Ομολογώ ότι έχω κάνει κάμποσες γκάφες στη ζωή μου. Mερικές κατάφερα, όπως - όπως, να τις μπαλώσω και λίγες ακόμα, για τα καλά, να τις μπαζώσω. Υπήρξαν όμως και εκείνες οι, πώς να τις πω, οι… μη αναστρέψιμες! Τουλάχιστον, σε μια από αυτές συντρέχει το ελαφρυντικό του ακαταλόγιστου της εφηβείας…
Αν η μνήμη μου λοιπόν με υπηρετεί σωστά, όπως θα έγραφε και ο κύριος Ζίμερμαν, ήταν εκείνο το μακρύ καυτό καλοκαίρι του ’77 που, απόφοιτος πλέον της Δ’ γυμνασίου σε εκείνη την τελευταία φουρνιά της εξατάξιας προετοιμασίας για τις ανωτεροανώτατες σχολές, έκανα μακροβούτια στα απόνερα της μεταπολίτευσης ψαρεύοντας, μεταξύ πολλών και διαφόρων, και τον χαρτοπολτό των, ταγμένων μέχρι θανάτου στην υπεράσπιση της ανθρωπότητας, μασκοφόρων με τις φανταχτερές εφαρμοστές στολές και τις υπεράνθρωπες δυνάμεις που, από την Πέμπτη 26 τρέχοντος, σύσσωμοι αντεπιτίθενται στις στατικές αντοχές των ημεδαπών μούλτιπλεξ!
Και μπορεί την αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς να την γλύτωσα παρά τρίχα αλλά εκείνον τον ένα έξτρα βαθμό μυωπίας σίγουρα τον άρπαξα προσπαθώντας να βγάλω μια άκρη από αυτό το τεκνικολόρ συνονθύλευμα από κολλάν, κλοτσοπατινάδα, ατάκες και ζεν και πράγματι τα, χαρακτηρισμένα από τις εκδόσεις Καμπανάς ως «περιοδικά της σκληρής γενιάς» έκαναν όχι μόνον τη διαφορά αλλά και γνωστό ανά την ελληνική επικράτεια όλο σχεδόν το τότε παλμαρές - Σπάιντερ-Μαν, Εκδικητές, Χάλκ, Τέσσερις Φανταστικοί, Αιρον Μαν, Χ-Μεν, Θώρ, κ.α - της, με δεσπόζουσα θέση στην πιάτσα των κόμιξ, Marvel!
Από όλη αυτή την αποθέωση του στυλ δε είχα ξεχωρίσει τον ψιλολέλέκα γραφίστα Στήβ Ρότζερς που μετά από ένα, εργαστηριακών προδιαγραφών, διαιτολόγιο με παραιατρικά εμβόλια και άνομες ακτινοβολίες μεταλλάχθηκε σε υπερστρατιώτη με την ούγια λοιπόν στο λαστέξ να γράφει Κάπταιν Αμέρικα έστειλε τον κακομοίρη τον Αδόλφο στον γναθοχειρουργό, όργωσε τα πεδία μαχών του μεγάλου πολέμου με την περιστρεφόμενη πλην επιστρεφόμενη αλεξίσφαιρη ασπίδα του και μετά σιωπή… Μέχρις ότου γύρισε τελικά από το κρύο για να βρεθεί αντιμέτωπος τόσο με νέους κακούς όσο και με παλιές αναμνήσεις!
Το όλο πράγμα βέβαια είχε αρχίσει να γίνεται από ανησυχητικό - για τον μπαμπά που έχωνε αδιαμαρτύρητα όλο και πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη - ως κατακριτέο - για τον κανακάρη που βάδιζε και παραμιλούσε σε σπαστά αγγλικά - για εκείνα τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια που o πλέον επίμονος αντιπολιτευόμενος βουλευτής δεν ήταν άλλος από εκείνον ακριβώς που η τραγελαφική υπόθεση Ασπίδα είχε επιβάλλει στην φουρτουνιασμένη πολιτική σκηνή το ’65: τραγούδια από τον ραδιοφωνικό σταθμό της αμερικάνικης βάσης στο Ελληνικό άκουγα και τα ‘κανα πάνω μου όταν τα παρουσίαζε ο Wolfman Jack, σταράκια από του Κορωναίου αγόραζα, μεταχειρισμένα τζίνς φούτερ από πανεπιστήμια και εκείνα τα καρό πουκάμισα που το grunge έκανε μόδα μια δεκαετία και αργότερα από τις αμερικάνικες αγορές φόραγα…
Τέλος πάντων, οι όποιες μου αναστολές σχετικά με αυτό το ξενόφερτο ευ ζην κατέληξαν τσαλακωμένες στους κάδους που ο Μπάμπης Μπεχλιβανίδης είχε αραδιάσει στην πλατεία της Νέας Σμύρνης όταν γνώρισα έναν ακόμα …Κάπταιν Αμέρικα!
Εκείνο το ίδιο ατέλειωτο καλοκαίρι λοιπόν, ανέβηκα, παρέα με τα τότε αχώριστα γειτονάκια μου από τις αρμένικες πολυκατοικίες της Αμφιθέας, τον Αγκόπ τον κοντό και τον Αγκόπ τον ψηλό, στην ταράτσα του, λίγο πιο πάνω από το γήπεδο του Πανιώνιου και σε ηλικία σήμερα σχεδόν αιώνιου, Σπόρτιγκ για να δούμε επιτέλους την ταινία με τις μηχανές για την οποίαν ο Σκύλος και κάμποσοι ακόμα, μπασμένοι μέχρι τα μπούνια, κοτζαμπάσηδες της πλατείας έκαναν σαν τρελοί…
«Ξέγνοιαστος Καβαλάρης» ήταν ο τίτλος της και στα πρώτα κιόλας λεπτά, μετά τα νταραβέρια με τον σένιο Χεσούς και τον λαλημένο Σύνδεσμο και πριν το ζενερίκ, παραλίγο να πέσω από την, πλεγμένη με πλαστικό μακαρόνι, καρέκλα ακούγοντας τον Τζον Κέι να κλαίει σπαραχτικά την μοίρα του στο «The Pusher» και βλέποντας ταυτόχρονα την κάμερα να σέρνεται βασανιστικά αργά πάνω στο ντεπόζιτο του τσόπερ, στο κράνος και στο δερμάτινο μπουφάν του Πίτερ Φόντα! Καθώς και τα τρία μάλιστα ήταν διακοσμημένα με την αστερόεσσα, του έμεινε για πάντα η ρετσινιά παρά το γεγονός ότι στους τίτλους αναγράφεται ως Wyatt.
«Όποιοι και να ήταν πάντως οι λόγοι που έβγαλε φόρα παρτίδα την αμερικανική σημαία» καταλήξαμε ομόφωνα και οι τρείς κατηφορίζοντας την Κρήτης, «μπράβο του τού μάγκα γιατί τους έφερε στα μέτρα του. Αφού λοιπόν τα κατάφερε αυτός γιατί όχι και 'μείς;» [σημ. Ο υιός Φόντα ανέβηκε ακόμα περισσότερο στην εκτίμηση μου όταν, γύρω στα τέλη της δεκαετίας των 80s, ανακάλυψα το ένα και μοναδικό 45άρι που έχει κυκλοφορήσει σε όλα αυτά τα χρόνια που είναι στο κουρμπέτι: μοναδικά πειστήρια μιας μη πιστοποιημένης συνεύρεσης με τους Τζιμ ΜακΓγκουίν και Ντέιβιντ Κρόσμπι των Byrds τα «November Night» και «Catch The Wind», φιλότιμες διασκευές συνθέσεων των Γκραμ Πάρσονς και Ντόνοβαν αντίστοιχα, εμφανίστηκαν τον Μάρτιο του ‘67 με την ιδιόκτητη ετικέτα Chisa του τρομπετίστα Χιου Μασεκέλα και κωδικό CH 004.]
Για να επιστρέψω όμως στις γκάφες για τις οποίες έκανα λόγο στην αρχή: εκείνη την εποχή οι ιδιοκτησιακές απαιτήσεις μου εξαντλούνταν είτε στη μασχάλη από δίσκους - In -A-Gadda-Da-Vida (Iron Butterfly), From The Album Of The Same Name (Pilot), Wish You Were Here (Pink Floyd), What’s Going On (Μάρβιν Γκέι), Ege Bamyasi (Can), Sun Secrets (Ερικ Μπάρντον), Vol. 4 (Black Sabbath), The World Is A Ghetto (War), Pendulum (Creedence Clearwater Revival) και The Guitar Album - που γυρόφερνα από βελόνα σε καρφί και τούμπαλιν, είτε στην αγκαλιά της Winny όπου στραπατσάριζα τις αβάσταχτες εφηβικές μου κράμπες. Μπήκα στο ενοικιαζόμενο υπερυψωμένο ισόγειο του διώροφου στην Ηχούς και, με τα δάκρυα ακόμα νωπά από το άδικο φονικό στο φινάλε του «Easy Rider», πλησίασα το πολυμορφικό βιβλιοθηκοκαναποκρέβατο όπου ήταν στοιβαγμένη όλη μου η προίκα και κατέβασα όσα τεύχη με υπεράνθρωπους είχα προλάβει να αποκτήσω.
«Για μένα ένας και μόνος Κάπταιν Αμέρικα υπάρχει» θα ψέλισσα, παραφράζοντας προφανώς τον Λούκυ Λούκ και, ξεσπώντας μάλλον σε αναφιλητά, ξαπόστειλα τον δυαδικό μαχητή και τους όμοιούς του στον αγύριστο! Που να φανταζόμουν τότε ο άμοιρος ότι όλο αυτό το χαρτομάνι που θα συγκέντρωνα χωρίς σταματημό στα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα παρέμενε για πάντα φτωχότερο δίχως αυτές τις πρώτες ελληνικές εκδόσεις των «Εκδικητών»…..
Νίκος Πετρουλάκης
[Ο Νίκος Πετρουλάκης, επί 3 δεκαετίες ραδιοφωνικός παραγωγός, (αρχι)συντάκτης θρυλικών μουσικών εντύπων και σήμερα αρθρογράφος στο ΒHMagazino, είναι ο άνθρωπος που έχει καταπιεί την πάπυρος λαρούς της μουσικής αλλά και της ευρύτερης ποπ κουλτούρας του 20ου αιώνα, εκείνος που παίζει τις ωραιότερες soul νότες της Αθήνας στα μπαράκια του κέντρου, ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες βινυλίου στην Ελλάδα, ένας πραγματικός σινεφίλ και καρδιακός μας φίλος.]