To 2002 ο Εμανουέλε Κριαλέζε «επισκέφτηκε» για πρώτη φορά τα Αιολικά νησιά, μικρά κομμάτια βράχου και άμμου στη μέση του πουθενά, νότια της Ιταλίας. Το «Ανασαίνω» η ταινία που γύρισε εκεί, έμοιαζε να συλλαμβάνει κάτι βαθιά αληθινό από τη ψυχή του τόπου. Και τα ίδια τα νησιά, κατόρθωσαν να τον μαγνητίσουν. Από τότε τα επισκεπτόταν συχνά, κι έβλεπε στη διάρκεια των χρόνων μια σημαντική, αλλαγή να συντελείται. Αντί για ψαρόβαρκες στη θάλασσα βρίσκονταν ταχύπλοα του λιμενικού, μαζί με τους τουρίστες στις παραλίες το κύμα ξέβραζε πτώματα παράνομων μεταναστών. Το κοντινότερο σημείο της Ιταλίας στην Αφρική, είχε μεταμορφωθεί σε κέντρο άφιξης ανθρώπων χωρίς ελπίδα που αναζητούσαν μια διέξοδο. Για πολλούς το γεγονός ίσως να ήταν μια μικρή ενόχληση στις καλοκαιρινές διακοπές τους. Για τον ίδιο όμως ήταν ένα επείγον, καυτό θέμα που τον αφορούσε απόλυτα και άμεσα.
Πως προέκυψε το «Terraferma»;
Η ταινία πηγάζει από μια σκέψη, που αποτελεί κάτι σαν εμμονή για μένα. Μια εμμονή με την κίνηση, το να αφήνεις τους ανθρώπους να μετακινούνται, να ταξιδεύουν, κάτι που θεωρώ εξέλιξη, πρόοδο. Κάτι που είναι γνώση. Στις ταινίες μου είναι νομίζω ένα από τα βασικά μου θέματα, ακόμη κι αν πολλές φορές συμβαίνει ασυνείδητα. Κάνω μια ταινία και σκέφτομαι μετά, πάλι είναι μια ταινία για την κίνηση, για το να είσαι ξένος, για το να θες να πας κάπου για να γίνεις κάτι. Να αλλάξεις τη ζωή σου.
Και σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο; Υπήρξε κάποια αφορμή; κάποια συγκεκριμένη ιστορία που σας ενέπνευσε;
Οχι στ' αλήθεια. Αλλά παρατηρώ από κοντά τα όσα συμβαίνουν στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια. Από πρώτο χέρι. Αγαπώ πολύ τη θάλασσα και πηγαίνω συχνά στο νησί της Λαμπεντούσα οπότε έχω δει αυτό το κύμα των ανθρώπων που ρισκάρουν τη ζωή τους να φτάσουν ως εδώ θέλοντας να κατορθώσουν κάτι που δεν έχουν ξεκάθαρη ιδέα τι μπορεί να είναι. Προφανώς η κατάσταση στην χώρα τους είναι αφόρητη, οπότε δεν έχουν άλλη επιλογή από το να φύγουν. Ομως ακόμη κι αν τα πράγματα ήταν διαφορετική, η επιθυμία τους να φύγουν ίσως να ήταν το ίδιο ισχυρή. Η ανθρώπινη φύση, από την αρχή του χρόνου, επιθυμούσε να ταξιδεύει, να εξερευνάει, να γνωρίζει τον κόσμο, τους ανθρώπους γύρω μας. Και εξακολουθεί να παραμένει ίδια. Οπότε νομίζω ότι είναι ένα παράδοξο να θέλουμε να κλειστούμε στον εαυτό μας, να περιφρουρήσουμε τα σύνορά μας. Σε έναν ιδανικό κόσμο, δεν θα υπήρχαν σύνορα, γιατί τα σύνορα μας σταματούν από το να σκεφτόμαστε την γη σαν το μοναδικό μας σύνορο, σαν το μοναδικό μας πλανήτη. Και η ταινία εξετάζει κάτι που βρίσκω εξοργιστικό, το πως ο τρίτος κόσμος είναι το μόνο κομμάτι του πλανήτη που δεν έχει τη δυνατότητα να μετακινηθεί. Γιατί κάποιοι μπορούν να κινηθούν και κάποιοι όχι;
Το φιλμ εν τούτοις δεν έχει έναν καταγγελτικό, ή απροκάλυπτα πολιτικό τόνο. Δεν προσπαθεί να δώσει απαντήσεις.
Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτές τις ερωτήσεις και δεν με ενδιαφέρει. Πάντα πλησιάζω την αφήγηση μου με μια αίσθηση απορίας, δεν κουνάω το δάχτυλο, δεν κάνω ταινίες έχοντας καταλήξει σε ένα συμπέρασμα που θα προσπαθήσω να αποδείξω. Για μένα το σινεμά είναι μια διαδικασία γνώσης. Ξεκινάω από τις απορίες και όταν το φιλμ τελειώσει, βρίσκω κάποιες απαντήσεις. Όχι μόνο από την διαδικασία των γυρισμάτων, αλλά κι από το κοινό, κι από τους δημοσιογράφους. Μερικές φορές καταλαβαίνω την ταινία που έκανα μέσα από εσάς. Είναι σαν καθρέφτης.
Κατά κάποιο τρόπο θα έλεγε κανείς ότι το «Terraferma», είναι σαν η άλλη όψη της ίδιας ιστορίας που αφηγηθήκατε και στα «Χαμένα Ονειρα», όπου οι Ιταλοί ήταν οι μετανάστες.
Μόνο που εδώ δεν πρόκειται για μετανάστευση. Δεν θα χρησιμοποιούσα αυτή τη λέξη. Το φιλμ μιλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γιατί αυτό που συμβαίνει είναι κατά τη γνώμη μου ένα ολοκαύτωμα. Και το λέω με πλήρη συνείδηση της λέξης. Μπορεί να μην βλέπουμε τα πτώματα, αλλά είναι εκεί, βυθισμένα στη θάλασσα. Και είναι υπερβολικά πολλά. Δεν θέλω λοιπόν να χρησιμοποιήσω μια επίσημη, σοβαρή λέξη για αυτό που συμβαίνει. Αυτό που βλέπω να συμβαίνει δεν το ονομάζω μετανάστευση. Είναι αληθινά σκατά! Μετανάστευση είναι μια λέξη που δεν έχει κανένα νόημα πλέον, όπως οι λέξεις που μπορούν να ερμηνευτούν μέ χιλιάδες τρόπους. Έχει απλά μια ασαφή αίσθηση ενός πράγματος βρώμικου και δυσάρεστου. Γι αυτό λέω ότι δεν είναι μια ταινία για την μετανάστευση αλλά μια ταινία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ένα από τα πιο βασικά, την ελευθερία της μετακίνησης.
Πως προσεγγίσατε την ιστορία; Κάνατε έρευνα;
Ναι αλλά δεν διάβασα εφημερίδες, δεν είδα τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Δεν βλέπω τηλεόραση καθώς πιστεύω ότι η γλώσσα της μικρής οθόνης ειδικά στον τρόπο που αντιμετωπίζει θέματα σαν αυτό, είναι σπλάτερ, πορνογραφική. Η αληθινή πορνογραφία για μένα είναι η τηλεόραση. Προτίμησα να πάω στη Λαμπεντούσα για μερικές εβδομάδες πριν γράψω το σενάριο για να μιλήσω με τους ανθρώπους που είχαν διασχίσει τη μεσόγειο για να φτάσουν ως εκεί. Και διάβασα ένα βιβλίο του Ντέιβιντ Εγγερς το «What Is the What»του οποίου ο ήρωας είναι μετανάστης από το Σουδάν στην Αμερική. Με βοήθησαν πολύ οι άνθρωποι της ύπατης αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Μέσω αυτών γνώρισα την Τίμνιτ, την γυναίκα που υποδύεται την κεντρική ηρωίδα μου. Είχα διαβάσει την ιστορία της στις εφημερίδες για το πως ήταν η μία από τους τρεις που επέζησαν σε μια βάρκα που κουβαλούσε 79 ανθρώπους από την Αφρική. Δεν ήθελε να μου μιλήσει για το παρελθόν, για τίποτα απ όσα συνέβησαν στην διαδρομή της ως την Ιταλία. Ήταν σαν να ήθελε να αρχίσει από την αρχή. Χρειαζόμουν κάποιες πληροφορίες, αλλά σκέφτηκα ότι δεν είμαι δημοσιογράφος, οι πληροφορίες που ήθελα ήταν εκεί, στα μάτια της, στην αξιοπρέπειά της, στον τρόπο που δεν άφηνε την κόλαση που υποθέτω ότι έζησε να μολύνει την τωρινή ζωή της. Από όταν την γνώρισα δεν μου πέρασε καν από το μυαλό χρησιμοποιήσω μια ηθοποιό για τον ρόλο, ήξερα ότι θα έπαιζε εκείνη στην ταινία.
Πόσο εύκολο ήταν για εκείνη να προσεγγίσει ξανά κάτι τόσο επώδυνο; Ή θα λέγατε ότι η ταινία λειτούργησε κάπως θεραπευτικά;
Δεν νομίζω ότι η ίδια εκφράζεται με τέτοιου είδους λέξεις κι έννοιες, αλλά ναι νομίζω ότι ήταν θεραπευτικό. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Στο φιλμ υποδύεται μια γυναίκα που φτάνει στην Ιταλία μετά από δυο χρόνια σκληρού, επίπονου ταξιδιού. Κάθε μέρα που ξεκινούσαμε γυρίσματα, το μέικ απ της ήταν αυτό μιας ταλαιπωρημένης γυναικάς, τα νύχια της έπρεπε να μοιάζουν κατεστραμμένα. Κάθε φορά όμως που ερχόταν στο σετ, τα νύχια της ήταν άψογα. Ρώτησα τους υπεύθυνους του μακιγιάζ τι συμβαίνει και μου είπαν «αμέσως αφού της τα χαλάσουμε πάει, στο μπάνιο και τα φτιάχνει από την αρχη». Και είπα δεν πειράζει. Ας τα αφήσουμε έτσι. Γιατί για αυτήν τα νύχια της δεν ήταν θέμα ωραιοπάθειας, αλλά ένα σημάδι ότι δεν είναι στο Σουδάν, δεν είναι στο παρελθόν, οτι είναι μια καινούρια γυναίκα σε έναν νέο κόσμο. Κι αν κάποιος από τους θεατές παρατηρήσει ότι τα νύχια της είναι πεντακάθαρα και τέλεια, τότε δεν θα φταίει η ίδια, αλλά εγώ που δεν κάνω καλά τη δουλειά μου, που δεν κατορθώνω να αφηγηθώ την ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προσέξεις κάτι τόσο ασήμαντο.
Και οι κάτοικοι των νησιών που γυρίσατε το φιλμ, πόσο μοιράζονται τη ματιά σας για την κατάσταση;
Στην αρχή υπήρχε μια αντίσταση από τους κατοίκους. Κάποιοι δεν ήθελαν να κάνουμε τα γυρίσματα εκεί, πίστευαν ότι θα είναι δυσφήμιση για τον τόπο. Οι νησιώτες πάντα ονειρεύονται να φύγουν ειδικά σε ένα νησί τόσο απομονωμένο. «Δεν αντέχουμε άλλο αυτή τη ζωή, δεν έχει τίποτα να κάνουμε εδώ» λένε, αλλά δεν φεύγουν ποτέ. Κάθε μέρα το πλοίο είναι εκεί, αλλά κανείς δεν το παίρνει. Τους αρέσει να γκρινιάζουν, είναι κομμάτι της ταυτότητάς τους το να παραπονιούνται για την κατάστασή τους που δεν θα άλλαζαν με τίποτα. Πάνω στις συζητήσεις που κάναμε για την ταινία και προσπαθώντας να τους εξηγήσω την ματιά μου στο θέμα, τους ρώτησα: «πως θα νιώθατε αν κάποια στιγμή το καράβι εξαφανιζόταν; αν κάποιος σας έλεγε, αυτό είναι δεν μπορείτε να φύγετε, θα πρέπει να μείνετε για πάντα εδώ; αυτό είναι το σπίτι σας ή περιοχή σας, αλλά δεν μπορείτε να πάτε πουθενά αλλού;». Αυτό μόνο λέει η ταινία μου. Μιλά για την επιθυμία να φύγεις και την αδυναμία να το κάνεις. Και τότε κάτι συνέβη. Αρχισαν να με ρωτούν για τους χαρακτήρες να θέλουν να μάθουν περισσότερα και τους εξήγησα ότι η ιστορία μου ξετυλίγεται από την δική τους μεριά. Από την δική μας μεριά. Όχι από την μεριά των μεταναστών. Οχι γιατί το επιλέγω, αλλά γιατί μπορώ να πω μόνο μια ιστορία που γνωρίζω εγώ. Ελπίζω κάποτε ένας Αφρικανός σκηνοθέτης να πει μια παρόμοια ιστορία με τον τρόπο που που ξέρει εκείνος.
Θα έλεγε κανείς ότι το φιλμ σας έχει κάτι από την νεορεαλιστική παράδοση. Όχι μόνο στο πως περιγράφετε το τοπίο και τους ανθρώπους αλλά και στο πως οι ήρωες συμπεριφέρονται απέναντι σε μια άδικη κοινωνία.
Νομίζω ότι αυτοί είναι οι δάσκαλοί μου. Μεγάλωσα με αυτές τις εικόνες και με αυτή τη λογική της αφήγησης. Αλλά δεν είναι κάτι που γίνεται συνειδητά. Νομίζω ότι είναι κομμάτι του καλλιτεχνικού γενετικού μου κώδικα. Δεν είναι κάτι που εκλογικεύω και προσπαθώ να πετύχω. Συμβαίνει απόλυτα φυσικά. Αλλά νιώθω περισσότερο συνδεδεμένος με μια σουρεαλιστική πλευρά του Ιταλικού σινεμά. Ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης είναι ο Φελίνι και οι στιγμές που λατρεύω στον νεορεαλισμό είναι όταν ανυψώνεται σε έναν μαγικό ρεαλισμό. Δεν πιστεύω στον ρεαλισμό. Πιστεύω σε έναν υπερβατικό ρεαλισμό. Νομίζω ότι πρέπει να υπερβούμε την πραγματικότητα για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε μια που δεν είναι ποτέ αντικειμενική. Μπορεί να περιγραφεί με χιλιάδες τρόπους κι ο καθένας μπορεί να επιλέξει την δική του οπτική γωνία για να την περιγράψει να την αφηγηθεί, αλλά οι άνθρωποι λειτουργούν κυρίως με εικόνες. Νομίζω ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα καλύτερα είναι δίχως λόγια. Είναι με εικόνες. Για μένα οι εικόνες είναι ιερές. Και για μένα οι ταινίες μυθοπλασίας είναι πιο σημαντικές από τα ρεπορτάζ, καμιά φορά ακόμη κι από τα ντοκιμαντέρ. Τουλάχιστον από εκείνα που ξεκινούν από την βάση ότι περιγράφουν την πραγματικότητα αυτούσια και ξεκάθαρη.
Η ταινία του Εμανουέλε Κριαλέζε «Terraferma» προβάλλεται στα πλάισια των Ανοιχτών Οριζόντων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα σήμερα 7 Νοεμβρίου στις 18:00 και αύριο 8 Νοεμβρίου στις 13.00.
Διαβάστε περισσότερα
- Για το «Terraferma»
- και για το πρόγραμμα των Ανοιχτων Οριζοντων: Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: τι θα δούμε στους «Ανοιχτούς Ορίζοντες»