Η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί το 2006 στο BHMAgazino | Τζίνα Ρόουλαντς «Η Πρώτη Κυρία του Ανεξάρτητου Σινεμά»
Οταν βρίσκεσαι στο ίδιο δωμάτιο με την Τζίνα Ρόουλαντς νιώθεις το βάρος της Ιστορίας. Δεν είναι κάτι που επιδιώκει η ίδια – το αντίθετο. Απλά είναι αδύνατον να έχεις περάσει ώρες μπροστά από τα κάδρα του Τζον Κασσαβέτη, ρουφώντας τον πειραματικό για την εποχή τρόπο που αποτύπωνε την αλήθεια του, να έχεις δει αυτή τη γυναίκα να ξεγυμνώνεται συναισθηματικά με την πιο στιβαρή ορμή που το έχει καταφέρει ποτέ πρωταγωνίστρια, και να μην ανατριχιάζεις στην 76χρονη τότε (σ.σ. το 2006) παρουσία της. Οπως και στους ρόλους της, έτσι και στην πραγματικότητα, η ίδια δεν κάνει τίποτα περιττό. Απλά σου επιβάλλεται. Ανοίγει μία πόρτα και ο ηλεκτρισμός που προκαλεί διαχέεται στο χώρο. Μπαίνει απλή, χωρίς αυλοκόλακες, ατζέντηδες και συνοδούς, αλλά ταυτόχρονα με βήμα αρχοντικό, παράστημα μεγάλης κυρίας και αύρα πρωταγωνίστριας – μέσα κι έξω από την οθόνη.
Ημουν τυχερή. Ημασταν τυχεροί που συναντηθήκαμε. Τίποτα όμως δεν ήταν κινηματογραφικό με την έννοια που το λέτε – μη γελιέστε. Εκτός από τους καυγάδες. Οι καυγάδες ήταν σε σινεμασκόπ (γελάει). Ολα ήταν έντονα, αλλά αυτό δεν είναι και η ίδια η ζωή; Εντονη; Ειδικά όταν συναντιούνται δύο άνθρωποι, δύο έντονες προσωπικότητες και ... πολλές έντονες απόψεις;»
Την είχαμε συναντήσει στο 59o φεστιβάλ Καννών, καθώς συμμετείχε στο «Paris, Je T’ Aime», την σπονδυλωτή ταινία που οραματίστηκαν οι παραγωγοί του «Αμελί» , όπου δεκαοκτώ σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο είχαν αναλάβει ο καθένας από ένα γεωγραφικό διαμέρισμα της Πόλης του Φωτός και αποτύπωσαν στις γειτονιές του μία 5λεπτη ιστορία αγάπης –ό,τι αυτό σήμαινε για τον καθένα. Θα θυμάστε την ταινία: το πολυσυλλεκτικό όραμα κινηματογραφιστών όπως ο Γκας Βαν Σαντ, οι αδελφοί Κοέν, ο Τομ Τίκβερ, ο Βάλτερ Σάλες, ο Αλφόνσο Κουαρόν, η Γκούριντερ Τσάντα ενώθηκε σε μια κοινή φιλμική ερωτική εξομολόγηση - στο ίδιο Παρίσι που αιώνες τώρα κουβαλάει το στερεότυπο σχήμα της πιο ρομαντικής πόλης, στον εκλιπόντα ρομαντισμό αλλοτινών εποχών, στην μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, σε σένα προσωπικά.
Η Τζίνα Ρόουλαντς είχε τότε αναλάβει να γράψει και να πρωταγωνιστήσει στο φιλμάκι που σκηνοθέτησε ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ για την «Quartier Latin». Μία επανασύνδεση δύο καρμικών συντρόφων, ένα δείπνο, ένας έντονος 5λεπτος διάλογος, ένα τέλος. Οσο παρακολουθείς την μεστή ένταση ανάμεσα σε εκείνη και τον συμπρωταγωνιστή της Μπεν Γκαζάρα, η Ιστορία είναι πάλι παρούσα και σου κλείνει το μάτι. Η Τζίνα Ρόουλαντς γράφει μια «συνέχεια». Μια συνέχεια όλων των Κασσαβιτικών ηρωίδων, όλων των γυναικών που έχει ερμηνεύσει απέναντι σε όλους τους ήρωες του Γκαζάρα (πάντα το alter ego του Κασσαβέτη) μία στιγμή τους στο σήμερα, μία δική της στιγμή μετά από όλα αυτά τα χρόνια.
Διαβάστε και τον αποχαιρετισμό του Flix στην Τζίνα Ρόουλαντς: Μια ανεξάρτητη γυναίκα εξομολογείται
Mπεν Γκαζάρα και Τζίνα Ρόουλαντς ακούν τις οδηγίες του Ζεράρ Ντεπαρντιέ
Πώς αποφασίσατε το πώς θα παρουσιάσετε τη δική σας παριζιάνικη γειτονιά, τη δική σας ιστορία αγάπης;
Δεν είχα ιδέα τι ήθελα να κάνω. Δέχτηκα αμέσως την πρόταση των παραγωγών, γιατί αμέσως κατάλαβα ότι θα γυριστεί μία εξαιρετική ταινία στην οποία θα ήθελα να είμαι μέρος. Αλλά θυμάμαι να κλείνω το τηλέφωνο και να με πιάνει πανικός. Τι ήξερα εγώ από μικρού μήκους; Τι είδους πειθαρχία απαιτούσε μία τέτοια γραφή; Επεσα για ύπνο. Αυτό κάνω όταν βρίσκομαι σε τέλμα. Αλλά πάντα κρατάω ένα μπλοκ στο κομοδίνο. Γιατί ξέρω τι θα ακολουθήσει. Πράγματι ξύπνησα στην μέση της νύχτας με μία ιδέα να με περιτριγυρίζει. Τι μπορεί να βιώσει μία γυναίκα της ηλικίας μου ως ερωτική ιστορία, στο Παρίσι, σε πέντε λεπτά; Μα φυσικά! Ενα «αντίο»... Το πρωί πήρα τηλέφωνο τον Μπεν (Γκαζάρα). Δε θα μπορούσα να διανοηθώ να το κάνω χωρίς εκείνο – αιώνιο κινηματογραφικό σύντροφο και προσωπικό φίλο.
Mε διάφορους συντελεστές του «Paris, Je T’ Aime», Κάννες 2006
Κάποτε είχατε πει ότι στις ταινίες του Κασσαβέτη βρισκόμαστε εκτεθειμένοι σε άβολες στιγμές της ζωής μας, όταν έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας. Και οι ταινίες του δεν σου λύνουν το πρόβλημα, δεν σου προσφέρουν ασφάλεια. Απλά σου λένε «ΟΚ, αισθάνεσαι χαμένος. Τώρα πόσο μπορείς να αγαπήσεις και τι σημαίνει η αγάπη για σένα;». Εδώ, η δική σας ιστορία αγάπης είναι ένα γλυκόπικρο τέλος, μια μικρή απομυθοποίηση...
Μα αυτή είναι όμως η αλήθεια. Οι ταινίες του Κασσαβέτη αυτό πρόσφεραν: την αλήθεια, έτσι όπως εκείνος βέβαια την έβλεπε, αλλά και έτσι όπως πλησίαζε στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι και μελό και βαρετή και γλυκιά και πικρή. Αλλά ποτέ αδιάφορη. Προσγειώνεσαι στις ζωές των ηρώων, παρακολουθείς για λίγο και φεύγεις. Το αντίο είναι μέρος της αλήθειας. Η αγάπη δε φεύγει επειδή λες αντίο. Οι ήρωες μου δεν έχουν σταματήσει να αγαπιούνται, οπότε, αν θέλετε, το αντίο δεν είναι το πικρό μέρος – το παρόν είναι το πικρό μέρος, γιατί κανείς δεν τολμά να το ζήσει. Ομως δεν το είδα μόνο από τα μάτια του ζευγαριού. Ο έρωτας δεν είναι μονοδιάστατος. Οι στιγμές που νιώθουμε να βουτάμε σε ζεστό μέλι δεν είναι μόνο αυτές που βιώνουμε την επαφή με τον εραστή μας, αλλά και αυτές που ξαφνικά βρισκόμαστε σε αρμονία με τον εαυτό μας. Υπάρχει μία σκηνή, προς το τέλος της ταινίας, που οι παραγωγοί ήθελαν να συνδέσουν κάποιες ιστορίες μεταξύ τους. Με έβαλαν λοιπόν σ’ ένα παράθυρο, να διασταυρώνονται τα βλέμματά μας με την Ζιλιέτ Μπινός στο απέναντι διαμέρισμα. Δεν ήθελα να τη γυρίσω τη σκηνή. Το έκανα με βαριά καρδιά. Οταν την είδα χτες στην πρεμιέρα, βούρκωσα. Ξαφνικά κατάλαβα. Δύο γυναίκες, διαφορετικών γενεών, ξένες σε μία μεγαλούπολη, ζούμε τους προσωπικούς μας αποχαιρετισμούς, πονάμε βαθιά και πλησιάζουμε τα παράθυρά μας. Κοιτιόμαστε και χαμογελάμε αναγνωρίζοντας η μία την άλλη. Καταλαβαίνουμε. Απλά, καταλαβαίνουμε...
Είναι αυτή η κατανόηση ένας λόγος για τον οποίο κάνετε ταινίες;
Απόλυτα. Ο μόνος λόγος που κάνω ταινίες είναι γιατί κατανοώ κάτι παραπάνω για τη ζωή, τους δίπλα μου και τον εαυτό μου. Για αυτό και με ενδιαφέρει πρωταρχικά ο διάλογος και η ερμηνεία του. Ερμηνεύω σημαίνει επικοινωνώ.
Το θέμα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετοί γυναικείοι ρόλοι. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετές γυναικείες πένες και γυναικείες κάμερες. Είμαι ίσως από τις τυχερές: πάντα κάτι μου προτείνουν από καιρό εις καιρό. Για αυτό με βλέπετε ακόμα εδώ. Για να με σταματήσετε, θα πρέπει να με σκοτώσετε...»
Πιστεύετε ότι υπάρχει χώρος για τους πρωταγωνιστές όταν μεγαλώνουν; Είναι διαφορετικά για τις γυναίκες;
Ηταν πάντα διαφορετικά για τις γυναίκες. Και πάντα υπάρχει μία δικαιολογία. Οταν ξεκίνησα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, οι άντρες είχαν την κύρια θέση γιατί επέστρεφαν από τον πόλεμο. Ηρωες. Στη δεκαετία του 70 έκαναν ξανά την επανάστασή τους για να καταστρέψουν αυτό το είδωλο. Σήμερα, πάλι είναι στο επίκεντρο γιατί ακόμα ψάχνουν να το αντικαταστήσουν. Ακόμα και το πιο ειλικρινές σινεμά, το ανεξάρτητο σινεμά, αυτούς αντικατοπτρίζει. Βλέπετε, το θέμα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετοί γυναικείοι ρόλοι. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετές γυναικείες πένες και γυναικείες κάμερες. Δεν παραπονιέμαι όμως. Πιστεύω ότι ο καθένας χαράζει την προσωπική του ιστορία. Είμαι ίσως από τις τυχερές: πάντα κάτι μου προτείνουν από καιρό εις καιρό. Για αυτό με βλέπετε ακόμα εδώ. Για να με σταματήσετε, θα πρέπει να με σκοτώσετε (γελάει). Τελευταία μία παλιά φίλη με ρώτησε αν έχω βαρεθεί να παίζω τις μητέρες. Καθόλου, της απάντησα. Οι μητέρες είναι οι πιο ισχυρές γυναίκες στον κόσμο.
Οι ταινίες του Κασσαβέτη αυτό πρόσφεραν: την αλήθεια, έτσι όπως εκείνος βέβαια την έβλεπε, αλλά και έτσι όπως πλησίαζε στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι και μελό και βαρετή και γλυκιά και πικρή. Αλλά ποτέ αδιάφορη. Προσγειώνεσαι στις ζωές των ηρώων, παρακολουθείς για λίγο και φεύγεις. Το αντίο είναι μέρος της αλήθειας. Η αγάπη δε φεύγει επειδή λες αντίο...»
O χαρακτήρας σας στο «Μίνι και Μόσκοβιτς» (1971) έχει μόλις δει την Καζαμπλάνκα και απομυθοποιεί τις ταινίες λέγοντας «ότι πρόκειται για συνωμοσία που μας ταΐζουν την πλάνη του πώς να αγαπάμε». Κι όμως εσείς ζήσατε έναν τέτοιον «κινηματογραφικό» έρωτα με τον Κασσαβέτη...
Ημουν τυχερή. Ημασταν τυχεροί που συναντηθήκαμε. Τίποτα όμως δεν ήταν κινηματογραφικό με την έννοια που το λέτε πάντως – μη γελιέστε. Εκτός από τους καυγάδες. Οι καυγάδες ήταν σε σινεμασκόπ (γελάει). Ολα ήταν έντονα, αλλά αυτό δεν είναι και η ίδια η ζωή; Εντονη; Ειδικά όταν συναντιούνται δύο άνθρωποι, δύο έντονες προσωπικότητες και ... πολλές έντονες απόψεις; (γελάει)
Zαν Κασσαβέτης, Τζίνα Κασσαβέτης, Νικ Κασσαβέτης, Τζίνα Ρόουλαντς, Ζόι Κασσαβέτης
Πώς αισθάνεστε τώρα που σας σκηνοθετεί ο γιος σας; Που και ο Νικ και η Ζόι έχουν συνεχίσει στα χνάρια του πατέρα τους;Τα δικά τους χνάρια έχουν βρει. Και νιώθω υπέροχα. Οπως κάθε μητέρα που έχει την ευλογία να παίρνει μέρος στο έργο των παιδιών της – όποιο κι αν είναι αυτό...
Η ατζέντης είχε διακόψει τη συνέντευξη και είχε έρθει να την απομακρύνει από τους δημοσιογράφους. Η ώρα είχε περάσει και η Ρόουλαντς θα πρέπει να μεταφερθεί στην αίθουσα «Μπουνιουέλ» του Palais Du Festival για να δώσει ένα masterclass στην υποκριτική. Σηκώθηκε να φύγει δίνοντας το χέρι της θερμά, δυναμικά, αλλά ταυτόχρονα με μία φινέτσα που την καθόριζε πάντα.
Περνώντας από δίπλα μου θυμάμαι ότι ψιθύρησα κάτι για την Ελλάδα, πώς την περιμέναμε στις Νύχτες Πρεμιέρας λίγα χρόνια πριν, αλλά ο τραυματισμός της την είχε εμποδίσει να έρθει. Ηταν άγαρμπος, ταραγμένος ο ψίθυρός μου, σχεδόν επιτακτικός. Οχι γιατί ήθελα μία δήλωση ακόμα – το κασσετοφωνάκι είχε κλείσει προ πολλού. Απλά, από παιδιάστικη σινεφίλ λαχτάρα θέλησα να της απευθύνω το λόγο μια τελευταία φορά. Υγρά μάτια και ζεστό χαμόγελο εισέπραξα. «Ημουν 3 μήνες στην Ελλάδα με τους φίλους και τα παιδιά μου πέρσι το καλοκαίρι. Και θα ξαναέρθω και φέτος. Να είστε καλά...»
Ο επόμενος σκηνοθέτης είχε ήδη κάτσει απέναντί μου, το κασσετοφωνάκι είχε ξανανοίξει και οι ερωτήσεις ήταν έτοιμες να του απευθυνθούν σχεδόν μηχανικά. Ομως όλα σταμάτησαν. Γιατί ο Αλεξάντερ Πέιν (αυτός ήταν ο επόμενος σκηνοθέτης), που έχει συμβάλει και αυτός με ένα ταινιάκι του στη σύνθεση του «Paris Je T’ Aime» την είδε ξαφνικά και πετάχτηκε όρθιος για να της δώσει κι αυτός το χέρι του. Οταν τέλειωσαν τη σύντομη συνομιλία τους ξαναγύρισε στο τραπέζι μας αλαφιασμένος και κατακόκκινος «Μόλις μου μίλησε η Τζίνα Ρόουλαντς» τον ακούω να ψιθυρίζει.
Κι αν ένας οσκαρικός σκηνοθέτης αισθάνθηκε έτσι, επιτρέψτε μου να μην ντρέπομαι να το παραδεχτώ κι εγώ. Μου έχει μιλήσει και εμένα η Τζίνα Ρόουλαντς...
Δείτε εδώ το «Quartier Latin» από το «Paris, je t'aime»: