Ενας από τους σημαντικότερους γερμανούς σκηνοθέτες των ημερών μας ο Κρίστιαν Πέτζολντ ήταν ένας από τους ανθρώπους που όρισαν την κινηματογραφική «σχολή του Βερολίνου», το νέο γερμανικό σινεμά που θέλησε να γίνει το αντίπαλο δέος σε ταινίες που δεν προσέφεραν τίποτα παραπάνω από εύκολη, γρήγορη διασκέδαση. Η τελευταία του ταινία «Transit», αποτελεί την ολοκλήρωση μιας τριλογίας που ο ίδιος ονομάζει «η αγάπη στον καιρό των καταπιεστικών συστημάτων» και η οποία ξεκίνησε με το «Barbara» και συνεχίστηκε με το «Το Τραγούδι του Φοίνικα».
To «Transit» είναι βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο της Ανα Σέγκερς που κυκλοφόρησε το 1944 και το οποίο όπως λέει ο Πέτζολντ, αποτελούσε γι αυτόν και για τον Χαρούν Φαρόκι έναν από τους δασκάλους του στην σχολή κινηματογράφου και τον στενότερο συνεργάτη του (μέχρι το θάνατό του το 2014), ένα από τα τα βασικά σημεία αναφοράς σε όλη τη δουλεία τους.
Η ταινία του Πέτζολντ όμως δεν είναι τοποθετημένη στο 1944, αλλά σε ένα άχρονο παρόν στο οποίο ο ήρωάς του (τον οποίο υποδύεται ο Φραντζ Ρογκόβσκι) κυνηγημενος από την επέλαση του φασισμού στην Ευρώπη προσπαθεί να φτάσει στην Μασσαλία κι από εκεί να διαφύγει στο εξωτερικό. Κουβαλά μαζί του τα χαρτιά ενός νεκρού άντρα την ταυτότητα του οποίου έχει πάρει και στην πορεία η διαδρομή του θα συναντηθεί με την πρώην γυναίκα του ανθρώπου που υποτίθεται ότι είναι -την οποία υποδύεται η Πόλα Μπέερ.
Το «Transit» είναι μια πολιτική ταινία για κάθε εποχή και μαζί ένα συναρπαστικό θρίλερ που παίζει με τους κανόνες του μελοδράματος και του σασπένς, συνθέτοντας την ίδια στιγμή ένα αληθινό κινηματογραφικό παζλ που σε παρασύρει στις πιθανότητές του. Είναι ίσως η καλύτερη στιγμή στην πάντα ενδιαφέρουσα καριέρα του Πέτζολντ, ο οποίος μίλησε στο Flix κι εξήγησε μερικά πράγματα παραπάνω για το σινεμά του και την δημιουργία της ταινίας.
Υπάρχει μια ατάκα του Αλφρεντ Χίτσκοκ που λέει ότι μπορείς να κάνεις καλές ταινίες μόνο από κακά βιβλία. Νομίζω ότι είχε απόλυτο δίκιο. Τα βιβλία του Γκέτε ή του Χεμινγουέι ή του Φόκνερ, δεν θα δοκιμαζα ποτέ να τα μεταφέρω στο σινεμά. Και το «Transit» δεν είναι απλά ένα από τα καλύτερα βιβλια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είναι και το αγαπημένο μου βιβλίο, οπότε θα ήταν παράλογο να δοκιμάσω να το μεταφέρω στην οθόνη ως είχε. Κάπως έτσι δοκιμασα να μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου και το πάθος μου, την ένταση που ένιωσα διαβαζοντάς το και να κάνω την δική μου «μετάφραση» του βιβλίου. Κι επίσης υπήρχε ένα ακόμη βιβλίο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ταινία το «Geheimnis und Gewalt» του Γκέοργκ Κ. Γκλάσερ, από το οποίο δανείστηκα ανάμεσα σε άλλα το όνομα του πρωταγωνιστή, αλλά κι άλλα στοιχεία της ιστορίας του. Πήρα πράγματα κι από τα δύο έργα και δοκίμασα να τα συνθέσω σε κάτι διαφορετικό.
Ναι η ταινία μου είναι αφιερωμένη στον Χαρούν Φαρόκι και πάνω σ΄ αυτό θα σας πω μια ιστορία που ίσως ακουστεί λίγο γλυκερή. Ηθελα από την αρχή να κάνω την ταινία με έναν τρόπο που νομίζω ότι θα του άρεσε κι έτσι πριν ξεκινήσω τα γυρίσματα του «Transit» πήγα στον τάφο του κι έβαλα πάνω ένα ξυλαράκι όρθιο και είπα στον εαυτό μου αν πέσει προς τα δεξιά θα κάνω την ταινία όπως την σκεφτόμουν, κι αν πέσει προς τα αριστερά θα βρω έναν διαφορετικό τρόπο να την κάνω. Κι έτσι του έδωσα ένα μικρό σπρώξιμο για να βεβαιωθώ ότι θα πέσει προς τα δεξιά, όπως ήθελα. Αλλά στην πραγματικότητα αυτή δεν ήταν μια ταινία στην οποία θα δουλεύαμε με τον Χαρούν καθώς το βιβλίο της Ανα Σέγκερς, υπήρξε με κάποιο τρόπο οδηγός μας σχεδόν σε όλα τα πρότζεκτ που είχαμε κάνει μαζί. Ηταν μια μόνιμη αναφορά μας. Ο Χαρούν κι εγώ είχαμε μερικούς κανόνες που όριζαν τον τρόπο που δουλεύαμε κι ο πιο βασικός ίσως ήταν ότι όλοι οι χαρακτήρες μας θα έπρεπε να βρίσκονται σε μια μετάβαση. Σε μια κίνηση. Να βρίσκονται σε μια διαδικασία που τους διαμορφώνει κι όχι σε μια κατάσταση όπου ήδη είναι κάτι συγκεκριμένο. Κι ο ήρωας εδώ όρίζει απόλυτα αυτή την κατάσταση.
Ελεγα ότι ποτέ δεν θα βάλω voice over σε μια από τις ταινίες μου, ακόμη κι αν υπάρχουν μερικά εξαιρετικά voice over σε αρκετές ταινίες που αγαπώ. Κι όμως εδώ το έκανα. Αλλά σε τρίτο πρόσωπο. Τα voice over σε πρώτο πρόσωπο, συχνά εξαπατούν τον θεατή, τον ξεγελούν, του λένε ψέματα όπως για παράδειγμα στους «Συνήθεις Υποπτους», ή στο «Fight Club». Αλλά για παράδειγμα στις ταινίες του Χίτσκοκ, του οποίου είμαι μεγάλος θαυμαστής, είναι οι θεατές που ξέρουν περισσότερα από τους ήρωες κι αυτό είναι που τους κάνει να φωναζουν στους ήρωες «όχι μην πας εκεί, μην το κάνεις αυτό». Από εκεί ακριβώς πηγάζει το σασπένς. Ισως υπάρχει ένα σινεμά του οποίου η ηθική επιτρέπει να ξεγελάς το κοινό σου, αλλά δεν είναι το σινεμά που κάνω εγώ. Και η ιδέα ενός voice over που είναι σαν τη φωνή του θεού, που ξέρει περισσότερα απ όλους και στέκεται πάνω από τους ήρωες και τους θεατές δεν είναι κάτι που με ενδιαφέρει.
Οφείλω να εξομολογηθώ κάτι: Δεν είχα το «Road to Nowhere» των Talking Heads στο μυαλό μου από την αρχή, δεν ήξερα ότι θα τελείωνα την ταινία με αυτό το τραγούδι. Αλλά θυμήθηκα ότι η αγαπημένη μου σειρά, οι «Sopranos», τελειώνει με έναν καταπληκτικό τρόπο. Με την κόρη του Τόνι να μπαίνει στο εστιατόριο και την κάμερα να κάνει κοντινό στο πρόσωπό του . Εσύ περιμένεις το επόμενο πλάνο, αλλά δεν υπάρχει τίποτα μετά. Μόνο μαύρο. Αυτό το μαύρο μπορεί να είναι το κενό, μπορεί να είναι ο θάνατος ή η ιδέα ότι αυτή η οικογένεια όπως όλοι μας, είναι σε μετάβαση, συνεχίζει να προχωρά, να κινείται. Κάπως έτσι αποφάσισα και η δική μου ταινία να τελειώσει σε μαύρο, ένα μαύρο που διαρκεί 78 δευτερόλεπτα, αλλά σκεφτόμουν ότι χρειαζόμουν κάτι που θα μιλήσει για όλους αυτούς τους πρόσφυγες. Που θα αγκαλιάσει όλους μας σε αυτή την κατάσταση. Κι όταν το «Road to Nowhere» ξεκινά, ακούγεται σαν γκόσπελ και ναι, μπορεί να λέει πως όλοι είμαστε σε «έναν δρόμο για το πουθενά», αλλά δεν ακούγεται άσχημο και ίσως δεν είναι τόσο κακό για όλους όσους δεν πιστεύουμε σε κάτι σαν σπίτι, ή σε πατρίδα και πως ίσως ακόμη και το να είσαι σε μετάβαση για πάντα, μπορεί να μην είναι τόσο κακό. Ετσι είπα στον παραγωγό μου ότι θα ήθελα να χρησιμοποιήσουμε το τραγούδι κι εκείνος μου απάντησε «είσαι τρελός, θα μας στοιχίσει 45 χιλιάδες ευρώ για να πάρουμε τα δικαιώματα», οπότε του αντιπρότεινα να κάνω μια μέρα γύρισμα λιγότερο και τελικά τον έπεισα ότι αξίζει να το κάνουμε.
Στον γερμανικό νόμο υπάρχει μια παράγραφος για το δικαίωμα στο άσυλο. Κι αυτό που λέει είναι ότι όλοι όσοι είναι κυνηγημένοι στην πατρίδα τους για τις πολιτικές τους απόψεις για την σεξουαλικότητά τους έχουν δικαίωμα να ζητήσουν άσυλο στην χώρα. Κι αυτός είναι ένας νόμος που όχι μόνο παλέψαμε για να γράψουμε, αλλά πηγάζει από την ίδια την ιστορία της χώρας μας. Οι ήρωες στην ταινία μου και στην εποχή στην οποία διαδραματίζεται το βιβλίο, δεν είχαν την δυνατότητα να βρουν άσυλο πουθενά. Μόνο ελάχιστες χώρες δέχονταν πολύ μικρούς αριθμούς προσφύγων. Σήμερα που χρειαζόμαστε αυτούς τους νόμους είναι αυτοί ακριβώς που παραβλέπονται και αγνοούνται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Και την ίδια στιγμή, βλέπουμε την άνοδο ιδεών που οδήγησαν στην καταστροφή της δεκαετίας του 40 και οι άνθρωποι μιλούν παλι για σύνορα, για έθνη, για το πως «είναι αδύνατον να υποδεχτούμε όλους τους μετανάστες». Και το φάντασμα αυτης της πραγματικότητας είναι παρόν στο «Transit», αλλά όχι με τρόπο προφανή, γιατί ακριβώς δεν χρειαζόταν να πάρω μια σαφή θέση, η ιστορία του φιλμ και η ίδια η Ιστορία, μιλάει γι αυτό με τον καλύτερο και τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Tags: Κρίστιαν Πέτζολντ