Περισσότερο γνωστός σαν ηθοποιός, ακόμη κι αν έχει σκηνοθετήσει μερικές εξαιρετικά πετυχημένες ταινίες, ο Αλμπέρ Ντιποντέλ σκηνοθετεί ξανά για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια την κινηματογραφική διασκευή ενός βραβευμένου με Γκονκούρ βιβλίου, στην με διαφορά πιο φιλόδοξη ταινία της καριέρας του. Το Flix τον συνάντησε στο Παρίσι και μίλησε μαζί του για τον πόλεμο και το χιούμορ και τον τρόπο να κάνεις σινεμά που να είναι πέρα απ΄οτιδήποτε άλλο και απολαυστικό.
Μια μεταφορά για το σήμερα
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το βιβλίο ήξερα ότι ήθελα να το μεταφέρω στο σινεμά. Ηταν ένα μείγμα μυθιστορήματος και δοκιμίου με μια ιστορία αληθινά θεαματική στην καρδιά της. Εχει την υφή ενός θρίλερ επίσης δεν σου επιτρέπει να το αφήσεις αφού το ξεκινήσεις κι ομολογώ ότι το διάβασα μέσα σε δυο νύχτες. Αλλά η αλήθεια είναι ότι την στιγμή που το τελείωσα τρόμαξα από το πόσο φιλόδοξη μια τέτοια κινηματογραφική μεταφορά θα ήταν και δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι θα ήμουν ο κατάλληλος άνθρωπος για να χειριστεί ένα φιλμ με τόσο μεγάλο μπάτζετ. Ομως οχτώ μήνες μετά αφού είχα μόλις τελειώσει τα γυρίσματα μιας άλλης ταινίας ο ατζέντης μου επέμεινε να ξανασκεφτώ το βιβλίο του Πιέρ Λεμέτρ. Διαβάζοντάς το ξανά, ένοιωσα ότι ακόμη κι αν διαδραματίζεται στην διάρκεια και μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι χαρακτήρες του είναι απόλυτα σύγχρονοι κι ότι το βιβλίο είναι στην ουσία μια κομψή μεταφορά για πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας σήμερα. Κι αυτή η ματιά ήταν που με έκανε να τολμήσω και να πω το ναι στην πρόκληση του φιλμ.
Η καρδιά της ιστορίας
Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος με λίγο μυαλό στο κεφάλι του δεν μπορεί παρά να είναι ενάντιος στον πόλεμο, όμως ακόμη κι αν η ταινία μου ξεκινά κι αναφέρεται στον Πρώτο Παγκόσμιο, δεν είναι μια ταινία για τον πόλεμο. Για μένα το ενδιαφέρον του βιβλίου ήταν ότι η φρίκη του πολέμου αντηχεί ολοκληρωτικά στην ύπαρξη των χαρακτήρων για χρόνια μετά το τέλος του κι ο τρόπος που ο κεντρικός ήρωας προσδιορίζεται από αυτή στην σχέση του με όλους τους άλλους και τον εαυτό του.
Σινεμά για θεατές
Για μένα το σινεμά είναι πάνω απ όλα διασκέδαση. Είναι θέαμα. Μια ιστορία που θα σε συναρπάσει. Το σινεμά που μου αρέσει αυτό που θέλω να κάνω είναι ένα σινεμά που φυσικά έχει ένα μήνυμα, αλλά όχι ένα μήνυμα που βρίσκεται σε πρώτο επίπεδο. Μου αρέσει να κρύβω το μήνυμα μιας ταινίας από το κοινό να το αφήνω να το ανακαλύπτει στον δικό του χρόνο. Το σινεμά που μου άρεσε πάντα ήταν αυτό των αδελφών Κοέν, του Τέρι Γκίλιαμ, ταινίες που μιλούν για κάτι βαθύ, μα που την ίδια στιγμή είναι τόσο καλοφτιαγμένες που δεν μπορείς παρά να τις απολαύσεις.
Με τον συγγραφέα του βιβλίου Πιερ Λεμέτρ
Μια μεγαλειώδης σεκάνς
Η πρώτη σκηνή του φιλμ ήταν μια απαιτητική σκηνή, γεμάτη από στοιχεία και προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε, αλλά σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο να φέρεις εις πέρας μια τέτοια σκηνή, δεν είναι το ίδιο δύσκολη να φέρεις εις πέρας όσο στο «Touch of Evil» του Ορσον Γουέλς. Για μένα η πρόσκληση σε αυτή την σκηνή ήταν απλά τεχνική, του πως να συνδυάσουμε όλα τα στοιχεία του πλάνου, πως όλα θα λειτουργήσουν την κατάλληλη στιγμή, αλλά οι αληθινά δύσκολες σκηνές ήταν αυτές που στηρίζονταν πάνω στους ηθοποιούς, οι κορυφώσεις στις ερμηνείες τους τις οποίες έπρεπε να σεβαστώ, να υπηρετήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Το δράμα και το χιούμορ
Το χιούμορ υπήρχε στο βιβλίο του Πιερ Λεμέτρ και ήταν κάτι που ήθελα πολύ όχι μόνο να κρατήσω, αλλά να τονίσω στο φιλμ. Για μένα το μπλέξιμο των ειδών, της κωμωδίας και του τραγικού είναι κάτι που βρίσκω ότι προσθέτει κάτι αληθινά ενδιαφέρον στο σινεμά, μια συναισθηματική διαδρομή που κρατά τον θεατή πάντα στην άκρη της καρέκλας του. Και στην πραγματικότητα αυτός είναι ο τρόπος που βλέπω την ζωή. Δεν υπάρχει χιούμορ δίχως δράμα και δράμα δίχως την υπόνοια ενός αστείου.