Πώς μεταφέρεις ένα βιβλίο της Μαργκερίτ Ντιράς στη μεγάλη οθόνη; Πώς καταφέρνεις να μετουσιώσεις σε εικόνες έναν λόγο παραληρηματικό και χειμαρρώδη, που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ποίηση και στην πρόζα, στην πραγματικότητα και στην φαντασίωση, στο παρόν και στο παρελθόν, στην αυτοβιογραφία και στην μυθιστορηματική αποδόμηση και ανάπλαση των προσωπικών και συλλογικών βιωμάτων μιας πολυτάραχης ζωής; Πώς καταρρίπτεις τελικά το μύθο του μη κινηματογραφήσιμου βιβλίου; Στο «Μαργκερίτ Ντιράς: Η Οδύνη» ο Εμανουέλ Φινκιέλ προσπαθεί να δώσει τις απαντήσεις με ένα εγχείρημα φιλόδοξο, παράτολμο και σχεδόν ουτοπικό.
Η Μαργκερίτ Ντιράς δημοσίευσε το «La Douleur» το 1985, δηλαδή σε ηλικία 71 ετών, με αφορμή τα ημερολόγιά της από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που (υποτίθεται πως) ανακάλυψε μετά από δεκαετίες, αν και δεν είναι λίγοι οι μελετητές του έργου της που ισχυρίζονται ότι η ανακάλυψη αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα λογοτεχνικό τέχνασμα της Γαλλίδας συγγραφέα για να προσδώσει αυτοβιογραφικά στοιχεία και μια επίφαση ιστορικότητας στις έξι ιστορίες από τις οποίες αποτελείται το βιβλίο, ιστορίες στις οποίες η Ντιράς, στο γνώριμο ύφος της, υπερβαίνει τις κατηγοριοποιήσεις και τα είδη και μπλέκει χρόνους, πρόσωπα και εποχές, καθιστώντας θολή τη διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, στην αποστασιοποίηση ενός δοκιμίου και τη μυθιστορηματική ταύτιση.
Αντιμέτωπος με ένα τόσο πολυεπίπεδο και αιχμηρό έργο, στο οποίο η Ντιράς κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το Ολοκαύτωμα ήταν και παραμένει μια συλλογική ευθύνη, χωρίς να κάνει διακρίσεις σε θύτες και θύματα, ο γάλλος σκηνοθέτης Εμανουέλ Φινκιέλ, βραβευμένος το 1999 με το Σεζάρ Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη για το «Voyages», απομονώνει δύο από τις έξι ιστορίες και λειαίνει τις αιχμές του πρωτογενούς υλικού, αφηγούμενος την ανυπόφορη οδύνη της νεαρής γαλλίδας συγγραφέα στη διάρκεια της κατοχής του Παρισιού από τους Ναζί, όσο περιμένει να μάθει νέα του συζύγου της Ρομπέρ Αντέλ, ο οποίος ήταν ηγετική μορφή της Αντίστασης και είχε συλληφθεί και μεταφερθεί, όπως έγινε γνωστό αργότερα, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου.
Μέλος της Αντίστασης και η ίδια, δε θα διστάσει πάνω στην απελπισία της να πλησιάσει τον Ραμπιέ, έναν συμπατριώτη της δωσίλογο και συνεργάτη των Γερμανών με την ελπίδα ότι εκείνος θα μπορέσει να της πει αν ο άντρας της είναι ζωντανός. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια επικίνδυνη σχέση εκμετάλλευσης, καχυποψίας και αντικατασκοπείας, καθώς η αντιστασιακή οργάνωση του συζυγου της θα αντιδράσει αρχικά κι εν συνεχεία θα υποστηρίξει της συναντήσεις της Μαργκερίτ με τον Ραμπιέ για τους δικούς της σκοπούς, ενώ η ίδια θα έρθει αντιμέτωπη με την ενοχή, την αμφιβολία και τον πόνο της αναμονής για μια είδηση που δείχνει να μην έρχεται ποτέ, ακόμα και μετά την απελευθέρωση της πρωτεύουσας.
Ηταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να οπτικοποιηθεί ο δαιδαλώδης ειρμός του λόγου της Ντιράς, ο Φινκιέλ, ωστόσο, υπνωτισμένος από τη δύναμη των λέξεων της, μεταφέρει σχεδόν αυτούσιες τις προτάσεις του βιβλίου μέσα από εσωτερικούς μονολόγους της πρωταγωνίστριας-συγγραφέα, οι οποίοι διαπλέκονται με τους διαλόγους και την (υποτονική, είναι αλήθεια) δράση και δημιουργούν με επιτυχία ένα αίσθημα βασανιστικής αναμονής που αγγίζει τα όρια του υπαρξιακού άλγους, ειδικά στο δεύτερο μισό της ταινίας, όπου η συγγραφέας παλεύει να κρατηθεί από ένα απειροελάχιστο ίχνος ελπίδας να ξαναδεί ζωντανό τον άνθρωπο που αγάπησε.
Αυτή η προτεραιότητα στο λόγο οδηγεί αναπόφευκτα σε μια ισχνή δραματουργία και σε ρυθμούς ενδεχομένως απαιτητικούς για μια μερίδα θεατών, ο Φινκιέλ όμως καταφέρνει να παραμείνει πιστός στο πνεύμα και στην ατμόσφαιρα του βιβλίου, ενώ μέσα από την ακριβή ανασύσταση της εποχής, αλλά και τις μουντές και σκούρες φωτοσκιάσεις του διευθυντή φωτογραφίας Αλέξις Καβιρσίν δημιουργεί μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ζόφου κι αβεβαιότητας, η οποία αντικατοπτρίζει την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση της κεντρικής ηρωίδας του.
Η παρουσία του δωσίλογου Ραμπιέ (αγνωριστος ο Μπενουά Μαζιμέλ στο ρόλο, καταφέρνει να προσδώσει ανθρώπινες διαστάσεις και να μεταδώσει ψήγματα συμπάθειας σε έναν a priori αντιπαθητικό και μονοδιάστατο χαρακτήρα) και του συναγωνιστή της Ντιράς στην Αντίσταση και μετέπειτα εραστή της, Ντιονίς (ο τραγουδοποιός Μπεντζαμίν Μπιολέ σε μια υπόκωφη και διακριτική ερμηνεία), ο οποίος ήταν το μοναδικό στήριγμα της συγγραφέα καθ’ όλη τη διάρκεια της αναμονής, δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με τη σαρωτική απουσία του συζύγου, ο οποίος μοιάζει να είναι πανταχού απών σε κάθε σκηνή της ταινίας, ο Φινκιέλ ωστόσο δεν ενδιαφέρεται να αναπτύξει περαιτέρω τη δυναμική αυτού του άτυπου κουαρτέτου, όσο να υπογραμμίσει τη μοναξιά της κεντρικής ηρωίδας μέσα από σχέσεις που παραμένουν ημιτελείς και μετέωρες.
Αν όμως υπάρχει ένας λόγος που η ταινία τελικά λειτουργεί, αυτός είναι αναμφίβολα η παρουσία της Μελανί Τιερί στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Με μια ερμηνεία που την τοποθετεί αυτομάτως στην υποκριτική εμπροσθοφυλακή του γαλλικού σινεμά, η Τιερί σωματοποιεί και αποπνέει με κάθε πόρο του κορμιού της την οδύνη του τίτλου και τη μεταφέρει αυτούσια στο θεατή, μετατρέποντάς τον σε κοινωνό της. Η Γαλλίδα ηθοποιός δρασκελίζει με μετρημένο και νευρώδες ταυτόχρονα πάθος ολόκληρο το εσωτερικό ταξίδι ανάμεσα στη λαχτάρα, στην ανάγκη, στη θλίψη, στην οργή, στην απελπισία και στην παράνοια και πλάθει μία Ντιράς αντάξια του καλλιτεχνικού εκτοπίσματος και της λογοτεχνικής παρακαταθήκης της.