Ο Ηλίας Δούλης είναι 25 χρόνων. Ποιητής (αφού υποστηρίζει πως όλα ξεκινούν από εκεί), φωτογράφος (με συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις και συνεργασία με τον οίκο Ralph Lauren), κινηματογραφιστής (με ήδη μια ταινία μεγάλου μήκους έτοιμη και μια μικρού μήκους σε στάδιο post-production), ένας νέος δημιουργός που αναζητά τη δική του θέση μέσα στο σύγχρονο γίγνεσθαι και με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τη «Φωλιά» αναζητά τα όρια του queer σινεμά, της αφήγησης, της αυτοβιογραφίας, της εξομολόγησης.
Λίγο πριν την πρεμιέρα της «Φωλιάς» στην Αθήνα, ο Ηλίας Δούλης μιλάει στο Flix για όλα όσα τον εμπνέουν, τις αναφορές του, την ενδοοικογενειακή βία, το queer σινεμά που αγαπάει και τις ετερο-βιογραφίες που μπορεί κανείς να ανακαλύψει στο έργο του.
Πώς θα περιέγραφες τη «Φωλιά» σε έναν υποψήφιο θεατή;
«Φωλιά» είναι το κάθε σπιτικό, στη περίπτωση της ταινίας, ένα επαρχιακό σπίτι στην Ελλάδα του τότε και του τώρα. Μέσα σε αυτό, βρίσκουμε ένα καχεκτικό πλάσμα, το οποίο αδυνατεί ακόμα να κάνει το πρώτο βήμα στο κενό και να πετάξει. Συντηρείται από το φαγητό των γειτόνων και τις αναμνήσεις ενός σκοτεινού παρελθόντος. Αυτό το παρελθόν θα ανακατασκευαστεί μέσα από ένα τελετουργικό που διαρκεί τρεις μέρες. Ενας πατέρας-κτήτορας, μια μητέρα στη σιωπή, είναι τα δύο άλλα πρόσωπα της ιστορίας. Μέσα από αφηγήσεις των προσώπων αυτού του τριγώνου, που συνιστά τον πυρήνα της οικογένειας στη «Φωλιά», βλέπουμε τί ορίζεται ως «βία» και τί ως «αγάπη» για τον καθένα ξεχωριστά.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας; Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία σε αυτήν;
Η ιδέα της ταινίας αλλά κι οποιουδήποτε καλλιτεχνικού μέσου που χρησιμοποιώ, γεννιέται μέσα από το σμίξιμο των προσωπικών μου εμπειριών και των καλλιτεχνικών μου προεγγραφών. Ενα ποίημα που με συγκινεί, γίνεται εικόνα και μια ερεθιστική φωτογραφία, δύο-τρία στιχάκια. Και φυσικά, τροφοδοτείται το ό,τι κάνω από την ίδια τη ζωή. Ετσι λειτουργώ. Από μια ανάγκη για να προβάλλω ό,τι εμένα έχει αγγίξει κι επομένως μπορεί να αγγίξει και κάποιον άλλον.Αρα, ναι, είναι αυτοβιογραφική και μέσα από την κοινωνική μνήμη - ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός - και ετερο-βιογραφική. Είναι τόσο η δικιά μου ιστορία, όσο και η δική σου.
Από το χώρο της φωτογραφίας στο χώρο του σινεμά – τι είναι αυτό που χωρίζει ή ενώνει αυτούς τους δύο κόσμους;
Τόσο η φωτογραφία όσο και ο κινηματογράφος βγήκαν από τη μήτρα της ζωγραφικής. Ενα ζωγραφικό πορτρέτο, ένα βυζαντινό τρίπτυχο, θα γίνει φωτογραφικό πορτρέτο, μερικά κινηματογραφικά καρέ. Για μένα δεν διαφέρουν. Hταν φυσικό για μένα να μεταπηδήσω στο σινεμά χωρίς να σταματώ την πορεία μου ως φωτογράφος, ως άνθρωπος που προσπαθεί να περικλείσει μια ιστορία σε ένα μόνο κάδρο. Eχοντας ως «παρακαταθήκη» το φωτογραφικό μου έργο, δεκάδες ακυκλοφόρητα ποιήματα και τις σπουδές μου στον Κινηματογράφο και τη Συγγραφή, θέλησα να τα ενώσω ώστε τόσο το οπτικό όσο και το ακουστικό κομμάτι να πυροδοτήσει συναισθήματα στον θεατή. Για μένα, προσωπικά, ό,τι κάνω έχει την αφετηρία στη ποίηση και συνεπώς τόσο το σινεμά όσο και η φωτογραφία είναι διαφορετικά μέσα πειραματισμού και κάθε μου έργο, ένα δικό μου ποίημα.
Τι ήταν πιο δύσκολο στη δημιουργία μιας πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας;
Ολα και τίποτα. Κυρίως όλα. Θέλω να πω ότι ήταν ζητούμενο για μένα να έχω την απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία σε αυτό που έκανα. Ηθελα να μην έχει πάνω του το βλέμμα των άλλων πριν το βγάλω στο φως. Να μην οικειοποιηθεί κάποιος άλλος το «δικό μου παιδί». Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν πολλές στιγμές αμφιβολίας, κατάρρευσης, απογοητεύσεων και χρήματα σκορπισμένα στον αέρα. Η πίεση χρόνου, οι δύσκολες συνθήκες γυρίσματος αλλά και τα ίδιο το υλικό που απαιτούσε ωμή αλήθεια και πάθος. Επειδή η ιστορία ξετυλίγεται σε τρεις ημέρες, ήθελα να γυριστεί και σε τρεις μέρες. Αυτό από μόνο του μπορεί να επαληθεύσει το πόσο με ένοιαζε να υπήρχε αλήθεια σε αυτό που θα έκανα. Ειδικά, εφόσον θέλησα να μιλήσω για την βία της αγάπης και την έλλειψη αυτής. Το ίδιο ισχύει, βέβαια, και για την επίπονη διαδικασία συγγραφής του, τα ερωτήματα μέσα μου για τον βαθμό έκθεσης μου. Πιστεύω πως ό,τι έχει πετύχει στην τέχνη, είναι γιατί δημιουργήθηκε με το αίμα του εκάστοτε καλλιτέχνη. Αν έδινα λιγότερα και δη στο σκηνοθετικό μου ντεμπούτο, θα ένιωθα ψεύτικος.
Ποιες ήταν οι διακριτές επιλογές στο στιλ και την τεχνοτροπία που ακολούθησες;
Για να το θέσω σωστά, πρέπει να τονίσω ότι πρόκειται για ένα arthouse drama ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Ενός σκηνοθέτη, ο οποίος πειραματίζεται με το κινηματογραφικό μέσο για να εξωτερικεύσει τις δικές του φοβίες και ευαισθησίες. Η ιστορία της ταινίας θα μπορούσε να ειπωθεί με διάφορους τρόπους. Εγώ επέλεξα να λειτουργήσω με αντικείμενα-σύμβολα και εξπρεσιονιστικά πλάνα. Βασικό μέλημα ήταν να φαίνεται το πέρασμα του χρόνου φυσικά και να τηρηθεί η σειρά των σκηνών στο γύρισμα. Καθώς οι σκηνές προχωράνε και το κείμενο όλο και μικραίνει σε μέγεθος, να αλλάζει και ο τρόπος λήψης. Ο φωτισμός είχε τον δικό του ρόλο σε όλο αυτό. Πιο συνοπτικά, ο χορός της εικόνας και του κειμένου και πότε το ένα κάνει ένα βήμα και πότε ακολουθεί κάποιο άλλο βήμα, ήταν η μεγάλη πρόκληση του έργου. Αλλη πρόκληση, φοβερά σημαντική, ο θεατής. Πώς θα φέρω τον θεατή αντιμέτωπο με την ιστορία κι ως ένα βαθμό και για κάποια λεπτά, με τον εαυτό του. Αρα οι επιλογές μου βασίστηκαν στο τι θα ήθελα να δω εγώ ως θεατής και το τί ζητά η ίδια η ταινία από έναν/μια θεατή. Θεατή, όχι με την έννοια εκείνου που είναι αμέτοχος αλλά που να μπορεί μέσα από την ταινία να προβληματιστεί πάνω στην απώλεια και τους παράδρομους της αγάπης.
Η βία και το σώμα είναι δύο στοιχεία που μοιάζουν να σας απασχολούν ιδιαίτερα στο έργο σου;
Πέρα από την καμπάνια για τον Ralph Lauren, ό,τι έχω κάνει έχει το γυμνό σώμα ως βάση. Ενα σώμα εκτεθειμένο, εύθραυστο και φθαρτό στην σκληρή κοινωνία ή την αγκαλιά της οργιώδους φύσης. Η βία, συνεπώς, είναι παρούσα σε όλο μου το έργο. Μέσα από την αναζήτηση των μηχανισμών της και των αποτελεσμάτων της πάνω στο σώμα, θέλω να δείξω την πάλη του ανθρώπου με το περιβάλλον του, τις τάσεις φυγής μου ίσως. Ακόμα και τα επόμενα μου βήματα με γυρνούν σε αυτά τα θέματα. Ετοιμάζω μια σειρά φωτογραφιών με τον Κόλμπι Κέλερ και μία μικρού μήκους που λειτουργεί ως φόρος τιμής στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου. Και σε αυτά θα βρείτε την βία να μεταμφιέζεται σε αγάπη και τανάπαλιν. Το μόνο που έχω να πω τώρα είναι πως η πρώτη φράση που έγραψα όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με τη συγγραφή του έργου ήταν «βία θα πει…». Ισως, όταν βρω την κατάληξη αυτής της φράσης, να σου απαντήσω ξεκάθαρα γιατί τα επιλέγω ως προβαλλόμενα θέματα. Τώρα αδυνατώ.
Ενα ποίημα που με συγκινεί, γίνεται εικόνα και μια ερεθιστική φωτογραφία, δύο-τρία στιχάκια. Ο,τι κάνω τροφοδοτείται από την ίδια τη ζωή. Ετσι λειτουργώ. Από μια ανάγκη για να προβάλλω ό,τι εμένα έχει αγγίξει κι επομένως μπορεί να αγγίξει και κάποιον άλλον.Αρα, ναι, είναι αυτοβιογραφική και μέσα από την κοινωνική μνήμη - ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός - και ετερο-βιογραφική. Είναι τόσο η δικιά μου ιστορία, όσο και η δική σου.
Το θέμα της κακοποίησης επανέρχεται συνεχώς με διαφορετικές μορφές στις σύγχρονες κοινωνίες. Πώς ακριβώς το αντιμετώπισες στην ταινία;
Η συγκεκριμένη ιστορία δυστυχώς δεν είναι πρωτάκουστη. Ψυχολογική ή/και σωματική κακοποίηση υπάρχει ως ένα βαθμό σε όλα τα σπίτια. Αυτό που έκανε εμένα να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα, πόσο μάλλον να αρχίσω την σκηνοθετική μου πορεία με αυτό, είναι γιατί όλα ξεκινούν στο σπίτι. Εκεί υπάρχει η αγάπη και πρωτοεμφανίζεται η βία. Το ένα φέρνει το άλλο. Σκοπός μου ήταν να έχουν όλα συμβολικό χαρακτήρα ώστε να συν-κινήσουν τον κάθε θεατή ξεχωριστά, ανάλογα με τα δικά του βιώματα. Να μπορέσει μέσα από τις σκηνές και τα λόγια του κάθε χαρακτήρα να πάρει ό,τι του είναι γνώριμο και να αφήσει κάτι που τον πόνεσε πίσω. Επίσης, σημαντικό ήταν να μην πάρω κάποια θέση. Κάθε χαρακτήρας από την πλευρά του λειτούργησε όπως ο ίδιος πίστευε καταλληλότερα. Αυτή είναι και η τραγωδία της ελληνικής οικογένειας πιστεύω. Ολοι δικαιολογούνται και ταυτόχρονα κανείς.
Ποιες είναι οι κινηματογραφικές σου αναφορές γενικά και ειδικά για τη «Φωλιά»;
Η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Άγγελος. Για μένα και φαντάζομαι για πολλούς άλλους queer Ελληνες δημιουργούς, αυτή η ταινία είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά η αρχή του queer σινεμά (μας). Υστερα, ο Γιάνναρης με τους γκέι του περιθωρίου, ο Κούτρας με τους γκέι στο επίκεντρο. Ο μέγας Αλμοδόβαρ με τη παρενδυσία, τα χρώματα, την αγάπη για τη μητέρα, με ακολουθεί πάντα. Ακόμα και στη φωτογραφία – για παράδειγμα η σειρά φωτογραφιών Dead End [περιοδικό CARPARK, Ιαν. 2018]. Επιπλέον, η «Δασκάλα Πιάνου» του Χάνεκε και το «Ενα Τραγούδι Αγάπης» του Ζαν Ζενέ είναι έργα που με σημάδεψαν. Αυτά πιστεύω με έκαναν να εμβαθύνω στη δική μου σεξουαλικότητα και να αναμετρηθώ με τους δισταγμούς της. Να πω στο σημείο αυτό ότι είμαι και λάτρης του ερωτικού σινεμά. Πρόσφατα, έκανα και ένα πρότζεκτ στα τσοντοσινεμά του Παρισιού, επισκέφθηκα και όλα τα αθηναϊκά. Σε τέτοια καταγώγια βρήκα τον Φασμπίντερ.Ειδικά για την «Φωλιά», θα επανέλθω στον Κούτρα κι ειδικά στην «Στρέλλα», μια ταινία που σμίγει το λυρικό με το ζωώδες. Μπλεκόταν με τον Νοέ, όταν ήθελα να οπτικοποιήσω μια σκηνή του έργου. Αλλού υπάρχει ο «Θάνατος στη Βενετία» με την νοσταλγική ατμόσφαιρα, το «Brokeback Mountain» με τα ρούχα της εργατιάς, το «Δαμάζοντας τα Κύματα» σε μια κομβική στιγμή κι ευρύτερα η μελαγχολία του σινεμά του Λαρς φον Τρίερ. Τέλος, η «10η Εντολή». Μπορεί να πρόκειται για τηλεοπτική σειρά αλλά θα ήταν άδικο να μην την αναφέρω γιατί και η ιστορία της ταινίας μου δεν διαφέρει από τις τόσες που έχουν προβληθεί εκεί. Η πιο σωστά, δεν διαφέρει ο πόνος των χαρακτήρων, η ευάλωτη ανθρωπιά τους.
Σε ένα ευρύτερο queer περιβάλλον στην τέχνη που θα τοποθετούσες τον εαυτό σου; Πόσο σημαντικό πιστεύεις ότι είναι να λέγονται queer ιστορίες;
Καταρχάς, να πω πως είμαι χαρούμενος που προβάλλονται όλο και περισσότερο ιστορίες γκέι ανθρώπων και στρέιτ γυναικών. Αυτές οι κοινωνικές μειονότητες και άλλες που είναι κατ’ επέκταση και κινηματογραφικές μειονότητες, κερδίζουν έδαφος – δες τι πέτυχε το «Black Panther» στο εμπορικό σινεμά! Μέσω της ταχύτητας της σύγχρονης ενημέρωσης, παρατηρούμε ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να δει ιστορίες που να τον αφορούν άμεσα ή να μιλούν για τους γύρω του.Βέβαια με την έκθεση έρχεται και η κριτική - και ποια σκληρότερη από αυτή που ξεμπροστιάζει και ταρακουνάει το οικοδόμημα της πατριαρχίας.Μόλις χθες είχα μια συνάντηση με τον Χρήστο Ρούσσο, στον οποίο είπα αυτό που θα πω και σε σας τώρα: Πιστεύω ότι για να πέσουν οι ταμπέλες πρέπει πρώτα να τις δείξουμε και πώς το ομοφυλόφιλο βλέμμα σε ένα έργο δεν χάνεται ποτέ όταν είναι γκέι ο δημιουργός. Προσωπικά, θα με κατέτασσα στη λίστα των queer καλλιτεχνών που χρησιμοποιούν διάφορα μέσα –την ποίηση, την φωτογραφία, το σινεμά, για να καταθέσουν τις εμπειρίες τους. Στη λίστα εκείνων που θέλουν να μιλήσουν για ό,τι ξέρουν και τίποτα πέρα από αυτό. Οπως είπα, μόνο τότε νιώθω ότι λειτουργεί ένα έργο τέχνης.
Τι είναι για σένα… φωλιά;
Η «Φωλιά» είναι το δικό μου το σπίτι. Το αποκούμπι μέσα από το οποίο μίσησα αυτούς που μ' έφεραν στον κόσμο και κατάφερα να τους αγαπήσω πάλι από την αρχή. Ατόφια και χωρίς φτιασίδια. Η «Φωλιά» είναι τα πλάνα που βλέπουν τα μάτια μου και δε μπορεί ποτέ να αποτυπώσει ο φακός μου, γιατί τα εκφράζει πιο μεστά η καρδιά μου από την όποια μου οπτικοακουστική σκέψη. Η «Φωλιά» είναι η σιγουριά της αγάπης των γύρω μου, το φαΐ της μάνας μου κι η μαστοριά του πατέρα μου. Αυτό είναι αγάπη. Η «Φωλιά».
Δείτε εδώ το τo teaser trailer της «Φωλιάς»:
Ακολουθήστε τον Ηλία Δούλη στο Instagram και στο Facebook.