Ο Σον Μπερν επιστρέφει. Οσοι τον γνωρίζουν από το αιματοβαμμένο «The Loved Ones» και το σατανικά heavy metal «The Devil’s Candy», τα «Επικίνδυνα Πλάσματα» μοιάζει περισσότερο με άσκηση ύφους σε αυτόματο πιλότο. Μια ταινία που φωνάζει «θρίλερ με γροθιά στο στομάχι», αλλά παραπατάει σε κάθε της απόπειρα να αφήσει σημάδι.
Oταν η Ζέφιρ, μια ευφυής σέρφερ με ελεύθερο πνεύμα, πέσει θύμα ενός κατά συρροή δολοφόνου με εμμονή στους καρχαρίες, πρέπει να βρει τρόπο διαφυγής από το σκάφος του, προτού την ταΐσει στους καρχαρίες.
Οχι, δεν πρόκειται για κάποιου είδους μεταφορική αλληγορία για τη βία κατά των γυναικών, είναι κυριολεκτικό. Και γι’ αυτό το λόγο, ίσως και για πολλούς άλλους, η ταινία δυσκολεύεται να πείσει πως έχει κάτι να πει πέρα από το σοκ. Ο Τζάι Κόρτνεϊ υποδύεται τον Τάκεερ έναν από αυτούς τους ήσυχα τρομακτικούς τύπους που χαμογελούν με το στόμα αλλά ποτέ με τα μάτια. Κάνει ό,τι μπορεί για να δώσει βάθος σε έναν ρόλο που γράφτηκε σαν χαρακτήρας σε manual για τους serial killers του σινεμά. Κανένα τραύμα, καμία αμφισημία, καμία ανάγκη να καταλάβεις παρά μόνο ένα σώμα που λειτουργεί ως μηχανή θανάτου.
Στην άλλη άκρη, η Χάσι Χάρισον ως Ζέφιρ είναι μια αξιοπρεπής final girl με ξεκάθαρα όρια και επιβλητική παρουσία, αν και δεν της δίνεται ποτέ ο χρόνος να μεταμορφωθεί σε πραγματικό πρόσωπο. Αντίθετα, παραμένει ένα σύμβολο αντίστασης, χωρίς εσωτερική ζωή. Μια ηρωίδα by the numbers, ικανή αλλά επίπεδη.
Το δυνατότερο σημείο της ταινίας είναι, παραδόξως, η σκηνοθεσία του Μπερν, ο οποίος ξέρει να δημιουργεί ατμόσφαιρα.. Η φωτογραφία είναι ατμοσφαιρική και η απειλή του καρχαρία, περισσότερο σκιώδης, λιγότερο monster movie, λειτουργεί καλύτερα απ’ όσο περιμένεις. Υπάρχουν στιγμές όπου το βάθος της θάλασσας σε πνίγει κυριολεκτικά και η απομόνωση γίνεται αποπνικτική.
Αλλά η ατμόσφαιρα δεν είναι ποτέ αρκετή. Τα «Επικίνδυνα Πλάσματα» πάσχουν από ένα θεμελιώδες πρόβλημα: μοιάζει να μη ξέρει τι θέλουν να είναι. Survival thriller; Slasher; Μεταφορά για τον τοξικό ανδρισμό; Κοινωνικό σχόλιο για το πώς ο τουρισμός εξωραΐζει τον κίνδυνο; Τίποτα από όλα αυτά δεν εξερευνείται σε βάθος. Το σενάριο λειτουργεί ως απλός μηχανισμός, ένα νήμα που ενώνει σκηνές βασανιστηρίων, χωρίς ποτέ να εστιάζει στους ανθρώπους που τις ζουν. Ακόμα και το gore, σήμα κατατεθέν για τον Μπερν, εδώ μοιάζει να υπάρχει απλά γιατί «έτσι πρέπει». Δεν προκαλεί σοκ, δεν αφήνει αίσθηση, δεν σημαίνει κάτι. Είναι σαν να ανακυκλώνει τα πιο σκληρά του κόλπα χωρίς να θυμάται γιατί τα έκανε την πρώτη φορά.
Στο φινάλε, το «Επικίνδυνα Πλάσματα» είναι μια ταινία που υπόσχεται δόντια και σαγόνια, αλλά τελικά μασάει νερό. Δεν είναι ανίκανη, έχει στιγμές έντασης, έχει τεχνική επάρκεια, έχει ένα δυνατό concept. Αλλά όλα αυτά μένουν μετέωρα, σαν άσκηση στυλ που δεν εξελίσσεται ποτέ σε κάτι ουσιαστικό. Δεν είναι ο καρχαρίας που φοβάσαι τελικά. Είναι η έλλειψη ψυχής πίσω από την κάμερα.