Συνέντευξη

Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Κύπρος, το «Νησί που Μοιραζόμαστε»

of 10

Το «Νησί που Μοιραζόμαστε» της Δανάης Στυλιανού συμμετέχει στο τμήμα «Καταγραφή της Μνήμης» του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και, όσο παραταιρο κι αν ακούγεται, βάζει στο ίδιο σπίτι τρεις Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους σε ένα ελπιδοφόρο «Big Brother» φτιαγμένο από τη ζωή!

Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Κύπρος, το «Νησί που Μοιραζόμαστε»

Πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Δανάης Στυλιανού (έχει σκηνοθετήσει στο παρελθόν δύο ταινίες μικρού μήκους μυθοπλασίας, το «Η Χιονάτη και οι Εφτά Γοητείες» το 2004 και το «Κουκλόσπιτο» το 2006 και ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το «Οδός Αγκύρας» το 2004), το «Νησί που Μοιραζόμαστε» κάνει πραγματικότητα αυτό που δεν θα μπορούσε ίσως ποτέ να συμβεί στη ζωή. Καταγράφει τη συνύπαρξη των Ελληνοκύπριων και των Τουρκοκυπρίων, αποδεικνύοντας πως ό,τι τους χωρίζει είναι πολύ πιο κοντά σε ό,τι τους ενώνει. Διαβάστε όσα είπε στο Flix η Δανάη Στυλιανού για το ιδιότυπο πείραμα της και όσα κατάφερε να αποκομίσει από μια «αποκαλυπτικη» εμπειρία.

Τι είναι το «Νησί που Μοιραζόμαστε»;

Τρεις Ελληνοκύπριοι και τρεις Τουρκοκύπριοι νέοι που δεν έχουν συναντηθεί ποτέ στο παρελθόν, μοιράζονται ένα σπίτι για πέντε μέρες και μαζί ταξιδέυουν βόρεια και νότια της διαχωριστικής γραμμής στην Κύπρο. H Στέφανι, 25 ετών, αρθρογράφος, η Ιλκε, 25 ετών, σύμβουλος επιχειρήσεων, η Δέσποινα, 23, χημικός μηχανικός, η Μπαχιρέ, 25, φοιτήτρια Διεθνών Σχέσεων, ο Γιώργος, 29, μουσικός και θεολόγος και ο Σερτούντς, 30, μουσικός. Αυτοί είναι οι έξι πρωταγωνιστές μας. Με αυτούς θα μοιραστούμε αυτό το ταξίδι και θα τους δούμε να μοιράζονται ένα σπίτι, ένα ταξίδι, ένα νησί για πέντε μέρες. Θα τους παρακολουθήσουμε να υποστηρίζουν διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας, να μοιράζονται ιστορίες του παρελθόντος και μαζί να οραματίζονται το μέλλον.

Το ερώτημα που προέκυψε όταν κτίζαμε την ιδέα για αυτή την ταινία ήταν ουσιαστικά κατά πόσον θα μπορούσαν οι έξι συμμετέχοντες να σπάσουν τις προκαταλήψεις, να λυτρωθούν από τα τραύματα του παρελθόντος που έχουν κληρονομήσει, να καταλήξουν σε μια κοινή ερμηνεία της ιστορίας της Κύπρου, να αντιμετωπίσουν τους πιο βαθιούς τους φόβους σε σχέση με την άλλη κοινότητα και να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα για το μέλλον.

Τα 6 άτομα επιλέχθηκαν μέσα από προσωπικές συνεντέυξεις από 150 άτομα και από τις δύο κοινότητες (Ελληνοκυπριακή- Τουρκοκυπριακή). Το στάδιο αυτό ήταν πιστεύω από τα σημαντικότερα στη δημιουργία της ταινίας, που ουσιαστικά είναι μια ανθρωποκεντρική ταινία. Επιλέξαμε κυρίως άτομα που δεν ήταν εξοικειωμένα με δικοινοτικές δραστηριότητες αλλά ούτε και ανήκαν στη νεολαία κάποιου κόμματος ή πολιτικής παράταξης, έτσι ώστε να εκφράζουν τις δικές τους προσωπικές απόψεις. Ψάχναμε άτομα που να έχουν άποψη την οποία μπορούν να στηρίξουν, όποια και να είναι αυτή. Και νομίζω ότι ο Γιώργος, ο Σερτούντς, η Ιλκε, η Δέσποινα, η Μπαχιρέ και η Στέφανι απέδειξαν ότι μπορούν να το κάνουν ενώ ταυτόχρονα ήταν ανοιχτοί στο να ακούσουν και να σεβαστούν μια διαφορετική άποψη.

Ενδιαφέρον θεωρώ επίσης ότι δύο από τους τρεις Ελληνοκύπριους δεν είχαν ξαναπάει ποτέ στα κατεχόμενα, και το κάνουν στην ταινία με τη συνοδεία Τουρκοκυπρίων. Αυτή είναι πιστεύω μια από τις πιο έντονες στιγμές στην ταινία. Οι αντιδράσεις τους ήταν απόλυτα ειλικρινείς και οι σχέσεις που κτίστηκαν μετά από αυτή την εμπειρία πολύ δυνατές.

Oι επισκέψεις που κάναμε τις πέντε μέρες ήταν: Διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας- Νεκρή Ζώνη, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, Λεμεσός, Λιμάνι Κερύνειας (κατεχόμενα), Χαλα Σουλτάν Τεκκέ, Λάρνακα, Μοναστήρι Αποστόλου Ανδρέα (κατεχόμενα). Επιλέξαμε αυτές τις τοποθεσίες σε μια προσπάθεια να εξερευνήσουμε την ταυτότητά μας ως Κύπριοι και τις δυνατότητες μιας διακριτής αλλά συνάμα κοινής πολιτειακής ταυτότητας. Θα έλεγα ότι το ντοκιμαντέρ ανέδειξε μια πιο υγιή έννοια της εθνικής ταυτότητας, που εμπλουτίζει αντί να διχάζει.

Πως ξεκίνησε η ιδέα του ντοκιμαντέρ;

Το «Νησί που Μοιραζόμαστε» προέκυψε μέσα απο τις ανησυχίες μου για το μέλλον της νέας γενιάς, της γενιάς μου, στην Κύπρο. Στόχος μου δεν ήταν να κάνω άλλη μια ταινία που να εξιστορεί γεγονότα και ιστορίες του παρελθόντος αλλά η σκιαγράφηση μιας γενιάς που έχει κληρονομήσει το κυπριακό πρόβλημα, χωρίς να είχε συμμετοχή στα γεγονότα που μας οδήγησαν σε αυτό. Στην ταινία εμφανίζονται νεαρά άτομα ηλικίας 23-30, νέοι δηλαδή που δεν έζησαν τα μέχρι και μετά την εισβολή γεγονότα και που η οποιαδήποτε γνώση είχαν για αυτά ή η γενικότερη εντύπωση που διατηρούν για την αντίθετη κοινότητα δεν ήταν εμπειρική.

Μέσα από δικές μου επαφές με Τουρκοκύπριους νέους συνειδητοποίησα πόσο παράλογο είναι το γεγονός ότι οι νέοι αυτοί κατοικούν στο ίδιο ελάχιστα μικρό νησί, και όμως μεγαλώνουν και ζουν χωριστά. Από το 2003 που άνοιξαν τα οδοφράγματα και μπόρεσα να έχω πλέον προσωπική επαφή με Τουρκοκύπριους μέχρι και σήμερα ένιωσα πως για πολύ καιρό έχανα ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της εικόνας τόσο της ιστορίας μας όσο και της ταυτότητάς μου ως Κύπρια. Ενιωσα ότι κατάλαβα για πρώτη φορά το κυπριακό πρόβλημα στην ολότητά του και ήθελα μέσα από μια πρωτότυπη ιδέα να φέρω μαζί Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους νέους σε μια προσπάθεια να εξερευνήσω την εξέλιξη των συναισθημάτων και των σχέσεων που θα δημιουργούνταν, όπως ακριβώς συνέβη και στην δική μου περίπτωση.

Πιστεύετε ότι τα ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με το «Κυπριακό» βοηθούν στην αφύπνιση του κόσμου γύρω από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας;

Βλέποντας την ταινία μπορεί κανείς να δει πώς μέσα από την προσωπική επαφή καταρρίπτονται στερεότυπα και προκαταλήψεις. Φυσικά, ζώντας οι δύο κοινότητες χωριστά για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, έχουν μια πολύ ελλιπή εικόνα η μια για την άλλη. Μαζί με αυτή την ελλιπή εικόνα, έχουν διδαχτεί και από μια διαφορετική ιστορία. H ταινία καταγράφει μια σημαντική πορεία ανθρώπινων σχέσεων και μια κίνηση αποδοχής. Mέσα από την εμπειρία, τα επίπεδα αισιοδοξίας ανέβηκαν σε όλους τους συμμετέχοντες. Συνειδητοποίησαν ότι ο διαχωρισμός μπορεί να είναι μόνο πολιτικός, πίστεψαν πως το κυπριακό πρόβλημα είναι κατά βάση ένα πολιτικό πρόβλημα. Και από τη στιγμή που οι άνθρωποι μεταξύ τους μπορούν να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα σε σχέση με την άλλη κοινότητα, τότε το πρόβλημα μπορεί να παραμείνει αποκλειστικά σε αυτή την πολιτική βάση.

ΠΙστεύω πως για να μπορέσει ο κόσμος της Κύπρου να είναι πιο δεκτικός ως προς την άλλη κοινότητα και ως προς τη λύση, πρέπει καταρχήν να ενημερωθεί. Να συζητήσει, να αναζητήσει την επαφή με την άλλη κοινότητα. Τίποτα δεν πρέπει να γινεται βεβιασμένα. Πρέπει να βγει από μέσα μας, όπως ακριβώς συνέβη στους ‘πρωταγωνιστές’ του Sharing an Island. Φυσικά, υπάρχουν αμέτρητα πράγματα που θα πρέπει να γίνουν σε πρακτικό επίπεδο για να μπορέσουμε να συμβιώσουμε σε ένα υγιές, ασφαλές κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. H ταινία δεν τα αγγίζει αυτά, ούτε προσπαθεί να προτείνει κάποια συγκεκριμένη μορφή λύσης, παρά μόνο στοιχεία που θα αποτελέσουν ένα υγιές σύστημα μέσα στο οποίο οι Κύπριοι θα μπορέσουν να συμβιώσουν ειρηνικά.

Κατά τη γνώμη μου ταινίες όπως «Το Νησί που Μοιραζόμαστε» συμβάλλουν εποικοδομητικά στη διαδικασία για την ειρήνη, ενώ βοηθούν στην αφύπνιση της κοινωνικής αλλά και πολιτικής συνείδησης, η οποία λόγω των ανέσεων που απολάμβανε μέχρι πρόσφατα ο μέσος Κύπριος στη ζωή του αυτή μπήκε σε δεύτερη μοίρα. Τώρα όμως, μέσα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο οικονομικής κρίσης, έχει αρχίσει να στρέφεται σε άλλες αξίες ο άνθρωπος, και να αναζητεί πράγματα που για χρόνια αδιαφορούσε.

Πιστεύω ότι τα ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με το κυπριακό πρόλημα εκθέτουν την αλήθεια γύρω από θέματα για τα οποία δεν μπορεί ο Κύπριος πολίτης να ενημερωθεί από τα μαζικά μέσα επικοινωνίας. Οι ταινίες φέρνουν στο φως θέματα που για διάφορους λόγους αποφεύγει να θίξει η πολιτεία. Είναι σαν μια κίνηση διαφώτισης και ενημέρωσης που επιτελείται τα τελευταία χρόνια μέσα από τα κυπριακά ντοκιμαντέρ. Ο κόσμος νομίζω το εκτιμά αυτό. Ιδιαίτερα το νεανικό κοινό αντιδρά πολύ θετικά σε ταινίες που πραγματεύονται το κυπριακό πρόβλημα. Έχοντας υπ’όψιν την παραγωγή ντοκιμαντέρ στο νησί τα τελευταία χρόνια γύρω από το θέμα νομίζω πως όλο και περισσοότεροι ντοκιμαντερίστες ‘τολμούν’ να εκθέσουν την αλήθεια. To κοινό εκτιμά ιδιαίτερα τις ανεξάρτητες πρωτοβουλίες, που δεν υποκινούται από κόμματα και πολιτικές σκοπιμότητες. Εχει ανάγκη ο κόσμος της Κύπρου από μια πιο αγνή ενημέρωση, ενώ γίνεται όλο και πιο καχύποπτος με τις προθέσεις των πολιτικών και των κομμάτων. Αυτό, βέβαια, πιστεύω χαρακτηρίζει τη γενικότερη τάση του σύγχρονου ανθρώπου.

Ποια πιστεύετε ότι είναι η θέση του ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφικού είδους σε μια εποχή κρίσης;

Tα ντοκιμαντέρ βοηθούν στο να ενδυναμωθεί η κοινωνία των πολιτών, η ελεύθερη κριτική σκέψη του ατόμου και όχι η απόλυτη, τυφλή ταύτιση με ιδέες ή στερεότυπα του παρελθόντος. O σύγχρονος άνθρωπος, μέσα στην εποχή της κρίσης, έχει αρχίσει να αμφισβητεί θεσμούς που από πάντα θεωρούσε ως ακλόνητους. Ο κινηματογράφος, και ιδιαίτερα οι ταινίες ντοκιμαντέρ, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της αναλυτικής σκέψης, είναι τροφή για το μυαλό. Οσο περισσότερα ντοκιμαντέρ παρακολουθεί κάποιος τόσο περισσότερο αμφισβητεί αυτά που παρουσιάζει η τηλεόραση ως την μόνη αλήθεια. Το κοινό θα συγκινηθεί, θα γελάσει και κυρίως θα προβληματίστει για πράγματα τα οποία δεν θα ακούσει ποτέ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ολόκληροι κολοσσοί εταιρειών έχουν κλονιστεί από την ύπαρξη ενός και μόνο ντοκιμαντέρ. Οι δυνατότητες του ντοκιμαντέρ είναι απεριόριστες. Και τώρα περισσότερο από ποτέ πρέπει να φέρουμε το ευρύ κοινό πιο κοντά στις ταινίες ντοκιμαντέρ, πιο κοντά στην αλήθεια.

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στην επίσημη σελίδα της ταινίας στο Internet

Το «Νησί που Μοιραζόμαστε» προβάλλεται την Τρίτη 13 Μαρτίου στις 17.30 στην αίθουσα «Φρίντα Λιάππα» και την Τετάρτη 14 Μαρτίου στις 13.00 στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας».

Διαβάστε περισσότερα για το 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης