Θέλει τόλμη να μεταφέρεις ένα βιβλίο της Μαργκερίτ Ντιράς στη μεγάλη οθόνη, ακόμα κι όταν αυτό είναι ένα από τα έργα που σημάδεψαν τη νεότητά σου. Ο Εμανουέλ Φινκιέλ ανέλαβε αυτό το ρίσκο και το διεπεραίωσε με επιτυχία, αφού το «Μαργκερίτ Ντιράς: Η Οδύνη» που προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσες καταφέρνει να μείνει πιστό στην ιδιαίτερη γραφή της Γαλλίδας συγγραφέα.
Με αφορμή την προβολή της ταινίας στο πλαίσιο του 19ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, όπου κέρδισε ομόφωνα το βραβείο της κριτικής επιτροπής, το Flix συνάντησε τον σκηνοθέτη, ο οποίος μίλησε για τη σχέση σινεμά και λογοτεχνίας και τις δυσκολίες που έχει ο λόγος της Ντιράς στην κινηματογράφησή του και μας αποκάλυψε την τραγική οικογενειακή ιστορία του που αποδεικνύει την ελάχιστη απόσταση που χωρίζει τη ζωή από την τέχνη.
H «Οδύνη» του Εμανουέλ Φινκιέλ προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσε σε διανομή της Weird Wave.
Τι σας οδήγησε στο να μεταφέρετε το βιβλίο της Μαργκερίτ Ντιράς στη μεγάλη οθόνη;
Πρώτα απ’ όλα ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για μένα να γυρίσω αυτό το βιβλίο, το οποίο είχα διαβάσει πιο νέος και το θέμα με είχε αγγίξει, με είχε σημαδέψει βαθιά. Βγήκε ξανά στην επιφάνεια μετά από μια πρόταση της ηθοποιού και φίλης μου Έλσα Ζιλμπερστάιν, την οποία αναφέρω και στους τίτλους έναρξης της ταινίας, γιατί αυτή έθεσε το έναυσμα να ασχοληθώ με κάτι που αγάπησα τόσο πολύ όσο ήμουν νεότερος.
Η Ντιράς παραμένει ακόμα και σήμερα μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Υπάρχει κάτι που σας γοητεύει και κάτι που σας απωθεί σε αυτή;
Η οξυδέρκεια του πνεύματός της, η ιδιαιτερότητα της γραφής της που είναι διαχρονικά μοναδική και ο τρόπος που εξακολουθεί να εμπνέει, να επηρεάζει και να προκαλεί με το έργο της.
Ηταν δύσκολο για εσάς να κινηματογραφήσετε την «Οδύνη»;
Για να είμαι ειλικρινής, όχι ιδιαίτερα, Και θα σας εξηγήσω γιατί. Δεν προσπάθησα να κάνω εικόνες τις λέξεις. Δε λειτούργησα ποτέ με τη λογική να μεταφέρω ακριβώς το βιβλίο. Σ’ αυτή την περίπτωση θα έκανα ένα σχολικό εγχειρίδιο λογοτεχνίας. Απλώς μεταμόρφωσα τις εικόνες που έβλεπα σε κάθε στιγμή της ανάγνωσης και προσπάθησα να μεταδώσω αυτό που αισθανόμουν. Δεν αντιμετώπισα την Ντιράς ως μνημείο, αλλά κινηματογράφησα την επίσκεψή μου στον κόσμο της.
Οπότε δεν πιστεύετε πως κάποια βιβλία δεν μπορούν να μεταφερθούν στο σινεμά.
Δεν το πιστεύω. Ωστόσο υπάρχουν βιβλία, τα οποία αν τα διασκευάσουν, χάνουν όλη την ουσία τους. Αλλά πρέπει να ορίσουμε πρώτα τι σημαίνει μεταφορά. Μια πιστή αναπαραγωγή του βιβλίου με οπτικά μέσα είναι ένα οξύμωρο. Ξέρετε τι είναι οξύμωρο; Φυσικά, είστε Έλληνας (γέλια). Κι από τη στιγμή που δεν υπάρχει, μπορούν να μεταφερθούν τα πάντα.
Ομως το στυλ της Ντιράς βασίζεται στην εμμονή, στην επανάληψη και στον έρωτα με τις λέξεις. Αυτό πώς οπτικοποιείται;
Προσπάθησα να κινηματογραφήσω την εμμονή, χωρίς ωστόσο να χαθώ μέσα σε αυτή. H ταινία μου είναι ένας έλικας, μια σπείρα γύρω από την εμμονή, στην οποία η απουσία του συζύγου της Μαργκερίτ αναδεικνύεται και χάνεται αλλά είναι πάντα αισθητή. Το πιο ευαίσθητο σημείο ήταν να ξεχωρίσω την εμμονή από την επανάληψη. Από το βιβλίο της Ντιράς ξεχώρισα δύο βασικά θέματα, τον πόνο της αναμονής και τη σχέση της με τον δωσίλογο Ραμπιέ και πάνω σ’ αυτό το δίπτυχο, ακόμα μια ελληνική λέξη (γέλια), δόμησα την ταινία.
Μιλώντας για δυαδικότητα, πείτε μου πώς εμπνευστήκατε τις σκηνές με τις δύο Ντιράς που τις βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες αναστοχαστικά κι αφηγηματικά.
Δεν ήταν μια διανοητική άσκηση, αλλά περισσότερο μια συναισθηματική καταγραφή των εντυπώσεων μου όσο διάβαζα το βιβλίο και κρατούσα σημειώσεις. Στη σκηνή που η Μαργκερίτ μαθαίνει πως ο άντρας της βρίσκεται στο Νταχάου, η Ντιράς κάνει μια συγκλονιστική, αλλά και υπερβολική περιγραφή της αντίδρασής της, που ήταν κυριολεκτικά μια επιληπτική κρίση. Διαβάζοντάς το, το θεώρησα απάνθρωπο για την ηθοποιό, αλλά και εκτός κλίματος της ταινίας να το μεταφέρω πιστά και αισθάνθηκα ότι και η ίδια η Ντιράς εκείνη τη στιγμή που το έγραφε ήξερε ότι δίνει μια παράσταση στον εαυτό της. Αποφάσισα λοιπόν να εντάξω στην ταινία εμβόλιμα κάποια πλάνα στα οποία η ίδια η Ντιράς βλέπει τον εαυτό της ως μια ξεχωριστή οντότητα. Ετσι το βίωμα υπόκειται σε μια συναισθηματική επεξεργασία.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν βιβλία που δεν μπορούν να μεταφερθούν στο σινεμά. Δεν το πιστεύω. Ωστόσο υπάρχουν βιβλία, τα οποία αν τα διασκευάσουν, χάνουν όλη την ουσία τους. Αλλά πρέπει να ορίσουμε πρώτα τι σημαίνει μεταφορά. Μια πιστή αναπαραγωγή του βιβλίου με οπτικά μέσα είναι ένα οξύμωρο. Ξέρετε τι είναι οξύμωρο; Φυσικά, είστε Έλληνας (γέλια). Κι από τη στιγμή που δεν υπάρχει, μπορούν να μεταφερθούν τα πάντα.
Πώς επιλέξατε την Μελανί Τιερί να κουβαλήσει το βάρος ενός τόσο δύσκολου ρόλου;
Στην προηγούμενη ταινία μου, το «Je ne Suis Pas un Salaud», η Μελανί έπαιζε έναν δεύτερο ρόλο. Οταν έγραφα το σενάριο για την «Οδύνη» δεν είχα κάποια συγκεκριμένη ηθοποιό για πρωταγωνίστρια. Εγιναν δοκιμαστικά με δώδεκα πολύ καλές Γαλλίδες ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων και η Μελανί. Ηταν μια δύσκολη διαδικασία, γιατί στο δοκιμαστικά συνήθως κάθεται ο ηθοποιός σε μία καρέκλα ή στέκεται ακίνητος μπροστά σου και πρέπει να σου μεταδώσει την ένταση του χαρακτήρα που καλείται να υποδυθεί. Η μόνη που κατάφερε μακράν να με πείσει ήταν η Μελανί. Γι’ αυτό την επέλεξα.
Εχω διαβάσει πως έχετε οικογενειακές εμπειρίες από το Ολοκαύτωμα. Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;
Είναι όντως μια προσωπική ιστορία, αλλά κι είναι ένας από τους βασικούς λόγους που αποφάσισα να κάνω την ταινία. Ο πατέρας μου είδε τους γονείς του και τον αδερφό του να συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς και μετά έμαθε πως τους είχαν μεταφέρει στο Αουσβιτς. Δεν τους ξαναείδε ποτέ. Ουσιαστικά είδα τον πατέρα μου σε μια κατάσταση ανάλογη με εκείνη της Μαργκερίτ. Να περιμένει νέα που δεν έρχονται ποτέ.
Είναι πιο επώδυνο να ξέρεις ή να περιμένεις;
(μετά από μακρά σιωπή) Το να περιμένεις χωρίς να ξέρεις αφήνει περιθώρια για ελπίδα. Αλλά η αναμονή είναι παράλογη, ανήκει στο χώρο του φαντασιακού. Μπορεί κατά βάθος να ξέρεις τι έχει συμβεί, όπως ο πατέρας μου ήξερε ότι η οικογένειά του σκοτώθηκε στο Αουσβιτς, αλλά χωρίς λογική να περιμένεις το θαύμα, το παράλογο, το εξωπραγματικό. Οπότε η αναμονή δεν έχει τόση σχέση με τη γνώση, όση με την πίστη.
Η Ντιράς στο βιβλίο της γράφει ότι το Ολοκαύτωμα είναι μια συλλογική ευθύνη, μια συλλογική έκφραση του Κακού. Το πιστεύετε κι εσείς;
Σε μία από τις πιο δυνατές προτάσεις της «Οδύνης» η Ντιράς λέει ότι για το Ολοκαύτωμα φταίει όλη η Ευρώπη. Ναι, συμφωνώ. Ηθελα κι εγώ να μοιράσω την ενοχή. Δεν πιστεύω πως το Κακό είναι μια μεταφυσική οντότητα, αλλά είναι αποκλειστικά δημιούργημα τον ανθρώπων. Είναι αυτή η φροϋδική έλξη προς την καταστροφή και το θάνατο που κινεί πολλές φορές τα νήματα των πράξεών μας.
Θα σας ενδιέφερε μια πιο γραμμική βιογραφία, της Ντιράς ενδοχομένως ή κάποιας άλλης προσωπικότητας.
Οχι, δε μου αρέσουν καθόλου οι κινηματογραφικές βιογραφίες, δεν μπορείς να αποδώσεις μια ολόκληρη ζωή στη μεγάλη οθόνη, όπως δεν μπορείς να μεταφέρεις πιστά κι ένα βιβλίο. Είναι το οξύμωρο, που λέγαμε προηγουμένως.
Μιλήστε μου για τις επιρροές σας. Υπάρχουν σκηνοθέτες ή ταινίες που σας έχουν διαμορφώσει;
Είναι πολλές κι ετερογενείς. Κι άλλη ελληνική λέξη (γέλια). Σίγουρα αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ο κινηματογράφος που βασίζεται στην πραγματικότητα. Δεν εννοώ το ρεαλισμό ή τον νατουραλισμό, αλλά για το σινεμά που βρίσκεται κοντά στους ανθρώπους, που δείχνει την ουσία του να είσαι άνθρωπος. Για μένα το σινεμά πρέπει να έχει και κάτι κολλώδες και μ’ αυτό εννοώ ότι πρέπει να μένει πάνω σου, να σου αφήνει μια βαθιά εντύπωση. Η πρώτη ταινία που είδα όταν ήμουν μικρός ήταν το «West Side Story» σε μια τεράστια οθόνη στο Παρίσι και μου άλλαξε ολότελα την αντίληψη μου για την πραγματικότητα. Είδα αλλιώς τον κόσμο. Η βροχή στο δρόμο, το πεζοδρόμιο, τα κτίρια, όλα ήταν διαφορετικά. Ενα τέτοιο σινεμά θέλω να κάνω κι ένα τέτοιο συναίσθημα θέλω να μεταφέρω.
H «Οδύνη» του Εμανουέλ Φινκιέλ προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσε σε διανομή της Weird Wave.