O Αντρέα Σέγκρε είναι σκηνοθέτης ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, ανάμεσα στα οποία το περσινό, βραβευμένο με το LUX «Io Sono Li».To «Indebido» γυρισμένο το καλοκαίρι του 2012 στην Ελλάδα, ξεκίνησε από τον δίσκο του Βινίσιο Καποσέλα «Rebetiko Gymnastas», ενός μουσικού που θα μπορούσε να περιγραφεί ως το Ιταλικό αντίστοιχο του Τομ Γουέιτς και που στον πιο πρόσφατο δίσκο του, ασχολήθηκε με το ιδίωμα του ρεμπέτικου.Οι δυο τους, αποφάσισαν να γυρίσουν μαζί μια ταινία για την μουσική και την παράδοση του ρεμπέτικου και την επαφή του με την σημερινή πραγματικότητα της χώρας. Ο ίδιος ο Αντρέα Σέγκρε εξηγεί: «Στις μέρες μας βιώνουμε μια κρίση ταυτότητα που είναι πιο ισχυρή από την οικονομική. Εχει να κάνει με τον αποχωρισμό, με τον αποπροσανατολισμό. Η ευρωπαϊκή κουλτούρα πουλήθηκε στην κατανάλωση και στον αγώνα να γίνουμε πλούσιοι. Μας έχουν πείσει ότι η ελευθερία από την υλική φτώχια είναι συνώνυμη με την απομάκρυνση από τον ίδιο τον εαυτό μας. Τώρα σε μέρες που ζούμε ξανά την φτώχια, δίχως να έχουμε συνείδηση του ίδιου του εαυτού μας, βιώνουμε μια αβάσταχτη αποσταθεροποίηση.» Το ντοκιμαντέρ αυτό, φιλοδοξεί να μας δώσει τον χρόνο να αφουγκραστούμε την απουσία μας. Είναι η συνειδητοποίηση ότι ζούμε με δανεικό αέρα, νόημα και προοπτική».
Το ρεμπέτικο τραγούδι δεν υπήρξε ποτέ μια εφησυχασμένη μουσική και η κουλτούρα που το συνόδευε φλέρταρε πάντα με ένα «περιθώριο» που έμοιαζε ανέκαθεν γοητευτικό. Και παρ΄ ότι πρόκειται για μια μουσική που μετρά ήδη μια μακρά ιστορία, παραμένει απρόσμενα ζωντανή σε μέρες που αν πιστέψουμε τους ανθρώπους που το παίζουν, το τραγουδούν, το ακούν, το έχουν ακόμη ανάγκη.
Στο ντοκιμαντέρ του Αντρέα Σέγκρε, όχι τόσο η ιστορία του, μα κυρίως η σημασία του και η σημερινή του αντήχηση καταγράφονται με οδηγό τον Ιταλό τραγουδοποιό Βινίσιο Καποσέλα που τριγυρίζει στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης με πυξίδα έναν μικρο μπαγλαμά και τους ήχους του ρεμπέτικου στ΄ αυτιά του.
Συνομιλεί με μουσικούς, καταγράφει τις σκέψεις και τις απόψεις τους φιλοσοφεί και παίζει μουσική. Μπορεί κατά στιγμές, η παράξενη φιγούρα του που θυμίζει μάγκα της δεκαετίας του τριάντα, η κατά στιγμές υπερβολικά θεατρική «ερμηνεία» του να δίνουν στην ταινία έναν ελαφρώς λάθος τόνο, όμως η διαδρομή του δεν παύει να είναι ενδιαφέρουσα και με τον τρόπο της αποκαλυπτική.
Οχι πάντα για τα όσα λέγονται, ή για την αξία και την γοητεία μιας μουσικής που λίγο πολύ αν είσαι Έλληνας γνωρίζεις, μα κυρίως για την γοητευτική, συχνά νυχτερινή βόλτα της κάμερας του Αντρέα Σέγκρε σε πόλεις της Ελλάδας της κρίσης που αποτελεί ένα από τα πιο γοητευτικά και πετυχημένα σημεία της ταινίας.
Μιας ταινίας που δεν φιλοδοξεί να είναι ένα εξαντλητικό ιστορικό ντοκιμαντέρ, γεμάτο μουσικολογικές αναλύσεις και φιλοσοφικές εμβαθύνσεις μα ένα μικρό τραγούδι αγάπης για μια νοοτροπία και μουσική κι ένα ύψωμα του ποτηριού σε ανθρώπους μιας χώρας που βρίσκουν τον δικό τους τρόπο να «αντισταθούν», στο μέτρο που μπορούν.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που έδωσε ο Αντρέα Σέγκρε στο Flix.