Συνέντευξη

«O,τι κάνουμε είναι πολιτικό»: Ο Αλβαρο Γκάγκο μιλάει στο Flix για τη δική του «Mητέρα, Πατρίδα»

of 10

Ο σκηνοθέτης του «Μητέρα, Πατρίδα» Αλβαρο Γκάγκο μιλάει στο Flix για την πολιτική στον κινηματογράφο, τον φεμινισμό αλλά και το νόημα της πραγματικής πατρίδας.

«O,τι κάνουμε είναι πολιτικό»: Ο Αλβαρο Γκάγκο μιλάει στο Flix για τη δική του «Mητέρα, Πατρίδα»

Η «Μητέρα, Πατρίδα», το συγκλονιστικό πορτρέτο μιας σκληρά εργαζόμενης γυναίκας που γυρίστηκε στην πατρίδα του Αλβαρο Γκάγκο, τη Γαλικία στη βορειοδυτική Ισπανία, βασίζεται στην ομότιτλη μικρού μήκους ταινία του ίδιου και αποτελεί την πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια σε μεγάλου μήκους, την οποία οδηγεί η θηριώδης, συγκλονιστική ερμηνεία της Μαρία Βάσκεζ.

Στην ταινία που βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 18 Ιανουαρίου η Ραμόνα, παγιδευμένη σε μία αποτυχημένη σχέση και μητέρα μιας δεκαεπτάχρονης, εργάζεται σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ψαριών σε μια παραθαλάσσια πόλη και όταν οι αλλαγές στο εργοστάσιο την αναγκάζουν να αναζητήσει νέα δουλειά, αναλαμβάνει τη φροντίδα ενός ηλικιωμένου που πρόσφατα έχασε τη γυναίκα του.

matria

Γυρισμένη στην Γαλικία με διαλόγους στην τοπική γλώσσα, η «Μητέρα, Πατρίδα» παρουσιάζει μια άγνωστη κινηματογραφικά περιοχή της Ισπανίας που η ιστορική παράδοση την θέλει μητριαρχική, μια ψευδή εικόνα που η ταινία υπονομεύει και τελικά ανατρέπει μεθοδικά. Την ίδια στιγμή ο Γκάγκο σκιαγραφεί μια γειτονιά της σύγχρονης Ευρώπης όπου, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, τα δικαιώματα των εργατών υποβαθμίζονται διαρκώς στο βωμό του κέρδους επηρεάζοντας την ποιότητα της ζωής, της υγείας, την καθημερινότητα, τις σχέσεις και τα όνειρά τους.

Ο Αλβαρο Γκάγκο βρέθηκε στην Αθήνα για την πρεμιέρα της ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας. Το Flix μίλησε μαζί του για την πολιτική στο σινεμά, τον φεμινισμό αλλά και το νόημα της πραγματικής πατρίδας.

alvaro gago

Η ταινία «Μητέρα, Πατρίδα» βασίζεται στην ομότιτλη μικρού μήκους ταινία σας. Πώς αποφασίσατε να την ξαναγυρίσετε σε μια μεγάλου μήκους. Ποιες, και αν υπήρχαν, ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε σε αυτό σας το εγχείρημα;

Μου έτυχαν όλες οι δυσκολίες που μπορεί κάποιος να φανταστεί. Είχα μια ιδέα και ξεκίνησα να γράφω το σενάριο, 4-5 χρόνια πριν, με πολύ λίγες τεχνικές γνώσεις για το πώς μπορεί να γράψει κανείς ένα σενάριο – προφανώς λοιπόν αυτό που έγραψα στην αρχή, δεν πρόκειται να το δείξω ποτέ σε κανέναν. Μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε η προ-παραγωγή, ήμουν σαν να βρισκόμουν μέσα σε ένα τρενάκι του λούνα παρκ. Και ένιωθα πολύ άσχημα μερικές φορές. Υπήρχαν και κάποιες όμορφες στιγμές στη διαδικασία, όπου βρίσκεις κάτι που σου κάνει κλικ. Σε πιάνουν ρίγη, όταν συμβαίνει αυτό. «Ισως βρήκα κάτι εδώ» σκέφτεσαι, αλλά μετά το διαγράφεις. Οπότε, ναι όλες οι δυσκολίες που μπορείς να φανταστείς. Αλλά υπήρχαν πολλοί λόγοι να μεταπηδήσω σε μεγάλου μήκους ταινία. Αλλά ήταν όλα πολύ φυσικά και οργανικά σχεδιασμένα. Δεν σκέφτηκα ποτέ, εντάξει, ας κάνουμε μια μεγάλου μήκους ταινία. Απλώς προσπαθώ να ακούσω το ένστικτό μου και να μην το αμφισβητώ. Και έπρεπε να καταλάβω αν όλες αυτές οι επιθυμίες καλύπτονταν από μια ειλικρινή παρόρμηση ή τα κίνητρα έρχονταν περισσότερο από εξωτερικούς παράγοντες. Οπότε το αμφισβήτησα αρκετά. Και αν ήταν έτσι θα την άφηνα στην άκρη.

Η μικρού μήκους ταινία σας ήταν γυρισμένη ως ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στη ζωή της Φρανσίσκα Ιγκλέσιας Μπουζόν, της γυναίκας που φρόντιζε τον παππού σας. Τι σας ενέπνευσε σε αυτήν έτσι ώστε να κάνετε μια ταινία;

Τα πάντα. Εκείνη την εποχή έφτιαχνα μικρά οικογενειακά βιντεάκια. Ειδικά η οικογένεια, από την πλευρά του πατέρα μου, ήταν πολύ μεγάλη. Ηθελα να βρεθούμε όλοι μαζί μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Εκτός από νοσοκομεία ή τις κηδείες. Ετσι, προσπαθούσα να συλλάβω κοινές στιγμές και έφτιαξα μικρά οικογενειακά αναμνηστικά για να τα θυμόμαστε ως οικογένεια. Και η Φρανσίσκα μπήκε στο σπίτι σαν κεραυνός. Η γιαγιά μου είχε ήδη πεθάνει εκείνη την εποχή. Ο παππούς μου πάλευε πολύ να συνεχίσει. Ηταν αρκετά καταθλιπτικός. Δεν ήθελε να βγει από το σπίτι. Και η Φρανσίσκα ήρθε, όπως είπα, σαν καταιγίδα και τον ταρακούνησε. Είναι καταπληκτικό όταν οι άνθρωποι έρχονται στη ζωή σου έτσι. Στην αρχή δυσκολεύτηκε, όπως και ο χαρακτήρας της Ραμόνα στην ταινία. Είναι υπερβολική σαν χαρακτήρας. Ενιωθα πάντα φορτισμένος όταν ήμουν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της. Ηταν όμως πολύ ενδιαφέρουσα ως χαρακτήρας.

Νομίζω πως ό,τι κάνουμε είναι πολιτικό. Αλλά πιστεύω ότι ο κινηματογράφος πρέπει να βάλει το συναίσθημα στο επίκεντρο. Και μέσα από τις οικείες ιστορίες που απεικονίζουμε, η πολιτική του φυτρώνει, ανθίζει.»

Μου άρεσε πολύ το ταξίδι που έκανε στην ταινία η Ραμόνα την οποία αυτή την φορά την, ας πούμε, μετενσαρκώσατε στο πρόσωπο της Μαρία Βάσκεζ, η οποία έδωσε μια συγκλονιστική ερμηνεία. Γιατί το αποφασίσατε να πάτε σε μια πιο, ας πούμε, επαγγελματία ηθοποιό;

Η Μαρία είναι από τους ανθρώπους που αφοσιώνονται στη δουλειά τους. Αλλά είναι πολύ ξεχωριστή με την έννοια ότι υπάρχουν πολλές πτυχές στον χαρακτήρα της. Είχα μοντάρει μια ταινία που έπαιξε στο Σαν Σεμπαστιάν το 2018 σε σκηνοθεσία του Τσαζ Ομπάνιο, ενός σκηνοθέτη από τη Γαλικία, όπου εκείνη ήταν η πρωταγωνίστρια. Εκεί ένιωσα την άμεση επιθυμία να την κινηματογραφήσω. Αλλά είναι και ξεχωριστή με την έννοια ότι έχει κάνει επιλογές στη ζωή της όσο αφορά τις πολιτικές της πεποιθήσεις. Αυτό είχε σίγουρα αντίκτυπο στην καριέρα της. Αλλά έχει δώσει προτεραιότητα σε κάποια σημαντικά πράγματα στη ζωή της. Οταν μπήκε στην βιομηχανία, όλοι μετακινούνταν από τα περίχωρα της Ισπανίας στη Μαδρίτη και στην Βαρκελώνη. Αλλά εκείνη έμεινε στη Γαλικία, αφοσιωμένη στη δουλειά της εκεί. Από μόνο του αυτό λέει πολλά για αυτήν. Είναι σίγουρα μια ξεχωριστή ηθοποιός. Ηρθε και έζησε εκεί που γυρίζαμε την ταινία. Ηταν εξαιρετικά γενναιόδωρη με το χρόνο της. Ηθελε να γνωρίσει τους πάντες. Δεν είχε κάποια μέθοδο στο πώς να προσεγγίσει τον χαρακτήρα της. Προσαρμόστηκε με τους ανθρώπους που δεν είχαν παίξει ποτέ πριν. Η αρχική ιδέα ήταν να παίξει το ρόλο της Φρανσίσκα η ίδια η Φρανσίσκα. Αλλά ήταν εξαντλημένη μετά τη μικρού μήκους ταινία. Πρέπει να καταλάβετε ότι αυτές οι γυναίκες έπρεπε να πάρουν πέντε ή έξι χάπια κάθε πρωί για να πάνε στη δουλειά για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον πόνο. Το να γυρίσεις μια ταινία είναι εξαιρετικά δύσκολο. Οχι μόνο σωματικά, αλλά και συναισθηματικά. Της είπα στην αρχή ότι σκέφτομαι να κάνω μια μεγάλου μήκους ταινία. Η ίδια μου είπε ότι δεν νομίζει ότι μπορούσε να το κάνει. Ετσι, παίρνοντας την Μαρία στον ρόλο της Ραμόνα, μείωσα και την ηλικία του χαρακτήρα 10 με 15 χρόνια, κάτι που η αλήθεια είναι πως επιθυμούσα από την αρχή.

Ο αρχικός τίτλος «Matria», και διορθώστε με αν κάνω λάθος, υποδηλώνει ένα είδος μητριαρχίας.

Πολύ σωστά. Βάζει τον μύθο της μητριαρχίας της Γαλικίας στο επίκεντρο της συζήτησης. Ή μάλλον καλύτερα το ψέμα του μύθου αυτού. Γιατί ο χαρακτήρας της Ραμόνα απεικονίζεται ως ένας πολύ δυνατός γυναικείος χαρακτήρας. Αλλά αυτό συχνά συγχέεται με μια γυναίκα που έχει δύναμη. Οχι, είναι αλήθεια. Αλλά ταυτόχρονα παλεύει και την πατριαρχία, θέλοντας να κάνει τη ζωή της να ζήσει με τους δικούς της κανόνες. Αλλά δεν προσέγγισα την ταινία με μια φεμινιστική ματιά. Για μένα ο φεμινισμός είναι κοινή λογική, όπως θα πρέπει να είναι σε όλους τους ανθρώπους. Οπότε δεν το σκέφτηκαν καν έτσι.

matria

Ο κινηματογράφος πρέπει όμως να έχει ως προτεραιότητά του την πολιτική;

Νομίζω ό,τι κάνουμε είναι πολιτικό. Αλλά πιστεύω ότι ο κινηματογράφος πρέπει να βάλει το συναίσθημα στο επίκεντρο. Και μέσα από τις οικείες ιστορίες που απεικονίζουμε, η πολιτική του φυτρώνει, ανθίζει. Γιατί αν βάλουμε το πολιτικό μόνο στην επιφάνεια φτιάχνουμε απλά φυλλάδια. Και δεν έχω τίποτα κατά των φυλλαδίων. Είναι υπέροχα, αλλά υπάρχουν ήδη. Και πιστεύω επίσης ότι μια ανατριχίλα που ίσως νιώσεις σε μια ταινία μπορεί να επηρεάσει πολιτικά, να δημιουργήσει κάτι μεγαλύτερο και ευρύτερο από οποιαδήποτε ομιλία που μπορείτε να ακούσετε εκεί έξω.

Στο τέλος της ταινίας βλέπουμε τη Ραμόνα να δείχνει μια πιο ευάλωτη πλευρά της, κουρασμένη και να κλαίει, και ένα παραδοσιακό τραγούδι από τη Γαλικία να συγκρίνει τις γυναίκες με τη γη της Ισπανίας. Πώς προέκυψε αυτή η σύνδεση στην ταινία σας;

Αρχικά είμαι από εκεί. Δεν θέλω το παίξω σοφός ή κάτι τέτοιο, αλλά πιστεύω ότι καλό είναι να μιλάμε μόνο για αυτό που ξέρουμε καλά. Οπότε καταλαβαίνω πολύ βαθιά μέσα, γιατί έχω ζήσει εκεί και κάνοντας ταινίες μπόρεσα να δω τα συνηθισμένα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Καταλαβαίνω πώς, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλη κοινωνία, σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, πώς μιλάνε μεταξύ τους, πώς καταλαβαίνουν οι άνθρωποι τη ζωή τους εκεί. Και νομίζω ότι μόνο με το να μπεις τόσο βαθιά στην ουσία ενός τόπου μπορείς να χτυπήσεις μερικές χορδές που απευθύνονται σε όλους. Επειτα, υπάρχει επίσης η ανάγκη να αφηγηθώ τις ιστορίες της χώρας μου, σε μια γλώσσα που έχει συντριβεί τόσο ιστορικά για τόσο καιρό. Υπάρχουν πολλές Ισπανίες. Υπάρχει η Ισπανία που όλοι γνωρίζουν, και υπάρχουν και οι άλλες. Μιλάμε για όλες τις διαφορετικές Ισπανίες που εμπλουτίζουν μόνο το ισπανικό οικοσύστημα. Και το βλέπουμε τώρα και στη Βουλή μας που αρχίζουν να χρησιμοποιούν γαλικιανή, καταλανή και βάσκικη διάλεκτο για να επικοινωνούν. Είναι μέρος της ταυτότητάς μας. Αρα, η βάση της ταινίας εκεί είχε να κάνει με πολλές ιδέες που ενσωματώνονται σε αυτή την συζήτηση. Και επίσης, είχε να κάνει με τον ψευδή μύθο της μητριαρχίας. Διάβασα πολλά γι’ αυτό και θα ήθελα να τα βάλω αυτό στο κέντρο της συζήτησης, επειδή είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι είναι ψευδές. Πρέπει να καταλάβουμε τι αντιμετωπίζουν καθημερινά οι γυναίκες για να μπορέσει επιτέλους να αλλάξει η συμπεριφορά μας απέναντί τους. Το ίδιο σκέφτομαι και για τις γυναίκες στη ζωή μου.

Βάζει τον μύθο της μητριαρχίας της Γαλικίας στο επίκεντρο της συζήτησης. Ή μάλλον καλύτερα το ψέμα του μύθου αυτού. Γιατί ο χαρακτήρας της Ραμόνα απεικονίζεται ως ένας πολύ δυνατός γυναικείος χαρακτήρας.»

Στην ταινία υπάρχουν ξεκάθαρες εμπνεύσεις από το σινεμά του Κεν Λόουτς και των αδερφών Νταρντέν. Ποιο είναι το είδος του κινηματογράφου που σας έχει σημαδέψει;

Οντως, αλλά προσπαθώ να αφήσω όλα αυτά στην άκρη ειδικά όταν τρέχω στα γυρίσματα μιας ταινίας. Γιατί αλλιώς μπαίνω στον πειρασμό να αντιγράψω. Και όσο και να προσπαθώ, μπορεί και να το έχω κάνει, επειδή όλες οι ταινίες, τα βιβλία, όλα αυτά στα οποία εκτιθέμεθα καθημερινά, ζουν μέσα μας, σωστά; Οπότε μπορεί να το κάνουμε και ασυνείδητα. Λατρεύω τον ιταλικό νεορεαλισμό, το σινεμά του Λουκίνο Βισκόντι, του Ελιο Πέτρι. Οταν σπούδασα στην Αγγλία και γνώρισα εκεί το βρετανικό Free Cinema Ακόμα και ο νέος ρουμανικός κινηματογράφος του Κριστιάν Μουντζίου. Λατρεύω το σινεμά του Κεν Λόουτς. Αυτά όσο αφορά τους άντρες. Υπάρχουν πολλές επιρροές επίσης από το σινεμά δυο γυναικών. Η μια είναι η Σαντάλ Ακερμάν, το πως η Ραμόνα κόβει τις πατάτες στην ταινία είναι σαφής αναφορά στην ταινία της «Ζαν Ντιλμάν» και η άλλη είναι η Ανιές Βαρντά. Αλλά υπάρχουν και κάποιες αναφορές στην ταινία στο σινεμά της Λιν Ράμσεϊ, όπως στην σκηνή που η Ραμόνα και η Κάρμεν κρατιούνται χέρι χέρι όταν μπαίνουν στο μπαρ. Λατρεύω επίσης και τις ταινίες της Κλόι Ζάο και της Κέλι Ράινχαρντ.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας; Αλλη μια μεγάλου μήκους ταινία ή σκοπεύετε να επιστρέψετε στις ταινίες μικρού μήκους;

Δεν έχω απολύτως καμία ιδέα. Και είμαι εντάξει με αυτό. Μερικές φορές μπορεί να είναι λίγο τρομαχτικό. Δουλεύω σε μια μεγάλου μήκους ταινία αλλά υπάρχουν και δυο μικρού μήκους ταινίες που φωνάζουν το όνομά μου συνέχεια για να ασχοληθώ μαζί τους. Η αλήθεια είναι πως έχω μια μικρή εμμονή με μια από αυτές και θέλω να τις κάνω, αλλά η σκληρή αλήθεια είναι πως έχω δυο μικρά παιδιά και δεν μπορώ να ξοδεύω τα λεφτά μου έτσι στην παραγωγή ταινιών. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να έχω ένα μηνιαίο εισόδημα. Οπότε εκτός αν κάποιος επενδύσει στις ταινίες αυτές, θα πρέπει να σκεφτώ σοβαρά για το πότε θα μπορέσω να τις κάνω. Αν μπορούσα θα τις έκανα τώρα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ.

Η ταινία «Μητέρα, Πατρίδα» θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες στις 18 Ιανουαρίου από την One from the Heart