες» αν ο πατέρας σας ζούσε ακόμα;
Με τίποτα! Ο πατέρας μου ήταν πολύ γοητευτικός και πολύ κοσμικός, ήταν σαν Πρέσβυς, λάτρευε να τραβά την προσοχή, του άρεσε πολύ να ελέγχει, να κατευθύνει, ή να ψυχαγωγεί τους ανθρώπους γύρω του. Οπότε δε θα τον προβλημάτιζε καθόλου να δει τη ζωή του στην οθόνη. Απλώς αν ζούσε όσο έκανα εγώ αυτήν την ταινία, θα ασχολούνταν με όλα, θα είχε για όλα άποψη, σαν καλοπροαίρετος δυνάστης και θα μου έκανε τη ζωή μαρτύριο!
Από την προηγούμενη ταινίας σας, το «Thumbsucker», μέχρι τους «Πρωτάρηδες», μεσολάβησαν πέντε χρόνια. Αυτό οφείλεται σε πρακτικούς λόγους ή υπήρχε κάποια άλλη προτεραιότητα;
Μου πήρε περίπου ένα χρόνο να γράψω αυτό το σενάριο και μετά κανείς δεν ήθελε να το αναλάβει και να το κάνει ταινία. Ηταν πολύ δύσκολο να βρω κάποιον να το χρηματοδοτήσει. Μετά ήρθε το 2007, το 2008 και η οικονομική κρίση και πραγματικά κανείς δεν ασχολούνταν με κάτι τόσο αντιεμπορικό. Η ταινία είχε προϋπολογισμό δύο εκατομμύρια δολλάρια, που σε σύγκριση με άλλες ταινίες είναι μικρό ποσό, από μόνο του όμως είναι αρκετά μεγάλο. Στην πραγματικότητα, σήμερα, το είδος των ταινιών που θέλω εγώ να κάνω πρέπει να γίνεται με λιγότερο από ένα εκατομμύριο. Γύρισα όλη την Αμερική αλλά και όλες τις εταιρείες της Ευρώπης και κανείς δεν ενδιαφερόταν να χρηματοδοτήσει αυτήν την ταινία. Κι ούτε τώρα, που η ταινία πηγαίνει καλά και παίρνει θετικά σχόλια, νομίζω ότι σκάει κανείς απ’ όσους την απέρριψαν, γιατί ούτως ή άλλως δε θα τους έφερνε σημαντικά έσοδα. Οπότε δεν είναι ότι καθυστέρησα από πρόθεση, απλώς άργησα να βρω τον τρόπο να κάνω την ταινία.
Εχετε δουλέψει πολύ στη διαφήμιση, ή σκηνοθετώντας video-clips. Τι θέση έχουν για σας αυτοί οι τομείς, σε σχέση με τον κινηματογράφο;
Σπούδασα σε σχολή καλών τεχνών, για πολλά χρόνια δεν είχα ιδέα για το πώς κάνεις σινεμά, ήταν για μένα τεράστια απόλαυση να κάνω διαφημιστικά ή εικονογραφίσεις, ή αφίσες, ή εξώφυλλα δίσκων, ήταν η ζωή μου και η αποστολή μου. Οσο σπούδαζα, αλλά και μετά, ήθελα συνέχεια να πειραματίζομαι με καινούρια πράγματα – ο πειραματισμός είναι απαραίτητο εφόδιο ενός καλού καλλιτέχνη. Οπότε κάθε τι καινούριο που δοκίμαζα με ενθουσίαζε, όπως το να χρησιμοποιήσω για πρώτη φορά steady-cam, κι όλα αυτά τα απίθανα πράγματα. Το να σκηνοθετώ video-clips ήταν υπέροχη εμπειρία, τα pop videos είναι μικρά αριστουργήματα πολλές φορές και ενθουσιαζόμουν όποτε μπορούσα να κάνω ένα, ειδικά για ένα συγκρότημα ή κάποιον μουσικό που μου άρεσε ν’ ακούω κι εγώ ο ίδιος. Η διαφήμιση είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο. Πολλές από τις διαφημίσεις που έκανα με ακολουθούν ακόμα καλλιτεχνικά και κάνοντάς τες έμαθα απίστευτα κόλπα και τεχνικές, μεθόδους δουλειάς πολύ εξειδικευμένες, εντελώς αντιεμπορικές και εκπληκτικά χρήσιμες. Είμαι περήφανος για πολλές διαφημίσεις που έχω κάνει στο παρελθόν γιατί είναι μια δουλειά συμπυκνωμένης δημιουργικότητας. Μόνο που αυτό έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο σπάνιο, όσο η οικονομία καταστρέφεται όλο και πιο πολύ και οι διαφημιζόμενοι δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για φαντασία. Για να είμαι ειλικρινής βέβαια, ο κόσμος της διαφήμισης πληρώνει για όλα τα άλλα. Οταν κάνω video-clips δεν πληρώνομαι, όταν κάνω τους «Πρωτάρηδες» δεν πληρώνομαι, περνάω πέντε χρόνια δωρεάν εργασίας. Ωστόσο, ακόμα και ιδεολογικά είμαι αντίθετος πια – αφού πέθανε ο πατέρας μου, είπα στον εαυτό μου, τέρμα οι διαφημίσεις, αισθάνθηκα ότι υπάρχει κάτι κακό σ’ αυτή την υπερβολική σπατάλη. Ποτέ δε θα σε αντιμετωπίσουν περισσότερο ως καλλιτέχνη απ’ όταν κάνεις μια διαφήμιση. Οταν κάνεις μεγάλου μήκους ταινία, σου συμπεριφέρονται όπως σ’ έναν επιχειρηματία. Οταν κάνεις διαφήμιση, σου συμπεριφέρονται σα σε καλλιτέχνη και βασιλιά μαζί, με τρομερή πολυτέλεια και περιποίηση. Αλλά κάποια στιγμή σκέφτηκα, τι κάνω εγώ στη ζωή μου; Βοηθάω τη Nike να βελτιώσει την εικόνα της και να μοιάζει ελκυστική; Να κερδίζει τον κόσμο με ενέργειες που υποκρίνονται ότι δεν είναι διαφημίσεις, που είναι τόσο υπέροχες ώστε ο κόσμος να νομίζει ότι δεν είναι διαφημίσεις κι ότι δεν τους πουλάνε προϊόντα; Δεν το έχω λύσει όλο αυτό μέσα μου ακόμα, αλλά κάνω διαφημίσεις πολύ πιο σπάνια.
Οι «Πρωτάρηδες» είναι, πρακτικά, μια ανεξάρτητη ταινία. Είναι «indie» και ως κινηματογραφικό είδος; Λέτε ότι αντιπαθείτε αυτόν το χαρακτηρισμό.
Οταν κάνεις μια ταινία, ελπίζεις ότι θα καταφέρεις να περάσεις απ’ αυτήν την τέλεια δίοδο, που οδηγεί από το κεφάλι σου στους ανθρώπους κι αυτό είναι που κάνει το σινεμά τόσο δυνατή και μαγική τέχνη. Θα δουν την ταινία μου κάποιοι άνθρωποι που πιθανότατα δε θα συναντούσα ποτέ και μπορεί να τους αρέσει κιόλας ή να ταυτιστούν με κάποια στοιχεία κι αυτή είναι μια συγκλονιστική πλατφόρμα επικοινωνίας και μια τρομερή τιμή επίσης. Είμαι τρομερός λαϊκιστής νομίζω, μ’ ενδιαφέρει πολύ ο μέσος άνθρωπος και σ’ αυτόν ελπίζω. Απλώς τώρα πια το Sundance και ο όρος «indie» έχουν γίνει brands, πατέντες του μάρκετινγκ κι αυτό δε βγάζει νόημα. Επίσης, όταν πεις στον κινηματογραφικό χώρο ότι είσαι «indie», τοποθετείς τον εαυτό σου σ’ ενα γκέτο, σημαίνει ότι θα έχεις περιορισμένη διανομή, ότι η ταινία σου δεν απευθύνεται στ’ αλήθεια στο κοινό κι εγώ θέλω το αντίθετο. Ναι, η ταινία μου μπορεί να έχει αυτήν την ταυτότητα λόγο ύφους κι ευαισθησίας, αλλά δε μου αρέσει αυτή η ετικέτα, όπως, τουλάχιστον, έχει εξελιχθεί. Βέβαια, ο κύριος Κασαβέτης, αυτός ο τόσο δυναμικός καλλιτέχνης, πλήρωνε μόνος του για τις ταινίες του, άρα αυτό είναι το «ανεξάρτητο» σινεμά στα καλύτερά του κι αν αυτό εννοούμε «indie», δεν έχω κανένα πρόβλημα! Ωστόσο εγώ ανήκω στη mainstream οικονομία, χρησιμοποίησα άλλωστε κι επώνυμους ηθοποιούς, πόσο «indie» μπορεί να είναι αυτό;
Πώς επιλέξατε τους πρωταγωνιστές σας, τον Κρίστοφερ Πλάμερ και τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ; Υπήρχε πρόσθετη δυσκολία επειδή θα υποδύονταν τον πατέρα σας κι εσάς;
Ποτέ δε γράφω έχοντας ένα συγκεκριμένο ηθοποιό στο μυαλό μου. Δημιουργώ ανθρώπους στη φαντασία μου. Ακόμα κι όταν έγραφα το χαρακτήρα του Ολιβερ, που βασίζεται πάνω σε μένα τον ίδιο, ουδέποτε σκέφτηκα «ο Μάικ περπατά προς το μέρος μας...». Σκεφτόμουν έναν αυτόνομο ήρωα, αφηρημένο στην αρχή, που έγινε συγκεκριμένος καθώς έγραφα. Επιπλέον, για να πούμε την αλήθεια, μετά απ’το «Thumbsucker», που δεν έκανε πολλά εισιτήρια, δε θεωρούμαι και κανένας ισχυρός σκηνοθέτης που θα προσελκύσει ονόματα. Ποτέ δεν πίστεψα ότι μπορώ να έχω τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στην ταινία μου, προσπαθώ και να μην κάνω άπιαστα όνειρα γιατί μετά απογοητεύομαι. Κατά βάση ψάχναμε για δυο ηθοποιούς που να μοιάζουν μεταξύ τους, σαν πατέρας και γιος, όχι που να μοιάζουν σε μένα και στον μπαμπά μου. Τα ονόματα του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ και του Κρίστοφερ Πλάμερ βρίσκονταν σε διάφορες λίστες που κοιτάζαμε με τους συνεργάτες μου και κάποια στιγμή είπα, εντάξει, αν μπορούμε να κλείσουμε τον Γιούαν θα είμαι ευτυχισμένος. Με αρκετό κόπο και περνώντας από διάφορους βοηθούς του, δώσαμε το σενάριο στον Γιούαν και του άρεσε πάρα πολύ – γνωριστήκαμε και κατάλαβα ότι είναι τρομερός τύπος, δεν είχα ιδέα τι άνθρωπος ήταν, δεν τον ήξερα καθόλου, είναι ένας πολύ προσγειωμένος επαγγελματίας και κάνει όλων των ειδών τις ταινίες, μικρές και μεγάλες. Εκανε την ταινία μου με το μίνιμουμ της αμοιβής του. Το ίδιο ισχύει και για τον Κρίστοφερ. Διάβασε το σενάριο, αγάπησε τον ήρωα που επρόκειτο να παίξει κι επίσης του αρέσει πάρα πολύ να δουλεύει, γενικά. Επιπλέον είχαν μια κοινή ιδιοσυγκρασία με τον πατέρα μου, εκείνος είχε γεννηθεί το 1924, ο Κρίστοφερ κάπου εκεί κοντά. Ο πατέρας μου ήταν ιστορικός τέχνης κι ο Κρίστοφερ σχεδόν είναι κι αυτός, έχει βαθειά γνώση του θεάτρου, της τέχνης και του πολιτισμού. Εννοείται ότι έχουν πολλές διαφορές, αλλά μοιράζονταν κοινά στοιχεία, μια βιωματική αίσθηση του κοσμοπολίτη, μια παρόμοια αίσθηση του χιούμορ που πηγάζει από την εποχή στην οποία μεγάλωσαν, μια παιχνιδιάρικη ασέβεια για τα πράγματα, που διακρίνει όλους όσους έχουν περάσει δυσκολίες στη ζωή τους. Και πάλι, άργησα να καταλάβω πόσο πολύ τυχερός ήμουν που είχα αυτούς τους συνεργάτες. Με τον Γιούαν γίναμε στενοί φίλοι, ήταν ο μεγαλύτερος υποστηρικτής μου, ο σύντροφός μου όσο κάναμε την ταινία, δε μιλήσαμε ποτέ για το αν υποδυόταν εμένα, ή κάτι τέτοιο, απλώς ερμήνευσε το ρόλο του. Το ίδιο και με τον Κρίστοφερ, δε χρειάστηκε ποτέ να συζητήσουμε για το ότι υποδυόταν τον πατέρα μου, ήξεραν ότι είχα μια ιστορία που ήθελα να πω στον κόσμο και με βοήθησαν ακριβώς σ’ αυτό, επικοινωνούσαν με το κοινό, όχι με μένα. Ολα έγιναν απρόσμενα απλά.
Πώς κάνατε τις αισθητικές σας επιλογές στην ταινία, πώς αποφασίσατε τις εικαστικές παρεμβάσεις, τις φωτογραφίες, το σκεπτόμενο σκύλο;
Τα μέρη της ταινίας που είναι πιο «εικαστικά», τα σχέδια, οι φωτογραφίες, είναι εκείνα που για μένα είναι τα πιο συμβατικά, τα πιο αναμενόμενα, για τη δική μου δουλειά και ιδιοσυγκρασία. Για παράδειγμα, αγαπώ πολύ την Ιστορία και ήθελα να μεταφέρω την αίσθησή της, αλλά πώς να κάνει ιστορικές αναφορές σε μια φτηνή ταινία; Πώς θα μιλήσω για το 1955; Ξέρω ότι οι φωτογραφίες, η στατικότητα, μπορεί ν’ αποκτήσει μεγάλη λυρικότητα σε μια ταινία και να μεταδώσει και χιούμορ, οπότε αποφάσισα να τις χρησιμοποιήσω. Και η ιδέα μου δεν άρεσε σε κανέναν! Ολοι μου έλεγαν, εντάξει, δοκίμασέ το και μετά μπορεί να αφαιρέσουμε αυτά τα κομμάτια και δε θα υπάρχει πρόβλημα στην αφήγηση. Οσο για την ιδέα του σκύλου... επίσης μου ήρθε εντελώς φυσικά. Περνάω πολύ χρόνο με το σκύλο μου και του μιλάω διαρκώς και συχνά δίνω και τις δικές του απαντήσεις, μιλάω και για λογαριασμό του! Η γυναίκα μου μού είπε, «εννοείται ότι έβαλες το σκεπτόμενο σκύλο στην ταινία, θα μου φαινόταν περίεργο αν δεν το έκανες!» Με το συνδυασμό των διαλόγων με το σκύλο και των σχεδίων, βλέπει κανείς διαφορετικές πτυχές του συναισθηματικού κόσμου του Ολιβερ, που δε θα έβλεπε απαραίτητα με τη δράση του σ’ ένα χώρο, ή τους διαλόγους του με τους άλλους ανθρώπους. Οπότε παρακολουθείς δυο επίπεδα ταυτόχρονα, ας πούμε είναι στο μπάνιο με τη Μελανί και ντρέπεται να προχωρήσει και βλέπεις το σκύλο να του λέει «όρμα, τόλμησέ το», κι είναι φυσικά ο τρόπος του να εμψυχώσει ο ίδιος τον εαυτό του, πράγμα που κάνω κι εγώ συνέχεια.
Στην ταινία λέτε ότι η γενιά των γονιών σας δεν είχε την πολυτέλεια να αισθάνεται λύπη. Αρα η λύπη είναι μια πολυτέλεια της νεότερης γενιάς;
Δεν είναι πολυτέλεια, είναι βασικό επακόλουθο της πολυτέλειας. Εγώ γεννήθηκα το 1966, δεν έζησα ποτέ καμιά επιστράτευση, ο πατέρας μου πήγε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στα 18. Περνάμε οικονομική κρίση, αλλά αυτή απέχει πολύ από την ανέχεια που γνώρισαν οι γονείς μου. Εμείς έχουμε πολύ περισσότερο χρόνο ν’ αναλύουμε τα συναισθήματά μας και να τα τακτοποιούμε σε διάφορα πλαίσια – η γενιά των γονιών μου δεν είχε περιθώριο για κάτι τέτοιο, δε μιλούσαν για τα συναισθήματά τους, το θεωρούσαν ντροπή, μπροστά σε όσα συνέβαιναν στην εποχή τους. Κι εκείνοι τα ίδια πράγματα ένοιωθαν, απλώς εμείς έχουμε το χώρο να τα σκεφτόμαστε, να τα κουβεντιάζουμε και να τα εξωτερικεύουμε. Πιστεύω ότι το να αναγνωρίζεις την ευτυχία ή τη λύπη σου είναι μια τεράστια ευθύνη, είναι μια μορφή αυτοϊκανοποίησης που μπορεί να μετατραπεί σε μεγάλη παγίδα. Στις ταινίες, στο δυτικό πολιτισμό και ιδιαίτερα στην Αμερική, θέλουμε να βλέπουμε έναν ήρωα να αντιμετωπίζει εξωγενή εμπόδια και όχι εσωτερικά κι αυτό ισχύει κυρίως γιατί στις ζωές μας έχουμε τόσο πιο πολλά εσωτερικά εμπόδια απ’ ότι εξωγενή!
Σχεδιάζετε να κάνετε σύντομα κι άλλη ταινία;
Θέλω να κάνω μόνο προσωπικές ταινίες, δηλαδή ταινίες που θα μπορούσα να έχω κάνει μόνο εγώ και κανείς άλλος. Οπότε, και τώρα γράφω κάτι καινούριο, εδώ και λίγο καιρό, αλλά ποιος ξέρει πότε θα μπορέσει να γίνει ταινία; Και με τους «Πρωτάρηδες», έγραψα το σενάριο μέσα σ’ ένα χρόνο και είπα, θέλω να γυρίσω αυτήν την ταινία τώρα! Και ξαφνικά πέρασαν πέντε χρόνια...
Οι «Πρωτάρηδες» έχουν μια διάχυτη μελαγχολία, η λέξη που μοιάζει να καθορίζει την ταινία είναι «λύπη». Για σας ποια είναι η λέξη που συμπυκνώνει την ταινία;
Εγώ θα χρησιμοποιούσα τη λέξη «χαρά»! Για μένα είναι χαρά να κλαίω, να θυμάμαι, να αισθάνομαι, να συγκινούμαι, να εξαντλούμαι, γιατί πολλαπλασιάζει το χρόνο που έχω για να ζήσω! Αυτό κάνουν οι ταινίες και όλα τα έργα τέχνης που καταφέρνουν ν’ ανταλλάξουν συναισθήματα με όποιον τα βλέπει...