Ενημέρωση

Στα χωριά της Ελλάδας όταν μιλούν για το πρόσωπο δείχνουν την καρδιά

of 10

Η «Μακεδονική Τριλογία» του Τάκη Κανελλόπουλου επέστρεψε ολόκληρη εκεί που γεννήθηκε, στη Δυτική Μακεδονία, στο Βελβεντό και στην Καστοριά. Σε δύο προβολές που έδωσαν νόημα στο οδοιπορικό ενός δημιουργού που αναζήτησε το αληθινό πνεύμα του τόπου.

Στα χωριά της Ελλάδας όταν μιλούν για το πρόσωπο δείχνουν την καρδιά
(φωτό: Tony Theodorakis)

Απόγευμα μιας Πέμπτης του Ιούλη στο Βελβεντό της Κοζάνης.

Στο κέντρο ενός χωριού που δοκιμάζει τις αντοχές σου στην (φυσική) ομορφιά - όπου και να κοιτάξεις το βλέμμα σου συναντά νερό, δέντρα, βουνοπλαγιές, ξωκκλήσια και ευγενικά ανθρώπινα βλέμματα - σε ένα τρίστρατο που συναντιούνται μερικά από τα πιο όμορφα και ιστορικά αρχοντικά του τόπου, στήνεται ένα αυτοσχέδιο θερινό σινεμά. Σε λίγη ώρα η «Μακεδονική Τριλογία» του Τάκη Κανελλόπουλου, ολόκληρη πλέον μετά την ανακάλυψη της χαμένης για χρόνια «Καστοριάς» θα προβληθεί για πρώτη φορά σε αυτό που ανεπίσημα σηματοδοτεί το τέλος μιας μεγάλης διαδρομής που ξεκίνησε το 2023 με το αφιέρωμα στον σκηνοθέτη με τον τίτλο «Ονειρεύομαι μια Εκδρομή...» στο 64ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και συνεχίστηκε με το αφιέρωμα «Γεωγραφία του Βλέμματος: Εκτός Σχεδίου Ελλάδα (1950-2000)» στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Βελβεντό

βελβεντό

βελβεντό

βελβεντο

Λίγες ώρες πριν την προβολή, ηχεία που βρίσκονται τοποθετημένα σε σημεία του χωριού μέσα στο ζεστό μεσημέρι διακόπτουν το ρυθμό της συγκομιδής των θρυλικών ροδακίνων της περιοχής στον οποίο ζουν οι Βελβεντινοί - ανακοινώνουν την προβολή για το βράδυ. Από μια ώρα και πιο πριν από την προγραμματισμένη ώρα έναρξης, στο τρίστρατο φτάνουν άνθρωποι, διαφορετικών ηλικιών από όλες τις κατευθύνσεις του χωριού και διαλέγουν τη θέση τους. Συζητούν, θυμούνται, αφηγούνται… Το ίδιο έκαναν και τα δύο περίπου 24ωρα που μείναμε εκεί. Εκεί όπου το 1960 ο Τάκης Κανελλόπουλος γύρισε τον «Μακεδονικό Γάμο» χωρίς να ξέρει (ή μήπως το γνώριζε;) ότι θα άλλαζε για πάντα το ελληνικό σινεμά.

Ο ερχομός μας στο χωριό και η επικείμενη προβολή της ταινίας που 65 χρόνια πριν τοποθέτησε με τον πιο εμβληματικό τρόπο το Βελβεντό στον κινηματογραφικό χάρτη της χώρας, έχει ανασύρει ξανά τις μνήμες από την εποχή. Ολοι μιλούν για τον γαμπρό της ταινίας που ήθελε διακαώς το ρόλο (τον κέρδισε τελικά αφού του τον παραχώρησε ο πρώτος «γαμπρός» που εμφανίζεται στην ταινία) αλλά δεν παντρεύτηκε ποτέ στην πραγματικότητα, τη νύφη που ήταν «η πιο όμορφη», το χωράφι πίσω από το σημερινό Δημαρχείο όπου διαδραματίζεται η σκηνή ανθολογίας με το πολεμικό χορό των γυναικών, όσοι ήταν παιδιά θυμούνται τον Τάκη Κανελλόπουλο να μοιράζει σοκολάτες και όσοι έμαθαν τις ιστορίες από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους διασώζουν τη μνήμη με μια συγκίνηση βαθιά, σαν να μην έφυγε ποτέ το συνεργείο από το χωριό.

βελβεντό

Οι μνήμες παγιδεύονται στο ακαθόριστο και βίαιο του χρόνου που περνάει - την ίδια στιγμή αυτού που πέρασε και αυτού που είναι έτοιμος να περάσει. Οι ημερομηνίες μπερδεύονται, ονόματα ανθρώπων και περιοχών του χωριού που δεν γνωρίζουμε γίνονται ο οδηγός για μια αποκαλυπτική ξενάγηση από τον Γιάννη Παλαβό, συνεργάτη του προγράμματος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, συνεπιμελητή του αφιερώματος και βραβευμένο συγγραφέα που «τυχαίνει» να είναι από το Βελβεντό και οι ιστορίες του έχουν γεννηθεί σε κάθε (πιθανή και απίθανη) γωνιά του. Οι άλλοι δύο είμαστε η Ελένη Ανδρουτσόπουλου, επικεφαλής του ελληνικού προγράμματος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ακούραστο στήριγμα για την προσπάθεια του να συναντήσει το ελληνικό σινεμά τον «τόπο» του και ο Μανώλης Κρανάκης, κριτικός κινηματογράφου, με την ελευθερία του να γράφει τώρα εδώ για αυτήν την προσωπική εμπειρία και σε πρώτο και σε τρίτο πρόσωπο.

Το σκηνικό θυμίζει σινεμά μιας πρώιμης περιόδου. Το λέμε μεταξύ μας διαρκώς. Σαν να γίνεται προβολή στο χωριό για πρώτη φορά, σαν η προβολή του «Μακεδονικού Γάμου» να γίνεται για πρώτη φορά, αν και παίζεται αραιά και που, περήφανο κομμάτι της πλούσιας πολιτιστικής παράδοσης του Βελβεντού. Οι σκέψεις καλύπτουν όλο το διάστημα μέχρι που βραδιάζει και οι δρόμοι στο τρίστρατο γεμίζουν ασφυκτικά από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Η «Θάσος» του 1961 και η «Καστοριά» του 1969 δίνουν το στίγμα του μακεδονίτικου τοπίου, η συγκίνηση είναι έκδηλη. Τίποτα όμως δεν προετοιμάζει αυτό που συμβαίνει όταν ξεκινάει ο «Μακεδονικός Γάμος».

βελβεντό

βελβεντό

«Εθιμα του Γάμου στην Δυτική Μακεδονία» ο επίσημος τίτλος. Λίγο πριν στην οθόνη, η επιγραφή που αποτελεί από μόνη της την πλήρη ανάλυση του έργου τεκμηρίωσης του Τάκη Κανελλόπουλου: «Στα χωριά της Ελλάδας όταν μιλούν για το πρόσωπο δείχνουν την καρδιά».

Οι ψίθυροι πληθαίνουν, οι φωνές δυναμώνουν. Κάθε φορά που στην οθόνη εμφανίζεται κάποιο πλήθος από παιδιά όλοι δείχνουν προς την οθόνη συγκινημένοι. Σαν να ξεχωρίζουν τον εαυτό τους, τους συγγενείς τους, μια κυρία είδε την αδερφή της που την έχει χάσει από καιρό, ένα κορίτσι τη γιαγιά του που δεν γνώρισε ποτέ. Ο θόρυβος δυναμώνει καθώς ο «Μακεδονικός Γάμος» οδηγείται στο παγανιστικό του, βαθιά μελαγχολικό, φινάλε με τη μορφή της νύφης μόνης να αποχωρίζεται τη μάνα της, την οικογένεια της, το σπίτι της, την εφηβεία της, την ίδια της την ταυτότητα.

βελβεντό

βελβεντό

βελβεντό

βελβεντό

βελβεντό

βελβεντό

βελβεντό

Και μετά το χειροκρότημα αρχίζουν πια φωναχτά οι ιστορίες. Σε μια προβολή που η λέξη συγκινητική μοιάζει λίγη για να την περιγράψει, καθώς το βίωμα με την Ιστορία και η κινηματογραφική περιπέτεια με την ελληνική επικράτεια γίνονται όλα μια πατρίδα για τρεις ταινίες - μεγαλύτερες όπως διαπιστώνουμε έκπληκτοι και από τον ίδιο τον μύθο τους.

Ο ερχομός του Κανελλόπουλου με το ΚΤΕΛ στην κεντρική πλατεία, οι ράγες που στήθηκαν για το αριστουργηματικό τράβελινγκ πάνω στην ξερολιθιά, το σπίτι που επέλεξε για τα στολίσματα της νύφης, η εικόνα του, αεικίνητου, να κουτσαίνει αλλά να μην αφήνει σπιθαμή από το χωριό που να μην εξερευνήσει. Μια ταινία που τεκμηριώνει ταυτόχρονα τα έθιμα ενός τόπου και μαζί - ίσως και γι’ αυτό σπουδαία - το πνεύμα του τόπου, το genius loci που αναφέραμε πολλές φορές κατά τη διάρκεια του αφιερώματος «Γεωγραφία του Βλέμματος» και του ταξιδιού μας και που στα λατινικά αναφέρεται ταυτόχρονα στην πολιτισμική ταυτότητα ενός τόπου αλλά και στα πνεύματα που το προστατεύουν, στη ρεαλιστική και μεταφυσική τοπική «φορεσιά», σε αυτό το στοιχείο που δίνει στον τόπο τη διάσταση της μοναδικής θέσης του μέσα στο σύμπαν.

θάσος

Το ίδιο πνεύμα του τόπου που ο Κανελλόπουλος αναζήτησε και ένα χρόνο μετά στην πιο «ελαφριά», αν και άξια βαθύτερης μελέτης για τη μοναδικότητα της μέσα στο όλο έργο του Κανελλόπουλου «Θάσο» με τα τοπικά νησιώτικα τραγούδια και τα ακίνητα αγάλματα στο μουσείο να αντικατοπτρίζουν την αεικίνητη καθημερινότητα των ψαράδων. Το ίδιο πνεύμα του τόπου που εννιά χρόνια μετά το «Μακεδονικό Γάμο» και ενώ είχε ήδη κάνει τα αριστουργήματα του στη μυθοπλασία - «Ουρανό» και «Εκδρομή» - αναζήτησε πλέον οριστικά αποκομμένος από τον ρεαλισμό και με το βλέμμα στραμμένο στο μύθο, στην «Καστοριά».

Χαμένη για δεκαετίες, με τελευταία προβολή στην πόλη περίπου το 1995, η «Καστοριά» προβλήθηκε το 1997 στο πρώτο μεγάλο αφιέρωμα που έγινε για τον Τάκη Κανελλόπουλο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έκτοτε χάθηκε για πάντα. Ανακαλύφθηκε το 2024 μέσα από ένα δίκτυο συλλεκτών σε μια ασπρόμαυρη εκδοχή που αποκαταστάθηκε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έγινε το κέντρο του αφιερώματος «Γεωγραφία του Βλέμματος: Εκτός Σχεδίου Ελλάδα (1995-2000)» που με κέντρο την «Καστοριά» εξερεύνησε το ποιητικό, ανιχνευτικό, κριτικό βλέμμα μεγάλων δημιουργών πάνω στον μικρό τόπο.

καστοριά

καστοριά

Η επιστροφή της «Καστοριάς» στην Καστοριά, σε μια προβολή στην αυλή του Αρχοντικού Πηχεών στο Ντολτσό, την πιο όμορφη περιοχή της πόλης, υπήρξε και η πρώτη αφορμή αυτού του ταξιδιού. Μια προβολή που, πέραν από τη συγκινησιακή της φόρτιση, έφερε από την αρχή της σύλληψης της και όλο τον καιρό της «ανακάλυψης» της, τα ψήγματα μιας μεγάλης συζήτησης γύρω από τα τεκμήρια που χάνονται, τα πολιτιστικά προϊόντα που χρήζουν οργανωμένης φροντίδας, τις ταινίες που χάνουν το χρώμα τους, σαν τους τόπους που παραδίδουν αναπόφευκτα την ομορφιά τους (εσωτερική και εξωτερική) σε αυθαίρετες παραλλαγές μίας όχι πάντα καλώς εννοούμενης modernité.

Ανάμεσα στους θεατές, δύο είχαν ξαναδεί την ταινία, έγχρωμη, στην αρχική εκδοχή της. Μάθαμε από πρώτο χέρι πως το 1995 η μπομπίνα της ταινίας έφτασε στην πόλη για μια προβολή της Κινηματογραφικής Λέσχης Καστοριάς που δεν δραστηριοποιείται πια. Και πως έφυγε το επόμενο πρωί με το ΚΤΕΛ για την Αθήνα μετά από απαίτηση του παραγωγού της Γιώργου Νάσιουτζικ να επιστρέψει στην εστία της. Μάθαμε και για τα δυο σχολεία που συμμετείχαν στα γυρίσματα από «μαθήτριες» που βρέθηκαν στην προβολή - στις ελάχιστες σκηνές σε αντίθεση με τον «Μακεδονικό Γάμο» όπου συμμετέχει ο πληθυσμός της Καστοριάς.

καστοριά

Με οδηγούς σε αυτή τη στάση του ταξιδιού δύο Καστοριανούς, τον Μπάμπη Μακρίδη και τον Ηλία Παπαμόσχο το ταξίδι από το μύθο του Κανελλόπουλου στο σήμερα της Καστοριάς πήρε σάρκα και οστά.

Ο Μπάμπης Μακρίδης, σκηνοθέτης του «L» και του «Οίκτου», είδε με λαχτάρα την ταινία που αναζητούσε και ο ίδιος για χρόνια. Και αποκάλυψε πως ενώ δεν έχει γυρίσει ποτέ ούτε ένα καρέ στην πόλη, είχε κάποτε σκεφτεί να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την Καστοριά, μια μείξη της σύγχρονης και της ιστορικής ταυτότητας της. Μίλησε για τον τρόπο που ο Κανελλόπουλος κάνει ουσιαστικά μυθοπλασία, σε μια δική του περιήγηση μέσα στην πόλη, αφήνοντας ανέπαφη όμως την εικόνα των εθίμων, των παιδιών που πηδάνε τις φωτιές, την παραλίμνια βόλτα στα πλατάνια που και ο ίδιος έχει τραβήξει ώρες υλικού με το κινητό του κάθε φορά που βρίσκεται στη γεννέτειρά του. Και εντόπισε την έλλειψη φυσικών ήχων και στις τρεις ταινίες, μια ακόμη προσπάθεια ανά-σύνθεσης του ιστορικού παρόντος με κινηματογραφικούς, τελικά ποιητικούς όρους, κρατώντας το βλέμμα στραμμένο στα χαρακτηριστικά της πόλης αλλά το συναίσθημα πάντα οικουμενικό.

Ο Ηλίας Παπαμόσχος, μόνιμος κάτοικος της πόλης, βραβευμένος συγγραφέας (φέτος και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για την «Ανάληψη» που αναφέρεται στο ναυάγιο που στιγμάτισε την Καστοριά τη δεκαετία του ’20), αλλά στην πραγματικότητα και θεματοφύλακας της ιστορίας της πόλης, υπογράμμισε το πως οι ξένοι βλέπουν πιο καθαρά από τους ντόπιους έναν τόπο και τοποθέτησε την προβολή της «Καστοριάς» στη σωστή βάση: σαν αφετηρία ενός νέου βλέμματος που πρέπει να πέσει πάνω στην πόλη.

Το κείμενο που διάβασε και που ακολουθεί παρακάτω αυτούσιο, εκτός από τη σημασία που έχει ως ένα από τα λίγα που έχουν γραφτεί για την «Καστοριά», συμπυκνώνει τις σκέψεις (ανομολόγητες και μη), τις συζητήσεις που έγιναν για δύο 24 ώρα στην πόλη υπό την επήρεια της ταινίας - και περισσότερο από όλα αυτά τη σιωπή που αφήνει το βλέμμα του Κανελλόπουλου σε έναν τόπο τόσο μυθικό, σήμερα σε μια μεγάλη καμπή της ιστορίας του, με φαντάσματα που συνεχίζουν να κατοικούν μέσα και έξω από τον πολιτισμικό του πυρήνα, πάνω από τη λίμνη και στο αναπόφευκτο καθρέφτισμα τους στην επιφάνεια της.

Το επόμενο πρωί, μπαίνοντας σε μια βυζαντινή εκκλησία από τις πολλές που πρωταγωνιστούν στην «Καστοριά» μπορούσε πλέον κανείς να αναγνωρίσει καθαρά την ουσία της «εθνογραφίας» στο έργο του Τάκη Κανελλόπουλου - πως όλα ξεκινούν από ψηλά για να φτάσουν στον άνθρωπο. Και πως αυτές οι δύο προβολές της «Μακεδονικής Τριλογίας», μια στο Βελβεντό και μια στην Καστοριά, έμοιαζαν κι αυτές, για να παραφράσουμε τον δημιουργό, σαν χωριά της Ελλάδας - καθρέφτες μιας επιστροφής στην πραγματική πατρίδα του σινεμά που ανέκαθεν περισσότερο από το βλέμμα υπήρξε η καρδιά των θεατών.


βελβεντό

Ο Κανελλόπουλος ως συνοδοιπόρος και συντοπίτης
του Ηλία Παπαμόσχου

Αυθαιρετώντας, θα πω ότι κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα είναι ένα καθρέφτης όπου ο δημιουργός ενδοσκοπείται. Επίσης κάθε καλλιτεχνική δημιουργία είναι και μια αυτοβιογραφία. Αν δούμε τις εικόνες στις εκκλησίες, τους Αγίους και τις Αγίες, αλλά και τις λίμνες, τα ποτάμια και το ουρανό ως τέτοιους καθρέφτες, όπου ενώνεται το θεϊκό με το ανθρώπινο. Ενα τέτοιο κάτοπτρο που με την γενναιοδωρία της τέχνης μπορούμε μέσα του να κοιταχτούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας είναι και η Καστοριά του Καννελλόπουλου. Είναι κι ένα έργο ποιητικής, μια αλληγορία για την ποιητική του Καννελλόπουλου αλλά και καθενός καλλιτέχνη. Η αισθητική αρτίωση ενός οράματος, του γάμου του υπαρκτού με το φανταστικό, του επιθυμητού με το πραγματικό, του συνειδητού με το ονειρικό.

Ο Χάιντεγκερ, στο πόνημά του Η προέλευση του Εργου Τέχνης λέει με τόνο απόλυτο ότι η μεγάλη τέχνη είναι πάντοτε τέχνη θρησκευτική. Λατρευτική, όπως η ματιά του Βαν Γκογκ για τα καθημερινά, τα τετριμμένα, είναι και η ματιά του Κανελλόπουλου. Η μεγάλη τέχνη φρονώ πως συγκεράζει το οντολογικό με το αισθητικό. Η κάμερα στον Κανελλόπουλο, μικροσκόπιο και τηλεσκόπιο εναλλάξ, εκκινώντας από την ουσία των πραγμάτων, από τη δομή του κόσμου, τεκμηριώνει την κοινή καταγωγή φύσης και ανθρώπινης, ως καλλιτέχνημα, έκφρασης.

Αίφνης το άπειρο υλοποιείται στα μάτια των αγγέλων, αλλά και σ’ ένα καστοριανό καράβι, δίκην κόρης (οφθαλμού) στο μάτι που είναι η λίμνη. Δυο κεριά αναμμένα σε καντηλέρι γίνονται γυμνά δέντρα στην ακρολιμνιά.

Αραγε ποια είναι η μήτρα όπου όλα αυτά γεννιούνται, όπου τέχνη και φύση αναπτύσσονται ως δίδυμα; Είναι η παράδοση παράδοση ζωντανή και γι' αυτό λειτουργική καθώς δεν κλωσσά νοσταλγία, καθώς στον Κανελλόπουλο μνημειώνει το παντοτινό, γιατί το καράβι του Κανελλόπουλου δεν πιάνει στα αβαθή του φολκλόρ. Ετσι η ενέργεια των εικόνων του Κανελλόπουλου, ενέργεια που την επιτείνει η υποβλητικότητα της αφήγησης και της μουσικής, ενδυναμώνεται από τη μελαγχολία του βλέμματος, ίσως επειδή το τελευταίο ανελκύει στο συνειδητό την καθαρότητα, την ποίηση του ονείρου.

Ο Κανελλόπουλος μοιάζει να ανησυχεί μην η παράδοση γίνει ένα μονοπάτι ξεχασμένο ή στην άναρχη βλάστηση της ακηδίας και της άγνοιας πνιγμένο, γιατί βλέπει την παράδοση ως δρόμο μέσα μας.

Λόγω αυτής, στο έργο του Κανελλόπουλου, το μη μυθοπλαστικό, αν και χωρά πολλή αμφισβήτηση εδώ, όλα μοιάζουν πανάρχαια και ταυτόχρονα νεογέννητα, καθώς μετέχουν του άχρονου.

Κλείνοντας θέλω να πω ότι ο Κανελλόπουλος κινηματογράφησε την πραγματικότητα ως όνειρο, μετέπλασε το όνειρο σε πραγματικότητα και καθαρτήρια φωτιά για ψυχές και κορμιά.

καστοριά

Η προβολή στο Βελβεντό Κοζάνης ήταν μια συνδιοργάνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τον Δήμο Βελβεντού, τον Μορφωτικός Ομιλο Βελβεντού και με την υποστήριξη της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, Η προβολή στην Καστοριά ήταν μια συνδιοργάνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με το Δήμο Καστοριάς.