
«Το History Projected είναι ένα κινηματογραφικό πρόγραμμα που παρουσιάζει το Ethnofest – Διεθνές Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών, και περιλαμβάνει ταινίες «ιστορικού» ενδιαφέροντος. Ή, καλύτερα, περιλαμβάνει ταινίες που ενδιαφέρονται όχι τόσο για την αναπαράσταση της Ιστορίας (στον ενικό και με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα), όσο περισσότερο για τους μηχανισμούς που φτιάχνουν κάποια κοινή εκδοχή της, το φαντασιακό που αυτοί ενεργοποιούν, αλλά και τις σχέσεις ανάμεσα στο τεκμήριο και στις ερμηνείες του, που είναι άλλοτε εσωτερικές και άλλοτε (συχνότερα) κοινωνικές.»
Στον δεύτερο κύκλο του φέτος, το πρόγραμμα «History Projected» είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει παραπάνω η πολυπράγμων Γκέλυ Μαδεμλή, ερευνήτρια-υποψήφια διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Aμστερνταμ και συνεργάτης, ανάμεσα σε άλλα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που επιμελείται τις «σπάνιες» προβολές, σε ακόμη μια εξαιρετική πρωτοβουλία του Ethnofest.
Λίγο πριν τις επόμενες προβολές του προγράμματος την Τετάρτη 11 Ιουνίου με τίτλο «Hidden Strata», μαθαίνουμε περισσότερα για τη δημιουργία του, τα μελλούμενα και τις... επιθυμίες της ιστορίας.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Ινστιτούτου Goethe και στον επίσημο λογαριασμό του στο Facebook.
Le Bateau de l’exil της Τζοσλίν Σάαμπ
Τι είναι το History Projected; Ποια ανάγκη το γέννησε, πως διαμορφώθηκε στο σύγχρονο ελληνικό τοπίο;
Το History Projected (HP) είναι ένα κινηματογραφικό πρόγραμμα που παρουσιάζει το Ethnofest – Διεθνές Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών, και περιλαμβάνει ταινίες «ιστορικού» ενδιαφέροντος. Ή, καλύτερα, περιλαμβάνει ταινίες που ενδιαφέρονται όχι τόσο για την αναπαράσταση της Ιστορίας (στον ενικό και με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα), όσο περισσότερο για τους μηχανισμούς που φτιάχνουν κάποια κοινή εκδοχή της, το φαντασιακό που αυτοί ενεργοποιούν, αλλά και τις σχέσεις ανάμεσα στο τεκμήριο και στις ερμηνείες του, που είναι άλλοτε εσωτερικές και άλλοτε (συχνότερα) κοινωνικές. Oταν συνδυάζεται με τη λέξη «ιστορία», η λέξη «ανάγκη» μοιάζει να αποκτά ειδικό βάρος – ωστόσο, έστω και σπανιότερα, υπάρχουν ιστορίες που ξεκινούν από την επιθυμία. Κάπως έτσι ξεκίνησε το ΗΡ: μετά από μια ανοιχτή πρόσκληση που απηύθυνε στο Ethnofest η Στέφανι Πέτερ, η τότε Διευθύντρια Πολιτιστικών Προγραμμάτων του Goethe-Institut Athen του Ινστιτούτου Γκαίτε στην Αθήνα. Η ιδέα ήταν η κατάρτιση ενός κινηματογραφικού κύκλου που θα έτρεχε κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερης επετειακής χρονιάς για το ίδρυμα (σχετικής με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου), αλλά και εν μέσω μιας δυστοπικής γεωπολιτικής συνθήκης. Αφενός ήταν σημαντική η διάθεση του Ινστιτούτου Γκαίτε να ανοίξει το αρχείο του στο ελληνικό κοινό (και, με τη βοήθεια μιας εξωτερικής επιμελητικής ματιάς, να δει τη δυναμική του)· αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης, διευθυντής και ιδρυτικό μέλος του Ethnofest, μου εμπιστεύτηκε εγκάρδια την επιλογή του προγράμματος, γνωρίζοντας το αντικείμενο της διατριβής μου. Αφετέρου ήταν ρητό το αίτημα για την παραγωγή ενός μη διασπαστικού λόγου, ως απάντηση στην εποχή. Το δίπολο Ελλάδα-Γερμανία, αν και συνδεμένο με μια άλλης τάξεως κρίση (η οποία μάλιστα υποτίθεται «πως ανήκει στην ιστορία»!) φάνηκε πρόσφορο για μια διαλεκτική της έννοιας της ιστορίας – να κι ένας ακόμα φορτισμένος όρος! Ετσι γεννήθηκε ο πρώτος κύκλος του προγράμματος, δηλαδή οι «Ελληνογερμανικοί κινηματογραφικοί διάλογοι για το παρελθόν και το μέλλον», το οποίο έφερνε στο ίδιο παρόν, στο κινηματογραφικό εδώ-και-τώρα της προβολής, μία ελληνική και μία γερμανική ταινία, μικρού, μεσαίου ή μεγάλου μήκους.
Sublunary των Μαριάντζελα Τσικαρέλο και Φιλίπ Καρτέλι
Πώς μεταλλάσσεται αυτή η ιδέα στον δεύτερο κύκλο που διανύουμε τώρα;
Τόσο η αγγλική όσο και η ελληνική απόδοση του βασικού τίτλου του προγράμματος διακρίνονται από μια αμφισημία που μάλλον αποτυπώνει την κεντρική ιδέα. Οι «Προβολές της Ιστορίας» είναι μια φράση ταυτόχρονα κυριολεκτική και μεταφορική. Πέρα από την ίδια την καταστατική κινηματογραφική πράξη και το προαπαιτούμενο της συλλογικής θέασης (αν υποθέσουμε πως οι άνθρωποι [σε πληθυντικό αριθμό] μαζευόμαστε με μεγαλύτερη φυσικότητα γύρω από ένα φως που πέφτει πάνω σε μια επιφάνεια απ’ ό,τι γύρω από μια μικρή αυτόφωτη οθόνη, έχει σημασία και η Ιστορία ως αυτό που η ψυχανάλυση αποκαλεί προβολή: μια διαδικασία στην οποία το άτομο υποθέτει πως το περιβάλλον του έχει την ίδια θεώρηση του κόσμου με αυτό, τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια συναισθήματα, φωτεινά ή σκοτεινά. Οι «Προβολές» είναι πολλές, ενώ η «Ιστορία» φέρεται να είναι μία. Το ρήμα «project» μπορεί να σημαίνει και «προβλέπω» (ή εκτιμώ κατά προσέγγιση), κάτι που έχει μεγάλο ενδιαφέρον στο πώς καταλαβαίνουμε μια έννοια που έχει να κάνει με το παρελθόν (ή μήπως όχι). Oταν πάλι κάτι «προ-βάλλεται», αναδύεται, μπαίνει μπροστά. Υπάρχει, με άλλα λόγια το στοιχείο της κίνησης, αλλά διαστρωματωμένο, σχεδόν χρειάζεται μια σκαπάνη για να αναδειχθεί – κι έτσι φτάνουμε στον δεύτερο κύκλο «Αρχαιολογίες της κίνησης». Η σύνδεση της ιστορίας με την αρχαιολογία είναι μάλλον αυταπόδεικτη, αλλά και πάλι η επιλογή του τίτλου ενέχει πολλές μικρο-αφηγήσεις. Η γενναιόδωρη πρόσκληση του σημερινού Διευθυντή Πολιτιστικών Προγραμμάτων του Ινστιτούτου Γκαίτε Μαρκ-Αντρέ Σμάχτελ, είχε ως αφετηρία το μέλημα για το προσφυγικό και την παγκόσμια μετακίνηση. Σε απάντηση σε αυτή τη σκέψη, το πρόγραμμα προσκαλεί το κοινό να σκεφτεί τη μετακίνηση όχι οριζόντια, ως ένα ταξίδι σε διαφορετικούς παραλλήλους και μεσημβρινούς, αλλά κάθετα, σαν μια βύθιση στον χρόνο και σε ό,τι αφήνει η ιστορία, κατά την οποία δεν μπορούμε παρά να λερώσουμε τα χέρια μας. Α, και είναι και ένας ελάχιστος φόρος τιμής στον πρόσφατα εκλιπόντα Φρέντρικ Τζέιμσον, ενός στοχαστή που, ανάμεσα στην τεράστια παρακαταθήκη του, χάρισε στην ανθρωπότητα το «Archaeologies of the Future», μιλώντας για τις αρχαιολογίες του μέλλοντος με όρους επιθυμίας και επιστημονικής φαντασίας (ο υπότιλος του έργου είναι «The Desire Called Utopia and Other Science Fictions»). Η ιστορία του σινεμά, συμπεριλαμβανομένου του ντοκιμαντέρ, είναι γεμάτη ουτοπίες, για καλούς ή λιγότερο καλούς λόγους.
Το History Projected είναι μια πρόσκληση να σκεφτούμε την ιστορία και τη μετακίνηση όχι ως θεματικές αλλά ως τρόπους να βλέπουμε τον κόσμο. Όλο αυτό μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε λιγότερο περιούσιοι, αλλά οπωσδήποτε μας κάνει να νιώθουμε και λιγότερο μόνοι.»
Η Γκέλυ Μαδεμλή με τον ιστορικό Κώστα Κατσάπη
Ποιες είναι οι θεματικές που εξερευνά η σειρά προβολών και πόσο σημαντική είναι η εξερεύνησή τους μέσα από ντοκιμαντέρ διαφορετικών καταγωγών και ταυτοτήτων;
Eνα πρόγραμμα που έχει στο επίκεντρό του το αρχείο και την ανθρώπινη ιστορία δεν θα μπορούσε παρά να αντιμετωπίζει κριτικά όλους τους τυποποιημένους τρόπους με τους οποίους κατηγοριοποιούμε τον κόσμο σε διακριτές ομάδες και τμήματα. Oχι μόνο γιατί (όπως διαπιστώνουμε όσοι και όσες μπαίνουμε πιο βαθιά στην πρακτική της ταξινόμησης) η αρχειακή λογική κρύβει στο back office της αυθαιρεσίες και μικρότερα ή μεγαλύτερα παιχνίδια εξουσίας και συμμόρφωσης, αλλά και γιατί υπάρχουν τεκμήρια, πράγματα, ιδέες, όψεις και εκφράσεις του ανθρώπινου που δεν μπαίνουν εύκολα κάτω από μια ομπρέλα – άλλοτε ενδημούν ανάμεσα στα κουτάκια και άλλοτε παραμένουν φευγαλέα και άπιαστα, ωθώντας μας να σκεφτούμε ποιο είναι τελικά το νόημα της συμπερίληψης (μιας λέξης που ολοένα και πιο συχνά εργαλειοποιείται ή μοιάζει κενή νοήματος). Το να σκέφτεσαι το σινεμά, ένα κατεξοχήν συλλογικό μέσο με τη δική του διακριτή οικονομία, με όρους διαφορετικούς από αυτούς της εθνικής κινηματογραφίας, της διεθνούς συμπαραγωγής, των ειδών, της «εκπροσώπησης», της ακαδημαϊκής περιοδολόγησης ή ακόμα και της «θεματικής», νιώθωντας τη δυναμική του σε ένα πλαίσιο απρόσμενων συσχετίσεων, είναι προαπαιτούμενο της ενεργητικής θέασης (ή του «χειραφετημένου θεατή», με τα λόγια του Jacques Rancière). Επίσης, αυτή η προσέγγιση αντιστέκεται λοξά στην κουλτούρα της ανακάλυψης που διέπει σήμερα φεστιβάλ και πλατφόρμες – τόπους που, δομικά πια και συχνά για λόγους επιβίωσης, είτε επιστρέφουν εξορυτικά στα hidden gems είτε περιφέρουν μετά βαΐων και κλάδων το next big thing. Αν θέλετε, το όλο εγχείρημα είχε να κάνει με τον χειρισμό των «μεγάλων» θεματικών που βρίσκονταν στην… εκφώνηση. Το HP είναι μια πρόσκληση να σκεφτούμε την ιστορία και τη μετακίνηση όχι ως θεματικές αλλά ως τρόπους να βλέπουμε τον κόσμο. Όλο αυτό μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε λιγότερο περιούσιοι, αλλά οπωσδήποτε μας κάνει να νιώθουμε και λιγότερο μόνοι.
Island of the Hungry Ghosts της Γκάμπριελ Μπρέιντι
Η τεκμηρίωση σήμερα –αλλά και μέσα από παλιότερες ταινίες που σε δεύτερη θέαση αποκτούν μια απρόσμενη επικαιρότητα– καταφέρνει να συλλάβει έναν κόσμο όπως περιγράφετε ιδανικά σε διαρκή «κίνηση και ακινησία»;
Την απάντηση σε αυτή την ερώτηση μπορεί να τη δώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια και ενάργεια το ίδιο το σινεμά – και γι’ αυτό θα περιγράψω απλώς το τεκμήριο με το οποίο άνοιξε ο δεύτερος κύκλος του προγράμματος. To «Le Bateau de l’exil» είναι μια ταινία που γύρισε η συγκλονιστική πλην παραγνωρισμένη Λιβανέζα σκηνοθέτρια Τζοσλίν Σάαμπ το 1982 – το ότι πρόκειται για το έτος γέννησής μου δεν αποτελεί παρά ένα ακόμη ταπεινο «κρυμμένο στρώμα» της ιστορίας πίσω από ένα πρόγραμμα όπου το συλλογικό παύει να εξορίζει το προσωπικό. Η Σάαμπ, που ξεκίνησε την καριέρα της ως δημοσιογράφος, ήταν η μόνη οπερατέρ που απέκτησε πρόσβαση στο κατάστρωμα του «Ατλαντίς», του ελληνικού πλοίου που μετέφερε τον Γιάσερ Αραφάτ και άλλα μέλη του PLO από τη Βηρυτό στην Αθήνα, στην πρώτη στάση της εξορίας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στην Τυνησία. Η κάμερα συνομιλεί κατάματα με τον ηγέτη των Παλαιστινίων, επιτρέποντάς του σε λίγα μόλις λεπτά να αναπτύξει το όραμά του για μια άλλη πραγματικότητα. Είναι εγκλωβισμένος, κι όμως κινείται εν πλω (έστω και σ’ ένα πλοίο που έχει το όνομα μιας ναυαγισμένης ουτοπίας). Ταυτόχρονα, μοιάζει καθηλωμένος στο παρόν αλλά ήδη βρίσκεται στο μέλλον. Στα τελευταία λεπτά της ταινίας βλέπουμε την αποβίβαση στο λιμάνι του Πειραιά και την ελληνική υποδοχή. Η εγκαρδιότητα της περίστασης μας φέρνει σε αμηχανία: ενστικτωδώς, ως μέλη του ελληνικού κοινού, μπαίνουμε στον πειρασμό να κάνουμε celebrity spotting σε πολιτικά πρόσωπα, ίσως και από απορία για το πώς ήταν τα πράγματα τότε (η συλλογική μνήμη συντήρησε την περίφημη φράση της τότε Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη: «Μόνον όταν θα καρφώσουμε τη σημαία της Παλαιστίνης στην Ιερουσαλήμ, την πρωτεύουσα των Παλαιστινίων, τότε θα ησυχάσω»). Ως μέλη και ενός παγκόσμιου κοινού, κάνουμε συνειδητά ή ασύνειδα συγκρίσεις με τη συντριπτική γεωπολιτική συνθήκη. Νιώθουμε πως «η ιστορία επαναλαμβάνεται» και όλα μένουν ίδια. Είναι όμως έτσι ή είναι αυτό το συναίσθημα τα απόνερα της ματαίωσης; Φτάνει να δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, κι έτσι θα διαπιστώσουμε πώς φαινομενικά αντίθετες καταστάσεις συνυπάρχουν.
Aequador της Λάουρα Ουέρτας Μιλάν
La Soufriére του Βέρνερ Χέρτσογκ
Optimism της Ντέμπορα Στράτμαν
Ποια άλλα δείγματα ταινιών δίνουν το στίγμα του δεύτερου αυτού κύκλου του History Projected;
Την Τετάρτη 11 Ιουνίου, παγκόσμια ημέρα αρχείων και νύχτα φωτεινής πανσελήνου, θα δείτε το πρόγραμμα μικρού μήκους «Hidden Strata»: Ο Βέρνερ Χέρτσογκ («La Soufriére») για άλλη μια φορά ταξιδεύει στην άλλη άκρη της γης και στην καρδιά του σκότους – αυτή τη φορά στη Γουαδελούπη, στους πρόποδες ενός ηφαιστείου που ετοιμάζεται να εκραγεί. Η Ντέμπορα Στράτμαν (άλλη μια παραγνωρισμένη στην Ελλάδα ηγερία ενός σινεμά πέρα από τις συμβάσεις και προσδοκίες του ντοκιμαντέρ) φτιάχνει ένα εργόχειρο φιλμ («Optimism») για να συνδέσει το κυνήγι των ακτίνων του ήλιου με τα ρινίσματα πολύτιμων μεταλλευμάτων στην πόλη που συνδέθηκε με τον Πυρετό του Χρυσού. Η Λάουρα Ουέρτας Μιλάν μάς ξεναγεί στους «θλιβερούς τροπικούς» της («Aequador») μέσα από χτιστά και φυσικά περιβάλλοντα του κόσμου που η αποικιοκρατία κάποτε αποκαλούσε «Νέο». Οσο για το «Sublunary» των Μαριάντζελα Τσικαρέλο και Φιλίπ Καρτέλι (η Μαριάντζελα θα είναι παρούσα στην προβολή), πρόκειται για μια αλλιώτικη μελέτη γεωλογίας, ενός νησιού-κράτους που για μας είναι ταυτόχρονα οικείο και αλλόκοτο. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που σιγοβράζει. Οσο για την προβολή του Ιουλίου, αν και δεν έχει κλειδώσει η επιλογή, μπορούμε να πούμε πως θα αναπτύσσεται γύρω από την απίθανη ταινία «Terra Femme» της Κόρτνεϊ Στίβενς, ένα found-footage film που φέρνει κοντά διαφορετικά γυναικεία travelogue από όλη την ιστορία της κινούμενης εικόνας. Οι δύο προβολές που έχουν προγραμματιστεί από φθινόπωρο επιστρέφουν σε κάποια μοτίβα όπως η θάλασσα, η νησιωτικότητα και το πλοίο, είναι όμως ακόμα στα σπάργανα – κι αυτές, αν θέλετε, ταυτόχρονα σε κίνηση και ακινησία!
Τον Καιρό των Ελλήνων του Λάκη Παπαστάθη
Το ελληνικό ντοκιμαντέρ πόσο χώρο βρίσκει μέσα στο πρότζεκτ; Και πώς συνομιλεί με ταινίες από τον υπόλοιπο πλανήτη;
Στον πρώτο κύκλο του προγράμματος, η θέση του ελληνικού κινηματογράφου ήταν περισσότερο προβεβλημένη, αλλά ίσως και οριοθετημένη. Προβλήθηκαν ιστορίες του Λάκη Παπαστάθη, του Φώτου Λαμπρινού και του Δήμου Θέου, του Λουκιανού Μοσχονά, της Αλίντας Δημητρίου και της Ιωάννας Κρυωνά, που μάλιστα δεν είναι «καθαρά» ντοκιμαντέρ, πολλές μάλιστα θεωρούνται μυθοπλασίες. Αυτό ασφαλώς δεν είναι τυχαίο. Πέρα από την αντίσταση στις εύκολες ταξινομήσεις, καταλαβαίνουμε και την αμφισημία αυτού που ο Μπένεντικτ Αντερσον καταλαβαίνει (σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, βέβαια), ως imagined community. Το ελληνικό σινεμά χτίζει μια κοινότητα γύρω και πέρα από την εικόνα, προβάλλοντας ένα έντονο φαντασιακό σε διαφορετικά επίπεδα. Η πραγμάτωση αυτού του φαντασιακού δεν μπορεί να έρθει παρά μόνο με συνομιλίες με τον υπόλοιπο πλανήτη. Οι ταινίες δεν είναι παρά ένα πλωτό (ρευστό, διαρκώς μετακινούμενο) μέσο προς αυτόν τον προορισμό. Στον δεύτερο κύκλο του προγράμματος αυτός ο χώρος είναι λιγότερο οριοθετημένος. Το «ελληνικό ενδιαφέρον» μπορεί να βρίσκεται διαστρωματωμένο σε άλλες, μη ελληνικές παραγωγές.
Ποιες ήταν οι φιλοδοξίες του προγράμματος σε σχέση με τους θεατές και τις συζητήσεις που ανοίγει; Πόσο έχουν αυτές επαληθευτεί;
Το πρόγραμμα δεν έχει φιλοδοξίες (μάλλον γιατί δεν έχει αυταπάτες), αλλά έχει έντονες επιθυμίες. Η ερώτηση αυτή είναι πολύ καλή γιατί δεν έχει εύκολη απάντηση, και δεν έχει εύκολη απάντηση γιατί η πραγματική γέφυρα με το κοινό δεν έχει πάντα μετρήσιμα χαρακτηριστικά. Ακόμα κι όταν έχει μετρήσιμα χαρακτηριστικά, π.χ. η προσέλευση, δεν είναι πάντα το ζητούμενο. Η συζήτηση με το κοινό μέχρι στιγμής δεν έχει οργανωμένο χαρακτήρα, το οποίο και πάλι έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον μιας που η ιδέα του εγχειρήματος είναι πιο κοντά στην κινηματογραφική λέσχη (και κάθε λέσχη έχει τη δική της ιστορία, εκτός από αυτή που οραματιζόταν ο Αντρέ Μπαζέν για τους εργάτες σε εργοστάσια, κι εξ ου και έφτιαξε συγκεκριμένα prompts). Πλέοντας σε έναν ωκεανό ερεθισμάτων, το «History Projected» δεν βιάζεται να αποτιμήσει (πόσω μάλλον να υπερτιμήσει) την επιρροή του. Πολλοί και πολλές από εμάς αγαπήσαμε τον κινηματογράφο από ένα μετείκασμα. Ο χρόνος θα δείξει – και η ιστορία θα συνεχίσει να κάνει τις προβολές της.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Ινστιτούτου Goethe και στον επίσημο λογαριασμό του στο Facebook.