Ένα πάθος
Πριν μεταβληθεί σε οτιδήποτε άλλο, η κριτική είναι ένα πάθος. Διατηρεί με τα αντικείμενά της σχέσεις που είναι πάντα έντονες. Ας συνοψίσουμε όλες αυτές τις σχέσεις κάτω από την ονομασία «κινηματογραφοφιλία». Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν εμποδίζει την κριτική σε καμία περίπτωση, να προχωρεί στην ανάλυση, στην ερμηνεία. Η «κινηματογραφοφιλία» είναι για τον κριτικό μια μέθοδος προσέγγισης του αντικειμένου της.
Να λοιπόν τι είναι αυτό που απωθούν όσοι μιλούν για την κριτική, γενικά και χωρίς διακρίσεις (ακόμα κι αυτή η έρευνα, στο πρώτο της τουλάχιστον μέρος): τον πρωταρχικό σχηματισμό του κριτικού λόγου, ο οποίος καθορίζει και τη μετέπειτα πορεία του, τη λειτουργεία του. Αντίθετα, εκείνο που οι κόλακες της κοινής γνώμης βλέπουν στον κριτικό, δεν είναι τίποτε άλλο από τον αβασάνιστο «μεσολαβητικό» ρόλο του μεταφραστή της «σκέψης του δημιουργού», των «προθέσεων» του, του «μηνύματος» που εκμπέμπει στο θεατή, της ενίσχυσης του «γούστου του κοινού» για το όλο σύστημα. Όπως τόνιζε ο Μπρεχτ, είναι καιρός να τελειώνουμε μ' αυτή την «κριτική της κουζίνας».
Παράλληλη πορεία
Υπάρχει βέβαια ο ακαδημαϊκός ορισμός του κριτικού προνομιούχου θεατή, που διενεργεί ένα τριπλό εγχείρημα σε σχέση με το φιλμ: επιχειρεί δηλαδή μια ανάγνωση, μια ερμηνεία και μια γραφή. Αντλώντας από ένα ιδεολογικό, αισθητικό και πολιτιστικό οπλοστάσιο, ο κριτικός υποτίθεται ότι διαβάζει το φιλμικό προϊόν σαν έναν επι μέρους κόσμο, όπως ο σκηνοθέτης υποτίθεται ότι διαβάζει τον κόσμο, απ' τον οποίο παράγει το αντικείμενό του, μέσα από μια διαδικασία μετασχηματισμού. Ο κριτικός λοιπόν ερμηνεύει, όπως κι ο δημιουργός, και δε «μεταφράζει», κατά κανένα τρόπο. Ας τελειώνουμε όμως και με τον ακαδημαϊσμό. Η κριτική, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο δεν είναι μετάφραση, αλλά ανήκει μάλλον στις σφαίρες της περίφρασης ή, για να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο, επιχειρεί ένα είδος μιμητικής, μια και χρησιμοποιεί λέξεις για να περιγράψει μια ροή εικόνων και ήχων. Η κριτική λοιπόν δε μεσολαβεί, αλλά ακολουθεί μια παράλληλη πορεία με το αντικείμενό της.
Ας αφήσουμε, λοιπον, τις ευχές για τα «δημόσια λειτουργήματα» κι ας χτίσουμε μια κριτική που θα χαρακτηρίζεται απ' την τόλμη της: τόλμη ενάντια στον εφησυχασμό που επιδιώκει η «κοινή γνώμη», στην καταναλωτική μανία, αλλά και στους «πάσης φύσεως» δογματισμύς που ενεδρεύουν στο πλαίσιο διάφορων κομματικών ή άλλων καθηκόντων.»
Κλονισμός του «κριτικού λόγου»
Για πολύ καιρό θρονιασμένος και βολεμένος στο πόστο του, ο κριτικός αισθάνθηκε τα τελευταία χρόνια την εξουσία του να μειώνεται αισθητά. Όχι τόσο την εξουσία της κινητοποίησης του κοινού, της καθοδήγησης του με σκοπό την εισπρακτική επιτυχία της μίας ή της άλλης ταινίας, όσο της αναμφισβήτητης εξουσίας του ειδικού, που μπορούσε να έχει πάνω στις εικόνες και την ταξινόμησή τους. Πράγματι, το κινηματογραφικό τοπίο έχει αλλάξει, χωρίς να ρωτήσει τη γνώμη του.
Όλα βρίσκονται πλέον στον πληθυντικό: δεν υπάρχει πια ένας κινηματογράφος άλλα πολλοί, όπως δεν υπάρχει ένα κοινό, αλλά πολλές διαφορετικές κατηγορίες κοινού. Πλημμυρισμένος από εικόνες που εκκινούν από διάφορες πηγές και μεταφέρονται από ποικίλα κανάλια, ο κριτικός δύσκολα βρίσκει σήεμρα το δρόμο του ανάμεσα σε μια χολλυγουντιανή ταινία, μια στρατευμένη βιντεοκασέτα, ένα τηλεοπτικό σήριαλ, ένα διαφημιστικό σποτ, μια ερωτική ταινία, ένα πειραματικό φιλμ..., και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Καταλαβαίνουμε πως ο κριτικός λόγος επιπλέει με δυσκολία στον όλο και περισσότερο ετερογενή καταρράκτη των φιλμικών γεγονότων.
Ίσως ο «κινηματογραφικός κριτικός» θα έπρεπε να ξανασκεφτεί λίγο για το αντικείμενό του, για τη σχέση του μ' αυτό το αντικείμενο. Διαφορετικά, σίγουρο είναι ότι θα έχει να αντιμετωπίσει πολλές εκπλήξεις.
Μάρκετιγκ και απουσία γούστου
Η κριτική σήμερα στην Ελλάδα απειλείται από το μάρκετιγκ, συμμετέχει στη διαφημιστική διάδοση του προϊόντος - ταινία, κινδυνεύει να μη λειτουργεί παρά μόνο σαν ένα παραπάνω γρανάζι στη διανομή αυτού του προϊόντος. Η ανάλυση υποχωρεί. Το σλόγκαν θριαμβεύει. Σε αρκετές εφημερίδες η κριτική έχει περιοριστεί σ' ένα είδος κριτικής - εξπρές, τηλεγραφικής μετάδοσης, υποβολής αντιδράσεων. Οι ομοιότητες με τις διαφημίσεις είναι εμφανείς. Η κριτική, άλλωστε, στη χώρα μας συχνά συγχέει τακτική και λειτουργεία: τελευταίο παράδειγμα το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου η κριτική μοίρασε απλόχερα κοσμητικά επίθετα, έχτισε μνημεία, υπερθεμάτισε ασύστολα. Συσσωρεύοντας «αριστουργήματα», η κριτική απλά και μόνο σιγοντάρει τη γενικευμένη απουσία γούστου, η οποία στιγματίζει σήμερα το σύνολο της πολιτιστικής μας ζωής, χαρακτηρίζοντας έτσι μια τάση υπερκαταναλώσης όλων των πολιτιστικών παραγωγών, μέσα απ' την ισοπέδωσή τους.
Κάτι τέτοιο, όμως, δε σημαίνει επίσης ότι η κριτική χάνει πια την εμπιστοσύνη του κοινού, που έχει αρχίσει να αμφιβάλλει, καθώς και των κινηματογραφιστών που τη χειρίζονται εύκολα πια;
Ας αφήσουμε, λοιπον, τις ευχές για τα «δημόσια λειτουργήματα» κι ας χτίσουμε μια κριτική που θα χαρακτηρίζεται απ' την τόλμη της: τόλμη ενάντια στον εφησυχασμό που επιδιώκει η «κοινή γνώμη», στην καταναλωτική μανία, αλλά και στους «πάσης φύσεως» δογματισμύς που ενεδρεύουν στο πλαίσιο διάφορων κομματικών ή άλλων καθηκόντων.
Σ' αύτή την πορεία ο κριτικός δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει, πέρα από το αντικείμενό του (κι αυτό δεν είναι λίγο): κανείς βέβαια δεν θα τον δικαιώσει, γιατί δε δουλεύει για την αιωνιότητα και ούτε ένας δε θα τον καταξιώσει έστω και εκ των υστέρων. Θα τον κερδίσει, όμως, το παρόν και οι περιπέτειές του.
Το κείμενο «Η Κριτική Σήμερα» του Μισέλ Δημόπουλου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Τα Νέα, στις 6 Ιουλίου 1979, στο πλαίσιο μιας έρευνας της Φάνης Πετραλιά για την κριτική στην Ελλάδα.