Από την πρώτη φορά που σε ηλικία δέκα ετών ο Χινέρ Σαλίμ είδε κινούμενες εικόνες στην τηλεόραση, ιστορίες να παίρνουν ζωή στις ταινίες που έβλεπε μεγαλώνοντας στο Ιράκ, γιος μιας Κουρδικής οικογένειας ήξερε ότι ήθελε μια μέρα να κάνει αυτές τις εικόνες να μιλήσουν την δική του γλώσσα. Αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής («όταν τελικά είχα την δυνατότητα να πάω στην σχολή κινηματογράφου ήμουν ήδη πολύ μεγάλος» λεέι), εξόριστος από την πατρίδα του από τα 17 του, ο Χινέρ Σαλίμ, έμαθε τελικά να κάνει σινεμά όταν ξεκίνησε να κάνει την πρώτη του ταινία μια τριαντάλεπτη μικρού μήκους για τους μαχητές στα βουνά του Κουρδιστάν που τον έφερε στο φεστιβάλ της Βενετίας κι από εκεί στο κινηματογραφικό προσκήνιο. Από τότε μέχρι σήμερα και πλέον με βάση την Γαλλία, ο Σαλίμ εξακολουθεί να κάνει σινεμά «με τον δικό του τρόπο» όπως λέει, έχοντας υπογράψει φιλμ όπως το «Vodka Lemon», το «Kilometre Zero» ή το «My Sweet Pepper Land».
Η καινούργια του ταινία, «Ποιος Σκότωσε τη Λαίδη Γουίνσλεϊ», είναι ένα ιδιότυπο νουάρ τοποθετημένο στα Πριγκηπόννησα, όπου ένας ντετέκτιβ από την Κωνσταντινουπολη, φτάνει για να ερευνήσει τον φόνο μιας αμερικανίδας συγγραφέα που ζούσε εκεί. Μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπος με έναν τόπο που ξέρει να κρατά τα μυστικά του, να αγκιστρώνεται στα ταμπού και μένει προσκολλημένος σε έναν παλιό τρόπο να βλέπει την ζωή και τους ανθρώπους.
Μακριά από εκεί, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στο Παρίσι, τον συναντήσαμε και μιλήσαμε μαζί του για την ταινία του, για τις αναφορές του, το σινεμά που θέλει και ξέρει να κάνει κι όλα εκείνα που εκ πρώτης όψεως δεν θα είχαν θέση σε μια τυπική αστυνομική ταινία. Κάτι που φυσικά το «Ποιος Σκότωσε τη Λαίδη Γουίνσλεϊ», δεν είναι. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό.
Σινεμά με τον δικό του τρόπο
Με γοητευαν πάντα οι αστυνομικές ταινίες, αλλά όπως και με την ιδέα ενός γουέστερν στο «My Sweet Pepper Land», δεν ήθελα να κάνω μια τυπική αστυνομική ταινία, αλλά μια αστυνομική ταινία με τον δικό μου τρόπο. Αλλωστε δεν μπορώ να κάνω σινεμά παρά μόνο με τον δικό μου τρόπο και κάθε φορά το είδος που αποφασίζω να εξερευνήσω δεν είναι παρά η αφορμή για για να δοκιμασω τα ορια τόσο της δικής μου φαντασίας όσο και του είδους με το οποίο θέλω να ασχοληθώ. Ξέρετε έμαθα σινεμά αρχικά παρακολουθώντας ταινίες και στη συνέχεια κάνοντας ταινίες. Δεν είχα τη δυνατότητα να πάω σε σχολή κινηματογράφου, έμαθα πως δουλεύει η κάμερα όταν έκανα την πρώτη μου ταινία. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι να κάνει σινεμά είναι κάτι δύσκολο κι επίσης ποτέ δεν σκέφτηκα ότι για να κάνει μια ταινία είδους είδους πρέπει να ακολουθείς τους κανόνες του.
Σαν Αγκάθα Κρίστι
Το γεγονός ότι το φιλμ θυμίζει κάτι από την ατμόσφαιρα των βιβλίων της Αγκάθα Κρίστι, οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στην συν-σεναριογράφο μου Βερονίκ Βούτριχ η οποία αγάπαει πολύ αυτό το στιλ των ιστοριών. Ομολογώ ότι η δική μου αρχική ιδέα ήταν για ένα νουάρ στο ύφος των αμερικάνικων ταινιών του 40 και του 50, αλλά βρήκα ότι ο τόνος αυτός ταίριαζε τόσο στην ιστορία όσο και στον τόπο που ήταν τοποθετημένη και βρήκα ενδιαφέρουσα την πρόκληση να κάνουμε μια ταινία σε αυτό το ύφος που να μην θυμίζει τις τηλεοπτικής υφής ταινίες που γίνονται στο είδος τα τελευταία χρόνια.
Οταν είσαι Κούρδος, όταν κουβαλάς μια τραγική ιστορία. δεν μπορείς παρά να βρίσκεις καταφύγιο στο χιούμορ. Αν δεν έχεις χιούμορ, τότε το μόνο που σου μένει είναι να βάλεις ένα πιστόλι στην βάση του λαιμού σου και να πατήσεις την σκανδάλη.»
Εν αρχή ην ο τόπος
Η ταινία βρήκε έναν ακόμη χαρακτήρα στα Πριγκηπόννησα, έναν τόπο που είναι μαζί απομονωμένος και κοσμοπολίτικος. Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα οι κατοικοί του ήταν κυρίως έλληνες κι εβραίοι, τώρα πια είναι τόπος διακοπών για πλούσιες οικογένειες Τούρκων το καλοκαίρι. Τον χειμώνα όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο διαφορετικά. Το νησί αλλάζει όψη, μπορεί να μοιάζει όσο κλειστοφοβικό χρειάζεται για μια τέτοια ιστορία και συχνά η ομίχλη του Βοσπόρου δίνει στον τοπίο έναν απόλυτα νουάρ αέρα. Και ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να γυρίσω την ταινία τον χειμώνα. Το καλοκαίρι το μέρος είναι γεμάτο φώς και γεμάτο τουρίστες. Ακριβώς τα πράγματα που δεν ήθελα να δείξω σε μια ταινία σαν αυτή. Κι ο διευθυντής φωτογραφίας μου, που είναι έλληνας, ο Ανδρέας Σινάνος, έκανε εξαιρετική δουλειά στο να δώσει στον τόπο την ατμόσφαιρα που ήθελα.
Μια ταινία άλλου «είδους»
Προφανώς το «Ποιος Σκότωσε τη Λαίδη Γουίνσλεϊ» ακόμη κι αν έχει τη μορφή μιας αστυνομικής ταινίας -κι έναν φόνο στο κέντρο του-, μιλά για μια σειρά από πράγματα που δεν έχουν πάντα θέση σε ένα φιλμ είδους. Ηθελα να εξετάσω την σχέση των Τούρκων και των Κούρδων στην συγχρονη τουρκική κοινωνία, αλλά και τη θέση των γυναικών εκεί. Το πως οταν έναν άντρας είναι άπιστος στην γυναίκα του αυτό μπορεί να είναι ακόμη και πηγή περηφάνιας, όταν όμως το αντίθετο συμβαίνει είναι κάτι που δεν συγχωρείται. Ολα αυτά είναι πράγματα που ο θεατής εύκολα μπορεί να αναγνωρίσει στην ιστορία, αλλά που δεν διατυπώνονται με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε ένα «κοινωνικό» δράμα. Ο μανδύας του αστυνομικού φιλμ μου δίνει την ευχέρεια να εξερευνήσω αυτές τις ιδέες με απροσδόκητο και μη προφανή τρόπο.
Το χιούμορ ως μηχανισμός επιβίωσης
Με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, το χιούμορ και το παράλογο βρίσκει παντα τη θέση του στις ταινίες μου. Νομίζω ότι έχει να κάνει κυρίως με μένα και με την καταγωγή μου, με την φύση του κουρδικού λαού. Οταν είσαι Κούρδος, όταν κουβαλάς μια τραγική ιστορία. δεν μπορείς παρά να βρίσκεις καταφύγιο στο χιούμορ. Αν δεν έχεις χιούμορ, τότε το μόνο που σου μένει είναι να βάλεις ένα πιστόλι στην βάση του λαιμού σου και να πατήσεις την σκανδάλη.
Tags: Χινέρ Σαλίμ