Συνέντευξη

Αντρέα Σέγκρε: «Το ρεμπέτικο σε κάνει να νιώθεις πως δεν είσαι μόνος»

of 10

Ο σκηνοθέτης του «Indebito» μιλά στο Flix για τη δύναμη που μπορεί να αντλήσει κανείς από την τέχνη και για το βλέμμα του στην Ελλάδα της κρίσης με soundtrack τις νότες του μπαγλαμά.

Αντρέα Σέγκρε: «Το ρεμπέτικο σε κάνει να νιώθεις πως δεν είσαι μόνος»

Οι περισσότεροι γνωρίσαμε τον Αντρέα Σέγκρε όταν πέρσι η ταινία του «Io Sono Li» κέρδισε το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Ομως ο Ιταλός σκηνοθέτης είχε ήδη υπογράψει αρκετά ντοκιμαντέρ πριν από εκείνη την ταινία, κάτι που δεν ήταν δύσκολο να διακρίνεις πίσω από την κοινωνικά ευαισθητοποιημένη, διαπεραστική ματιά εκείνου το φιλμ.

Και παρ΄ ότι το ενδιαφέρον του για την μυθοπλασία δεν είναι παροδικό (έχει ήδη ολοκληρώσει μια δεύτερη μεγάλου μήκους το «La Primo Neve» που προβλήθηκε στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας) το ντοκιμαντέρ εξακολουθεί να κεντρίζει εξίσου έντονα το κινηματογραφικό του ενδιαφέρον.

Για το «Indebito» που προβλήθηκε για πρώτη φορά στο φεστιβάλ του Λοκάρνο το περασμένο καλοκαίρι, ο Σέγκρε ταξίδεψε στην Ελλάδα μαζί με τον μουσικό Βινίσιο Καποσέλα για να ανακαλύψουν τα ίχνη του ρεμπέτικου στο σήμερα. Τώρα με την αφορμή της εξόδου της ταινίας στις αίθουσες επιστρέφει και μιλά στο flix για την εμπειρία.

2 Με τον Βινίσιο Καποσέλα στα γυρίσματα του φιλμ

Πως ενδιαφέρθηκες για το ρεμπέτικο; Ηξερες την μουσική πριν την γνωριμία σου με τον Βινίσιο Καποσέλα;

Το ρεμπέτικο το γνώρισα κατόπιν της συνάντησης που είχα με το Βινίσιο, για να συζητήσουμε για το ντοκιμαντέρ. Μου έδωσε υλικό όπως δίσκους, ντοκιμαντέρ καθώς και την ταινία του Κώστα Φέρρη. Και έτσι άρχισα να εντυπωσιάζομαι από αυτή τη μουσική, τους χαρακτήρες που την αντιπροσώπευαν, καθώς επίσης και το πώς κρατήθηκε και έχει την ίδια δύναμη και επιρροή, αυτή η μουσική μέσα στα τόσα χρόνια της ύπαρξής της.

Η πολιτική χροιά του ρεμπέτικου τραγουδιού ήταν υποθέτω κάτι που το έκανε να μοιάζει ακόμη πιο ενδιαφέρον;

Εφόσον ξεκίνησα να μελετώ το ρεμπέτικο, σχεδόν αμέσως ένιωσα και τον πολιτικό χαρακτήρα αυτού του είδους μουσικής. Ήταν και αυτό ένα από τα χαρακτηριστικά του, που με ώθησαν στο να θέλω να ανακαλύψω αυτό τον κόσμο κάνοντας το ντοκιμαντέρ.

Πόσο άλλαξε, αν άλλαξε, το σχέδιο για την ταινία που είχατε στο μυαλό σας από την στιγμή που ήρθατε στην Ελλάδα για τα γυρίσματα;

Κατά την προετοιμασία ενός project, πάντα χρειάζεται ένας προγραμματισμός και ένα πλάνο. Στην περίπτωση όμως του ρεμπέτικου, ένιωσα ότι χρειάζεται να αφήσω πολύ ελεύθερο χώρο για να εκφραστεί η «αταξία» και ο αυθορμητισμός και η ειλικρίνεια αυτής της μουσικής.

Η ματιά σου στην πόλη μέσα από τον φακό της κάμερας έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Τι ήταν αυτό που αναζητούσες;

Αυτό που έψαχνα στους δρόμους της Αθήνας, ήταν η αλήθεια αυτής της χώρας και των ανθρώπων της, μέσα στην παρούσα κρίση. Η αλήθεια μέσα από τα μηνύματα στους τοίχους, οι αλήθεια στα πρόσωπα των ανθρώπων που περπατούσαν στο δρόμο, ζούσαν στο δρόμο..όσων είναι επηρεασμένοι από την κρίση…αλλά ακόμη και τα πρόσωπα όσων είναι με έναν τρόπο «ευνοημένοι» ή προστατευμένοι από την κρίσή.

Στην ταινία ακούγεται η άποψη πως το ρεμπέτικο, βοήθησε στο παρελθόν τους ανθρώπους να ξεπεράσουν κρίσεις και προβλήματα. Πιστεύεις στην ιδέα της τέχνης σαν πηγή ελπίδας και οδηγό σε περιόδους κρίσης;

Φυσικά και το πιστεύω. Και ιδιαίτερα στην περίπτωση του ρεμπέτικου, είναι εμφανές ότι έχει ένα χαρακτήρα που σε κάνει να νιώθεις πώς δεν είσαι μόνος…ή πως δεν είσαι ο μόνος. Το συγκεκριμένο συναίσθημα αναφέρεται και στο ντοκιμαντέρ από την Αννέτα. Που παίζει τη μαριονέτα. Πέρα από αυτό, η ατμόσφαιρα που δημιουργεί αυτή η μουσική, σε παραπέμπει στο να μοιραστείς…να ανοιχτέις και να απομυθοποιήσεις….Αυτό δε συμβαίνει με όλα τα είδη της μουσικής. Μιας και το μεγαλύτερο ποσοστό της μουσικής που ακούγεται, είναι απλή, αστεία εμπορική μουσική. Που κάθε άλλο παρά «ψυχαγωγία» μπορεί να προσφέρει.

Εκ των πραγμάτων η ταινία μοιάζει ενδιαφέρει άμεσα το ελληνικό κοινό. Η προβολή του στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, ή στην Ιταλία τι αντιδράσεις γέννησε;

Η πρώτη δημόσια προβολή του ντοκιμαντέρ,ήταν στο φεστιβάλ ταινιών του Locarno. Άνοιξε το φεστιβάλ, και το παρακολούθησαν 3000 άτομα…που δεν είχαν επαφή πριν, με αυτό το είδος της μουσικής. Στο τέλος λοιπόν του ντοκιμαντέρ και όσο έπαιζε η «Άτακτη» σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και χειροκροτούσαν ασταμάτητα στο ρυθμό του τραγουδιού. Αυτό και μόνο αρκούσε για να καταλάβω πόσο δυνατή είναι η αλήθεια αυτής της μουσικής.Στην υπόλοιπη Ιταλία, το «Indebito» θα ξεκινήσει να προβάλλεται μετά τις 3 Δεκεμβρίου. Σε πάνω από 70 πόλεις. Οπότε από τότε και μετά θα μπορώ να έχω ξεκάθαρη εικόνα για το τι απήχηση έχει σε ένα μεγαλύτερο κοινό που δεν είναι οικείο με αυτό το είδος της μουσικής.Πρέπει να πω όμως ότι ανυπομονώ να δω τις αντιδράσεις του Ελληνικού κοινού. Γιατί πραγματικά είναι μία πρόκληση για μένα.

Διαβάστε τη γνώμη μας για την ταινία