Μπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο; Αυτή είναι μια από τις συνηθέστερες ερωτήσεις που κάνουν στους καλλιτέχνες. Οι απαντήσεις τους είναι κανόνα αρνητικές ή του στιλ «ναι μεν, αλλά...». Δεν τους αδικώ. Ετσι γενικά και αόριστα, τι σημαίνει «αν η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;». Να τον κάνει καλύτερο, πιο ανθρώπινο, δικαιότερο; Μα αυτό δεν το κατόρθωσαν ούτε μεγάλες επαναστάσεις, για να μην πω ότι μερικές από αυτές έκαναν τον κόσμο χειρότερο. Θα έλεγα όμως, πολύ απλά και απόλυτα, ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων. Η τέχνη διαμόρφωσε κυριολεκτικά τη δική μου ζωή - και είμαι βέβαιος και πολλών άλλων. Αυτό το βιβλίο είναι η προσωπική μου μαρτυρία για να δείξω με ποιο μαγικό τρόπο μπορεί η τέχνη να «εισβάλει» στη ζωή μας και να την αλλάξει για πάντα.
Ο Δημήτρης Παναγιωτάτος απαντάει στον πρόλογο του νέου του βιβλίου με τίτλο «Μπορεί η Τέχνη να Αλλάξει τον Κόσμο;» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, δίνοντας το στίγμα του τι θα ακολουθήσει: μια ελεύθερη συνειρμών και κινηματογραφικών θεωριών περιήγηση στον κόσμο του σινεμά και της λογοτεχνίας, χωρισμένη σε κεφάλαια (για τον έρωτα, την επιθυμία, τη δημιουργία, την παιδική ηλικία, για την αμφισβήτηση του κόσμου, για τα πολύ προσωπικά, για την επιστήμη, για το παρελθόν και για την απώλεια και το θάνατο) που ολοκληρώνουν έναν τέλειο κύκλο ζωής και τέχνης.
Διασχίζοντας με χαρακτηριστική άνεση και απλότητα κινηματογραφικά είδη, προσωπικές αναμνήσεις, εικόνες από τις πόλεις στις οποίες «ενηλικιώθηκε», μαθήματα ζωής και καινούριες ερωτήσεις που γεννιούνται σε κάθε κεφάλαιο (και αποτελούν μελλοντικούς τίτλους για άλλα βιβλία), ο Δημήτρης Παναγιωτάτος μοιράζεται το πάθος του για την τέχνη, πιστεύοντας «απόλυτα» πως αυτή μας κάνει σίγουρα καλύτερους ανθρώπους.
Στο Flix μιλάει για τη μεγάλη περιπέτεια του βιβλίου, της ζωής και του σινεμά.
Με την Ηρώ Σγουράκη και τον Νίκο Γαρδέλη στη Ρώμη το 1984, γυρίσματα για το Mονόγραμμα για τον Βασίλη Βασιλικό
Πώς ξεκίνησε η ιδέα του βιβλίου;
Από μια μαγική στιγμή που ζω κάθε χρόνο με τους καινούργιους φοιτητές μου. Τους ζητάω να μιλήσουν για τις ταινίες και τα βιβλία που επηρέασαν τη ζωή τους. Τότε τα ονόματά τους γίνονται αμέσως οικεία και αναγνωρίσιμα, γιατί αποκτούν προσωπικότητα. Αυτό το βιβλίο είναι οι δικές μου απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές.
Ποια είναι η δομή του, το στιλ γραφής που θα συναντήσει κάποιος και ποιος τελικά ο απώτερος στόχος του;
Απέφυγα την αλφαβητική ή την αξιολογική παρουσίαση εντάσσοντας ταινίες και βιβλία σε 9 θεματικές ενότητες (πχ. για τον έρωτα, την επιθυμία, τη δημιουργία, το παρελθόν, την παιδική ηλικία, την απώλεια και τον θάνατο, κ. ά.), για να είναι το βιβλίο πιο ελκυστικό. Είναι γραμμένο απλά, απέριττα, αλλά όχι χωρίς κάποιο ύφος. Απώτερος στόχος του είναι να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο η τέχνη μπορεί να επηρεάσει τη ζωή μας.
Πώς έγινε η επιλογή των ταινιών και των βιβλίων που αναφέρονται στα κεφάλαια του βιβλίου;
Πέρα από την όποια αξία τους, το βασικό κριτήριο ήταν αν οι ταινίες συνδέονταν στενά με προσωπικά μου βιώματα, αν ήταν εμπειρίες ζωής!
Με την Εύα Βλαχάκου και τον Αντώνη Καφετζόπουλο, λίγο πριν τα γυρίσματα του «Η Νύχτα με τη Σιλένα», Αθήνα 1985
Από το προσωπικό στο γενικό και από το γενικό στο προσωπικό. Πώς ισορροπήσατε πάνω σε αυτή τη γραμμή σε όλα τα κείμενα του βιβλίου;
Προσπάθησα να εφαρμόσω στην πράξη αυτό που διατύπωσε ο Ζορζ Σιμενόν, ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του κάποια στοιχεία που αφορούν και όλους τους άλλους ανθρώπους.
Τι τύχη έχει ένα βιβλίο στην εποχή των social media;
Δεν ξέρω. Τα προηγούμενα βιβλία μου εκδόθηκαν σε εποχές χωρίς τη σημερινή καταλυτική δύναμη των social media.
Είμαστε τελικά οι ταινίες που βλέπουμε, τα βιβλία που διαβάζουμε, τα τραγούδια που ακούμε;
Απολύτως!
Με τους Μπενουά Ροσέλ, Αννα Σακαλή, Πατρίς Βιβάνκο, Νίνο Φένεκ Μικελίδη, στο Φεστιβάλ του Αβοριάζ το 1991 με τους «Εραστές στη Μηχανή του Χρόνου»
Πόσο διαφορετική νιώθετε ότι είναι η δική σας «ενηλικίωση» σε σχέση με το σινεμά με τους νέους σήμερα που δεν χρειάζεται να αναζητήσουν τι θα δουν, τι θα διαβάσουν, τι θα ακούσουν; Νιώθετε ότι σήμερα έχει χαθεί ο μύθος της ανακάλυψης; Το δέος απέναντι στους μεγάλους δασκάλους, τους σκηνοθέτες που υπήρξαν πρωτοπόροι;
Η ανάγκη της δικής μου «ενηλικίωσης» ήταν στενά συνυφασμένη με μια φετιχοποίηση και των δημιουργών αλλά και των έργων τους. Είχαμε τόσα λίγα σε σύγκριση με το σήμερα, που και μόνο μια φωτογραφία από μια ταινία μάς έφτανε για να τη θυμόμαστε. Έχω όλες τις ταινίες μου σε DVD η Blu-ray. Έτσι τις αποθηκεύω στη μνήμη μου για πάντα. Οι μαθητές μου κατεβάζουν τις ταινίες από το ίντερνετ. Γι’ αυτό και τις ξεχνάνε την άλλη στιγμή. Δεν έχουν σημεία αναφοράς.
Παρά την ελεύθερη πρόσβαση στα πάντα, γιατί πιστεύετε ότι οι νέοι δεν βλέπουν σινεμά;
Βλέπουν σινεμά, αλλά δεν το καταναλώνουν, δεν το κάνουν δικό τους. Μέσα στην πληθώρα των προσφερόμενων επιλογών μένουν συχνά σε μια υπερ-πληροφόρηση που δεν γίνεται ουσιαστική γνώση.
Κρίνουμε συνήθως το σινεμά και τη λογοτεχνία απλώς ως τέχνη, ως σινεμά και λογοτεχνία, λες και είμαστε όλοι φιλόλογοι ή κριτικοί. Δεν τα βάζουμε μέσα στη ζωή μας. Δεν αφουγκραζόμαστε τα μηνύματά τους στην καθημερινή μας ζωή.»
Σαν καθηγητής πώς προσπαθείτε να κάνετε τους φοιτητές σας να αγαπήσουν το σινεμά; Ποια είναι η συνολική σας εικόνα για την κάθε νέα γενιά νέων κινηματογραφιστών που συναντάτε στα φοιτητικά θρανία;
Τους δείχνω ταινίες, όχι μόνο αυτές που εγώ θεωρώ σημαντικές, αλλά και άλλες, που μπορεί να μιλήσουν και σε εκείνους – τότε μόνο ανταποκρίνονται. Κάνω και τεστ αντοχής στο χρόνο για ταινίες που εμείς λατρέψαμε στην εποχή μας. Έτσι, η «Περιπέτεια» του Αντονιόνι «δεν περνάει», ενώ το «Μπλόου απ» γοητεύει ακόμα! Όσο για τις νέες γενιές, κάθε χρόνο είναι ίσως και πιο πληροφορημένες αλλά, όπως επισήμανα και πιο πάνω, δεν κάνουν download στην πληροφορία για να την κάνουν ουσιαστική γνώση.
Το βιβλίο λειτουργεί σαν ένας οδηγός ταινιών που αν κάποιος ξεκινήσει από την μία και πάει στην άλλη, συνεχίσει με την τρίτη και ούτω καθεξής μπορεί να έχει ολοκληρώσει τη θέαση μιας πολύ ενδιαφέρουσας λίστας. Αρκεί ένα έναυσμα για να ξεκινήσει κάποιος την αναζήτησή;
Ακριβώς. Αρκεί να διαλέξει το βιβλίο ή την ταινία (ή την ενότητα) που βρίσκει πιο ελκυστική.
Το ελληνικό σινεμά απουσιάζει σχεδόν τελείως από τις μνήμες σας και τα «αγαπημένα» σας που αναφέρονται μέσα στο βιβλίο. Για ποιο λόγο;
Αγαπώ το ελληνικό σινεμά – κι έχω αποδείξει την αγάπη μου αυτή μ’ ένα ντοκιμαντέρ που γύρισα («Ξένες σε ξένη χώρα») για 50 ελληνικές ταινίες μυστηρίου και φαντασίας συναδέλφων μου. Απλώς δεν υπήρξε σε πρώτη επιλογή ελληνική ταινία συνδεμένη με ένα βίωμά μου. Αναφέρονται όμως δύο ταινίες στην ενότητα «Πόρνες που δεν σέβονται»: η «Στέλλα» και η «Στρέλλα».
Με τον Μηνά Χατζησάββα στα γυρίσματα της «Τρίτης Νύχτας» το 2000
Δίνετε έμφαση - και προσπαθείτε να απενοχοποιήσετε - σε συγκεκριμένα είδη του σινεμά που έχουν να κάνουν και με το έργο σας: το φιλμ νουάρ, το μελόδραμα, το σινεμά του φανταστικού; Γιατί πιστεύετε ότι παραμένουν ακόμη και σήμερα στο περιθώριο;
Στην εποχή μου τα είδη αυτά ήταν στην Ελλάδα στο περιθώριο. Σήμερα, παρά την τεράστια εξάπλωσή τους σ’ όλο τον κόσμο, παραμένουν ακόμα εκεί. Δείτε πόσες ελληνικές ταινίες αστυνομικές (κι ακόμα λιγότερο, του φανταστικού), έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια. Οι μαθητές μου όταν αρχίζουν τις σπουδές τους δείχνουν γοητευμένοι με το φανταστικό. Όταν τελειώνουν όμως, στις πτυχιακές ταινίες τους κάνουν δράματα και κομεντί. Οι αιτίες είναι πολλές και θα χρειαζόταν μια άλλη συνέντευξη!
Το ελληνικό σινεμά δεν αγάπησε ιδιαίτερα τον κινηματογράφο είδους. Εσείς το κάνατε και μάλιστα και ερευνητικά συνεχίζετε να συγκεντρώνετε υλικό για ταινίες που ανήκουν σε κινηματογραφικά είδη. Γιατί πιστεύετε ότι συνέβη αυτό στην Ελλάδα;
Αγάπησε τα είδη ο ελληνικός κινηματογράφος, αλλά μόνον δύο: την κωμωδία και το δράμα. Κάποια εποχή, στη μεταπολίτευση, αγάπησε και τον πολιτικό κινηματογράφο. Για τους λόγους που δεν αγάπησε τα άλλα, και ιδιαίτερα το μυστήριο και τη φαντασία, θα άξιζε, όπως είπα και πιο πάνω, ολόκληρη συζήτηση.
Η κριτική (κινηματογράφου) είναι ένας τρόπος να αποκωδικοποιήσει κανείς την τέχνη του σινεμά ή όπως στην περίπτωση του κεφαλαίου σας με τον Ρενουάρ πρέπει πολλές φορές να την αγνοούμε;
Οι κριτικές είναι όπως οι ταινίες. Καλές και κακές. Ομως το πιο σημαντικό είναι να θέλεις να δεις (ή να μη δεις) μια ταινία. Κι αν θέλω να τη δω (ή να μην τη δω), καμιά κριτική δεν μπορεί να με αποτρέψει.
Με την Βίκυ Χασάνδρα και τους τελειόφοιτους σπουδαστές το 2022, έξω από την Ελλη στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, στο οποίο προβλήθηκαν ταινίες τους
Εχει σημασία αν γνωρίσει και αγαπήσει κανείς μια ταινία βλέποντας την στην αίθουσα ή σε μια πλατφόρμα; Ανήκετε στους φανατικούς της μεγάλης οθόνης;
Φυσικά αν τη δει σε μεγάλη οθόνη ή έστω στην οθόνη ενός home cinema την απολαμβάνει και την αξιολογεί πολύ καλύτερα. Πιστεύω όμως ότι μια καλή ταινία δεν χάνει πολύ και σε μια μικρότερη οθόνη (εκτός βέβαια εξαιρετικών περιπτώσεων). Θα έλεγα μάλιστα ότι στο μέλλον οι ταινίες θα δοκιμάζονται και από την αντοχή τους στη μικρή οθόνη. Γιατί η εκμετάλλευσή τους στα σινεμά(αν υπάρχει κι αυτή) θα έχει κλείσει τον κύκλο της.
Οταν φτιάχνετε μια ταινία έχετε στο νου σας ότι μπορεί κάποιος να βρει σε αυτή ένα μάθημα ζωής, μια καθοδήγηση, να μάθει κάτι περισσότερο για τον εαυτό του;
Πάντα. Να μάθει από την ιστορία αυτό που έμαθα κι εγώ κάνοντας την ταινία. Ή κάτι να μάθει, τελοσπάντων, να αισθανθεί, για τον εαυτό του ή τους άλλους.
Ετοιμάζετε μια νέα ταινία. Σε τι συνθήκες; Τι έχει αλλάξει από τότε που ξεκινήσατε; Που την τοποθετείτε μέσα στο τοπίο του νεότερου ελληνικού σινεμά;
Η ταινία που ετοιμάζω ανήκει στο αγαπημένο μου είδος της επιστημονικής φαντασίας και θα γυριστεί σε συνθήκες low budget high spirit – όπως δηλαδή έκανα μέχρι τώρα με όλες μου τις ταινίες: να κάνεις μια ταινία με λίγα χρήματα αλλά με τέτοιο αποτέλεσμα που να μην επιτρέπει στον θεατή να σκεφτεί το κόστος της. Πάντως, παρότι άλλαξαν πολλά και περάσαμε από το φιλμ στην ψηφιακή εποχή, οι δυσκολίες είναι ίδιες. Στις πρώτες μου ταινίες, τη «Σιλένα» και τους «Εραστές», που τις έκανα με φιλμ 35 χιλιοστών, είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε τουλάχιστον 13 άτομα συνεργείο. Σήμερα βλέπω ακόμα και σε μικρού μήκους ταινίες απίστευτο αριθμό συντελεστών! Φαίνεται ότι το όνειρο του Ζαν Κοκτώ για το πότε ο κινηματογράφος θα γίνει τέχνη αργεί ακόμα, ή απλώς «οι γύρω από μια ταινία» δεν θα αφήσουν να πραγματοποιηθεί ποτέ!
Στην Ταινιοθήκη στην προβολή της ταινίας του «Deadly Casting» το 2015
Το σινεμά (και η λογοτεχνία) μας έμαθε τα πάντα; Αλλά γιατί ως κοινωνία και ως πολιτισμός μοιάζει σαν να μην μάθαμε τίποτα;
Γιατί συνήθως τα κρίνουμε απλώς ως τέχνη, ως σινεμά και λογοτεχνία, λες και είμαστε όλοι φιλόλογοι ή κριτικοί. Δεν τα βάζουμε μέσα στη ζωή μας. Δεν αφουγκραζόμαστε τα μηνύματά τους στην καθημερινή μας ζωή.
Ακόμη και σήμερα, στις στιγμές τις πιο ιδιαίτερες, τις πιο δύσκολες, αυτές που χρειάζονται καθοδήγηση, επιστρέφετε στα βιβλία και τις ταινίες που σας έμαθαν τη ζωή;
Ναι, εκεί επιστρέφω, στην τέχνη. Αφού από εκεί έμαθα τα πάντα για τη ζωή.
Παραμένετε καταφατικός ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων;
Αυτό το βιβλίο μου είναι βιβλίο ζωής. Και πιστεύω ότι ο καθένας έχει μέσα του κάποια ταινία ή ένα βιβλίο που έπαιξε γι’ αυτόν σημαντικό ρόλο, ιδιαίτερα στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Αρκεί να το ξεκλειδώσει και να μην το αφήσει θαμμένο. Γιατί έχει κάτι να του πει, όχι για τη ζωή του χθες αλλά για τη ζωή του σήμερα.
Το βιβλίο «Μπορεί η Τέχνη να Αλλάξει τον Κόσμο;» του Δημήτρη Παναγιωτάτου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη