Ο Κόουλ του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ είναι ένας μηχανικός τεχνητής νοημοσύνης, του οποίου η εταιρεία προσφέρει τεχνολογικά εργαλεία για ρομαντικές σχέσεις. Εχοντας ήδη ανακαλύψει έναν αλγόριθμο που καθορίζει την πιθανότητα μιας επιτυχημένης σχέσης, ο Κόουλ προχωρά στο επόμενο, πιο φιλόδοξο βήμα, σχεδιάζοντας τεχνητούς ανθρώπους, ικανούς να γίνουν το ιδανικό ταίρι. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό και οι δυνατότητες που ανοίγονται αλλάζουν τελείως τα κοινωνικά δεδομένα. Οταν όμως ο ίδιος ξεκινά μια σχέση με την υπάλληλο και συνεργάτη του, Ζωή (Λεά Σεντού), τα πράγματα περιπλέκονται, φανερώνοντας ότι, ακόμα και σε αυτόν τον νέο κόσμο, οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Ναι, με τον τρόπο που εξερευνά τις θεμελιώδεις αλλαγές που η τεχνολογία μπορεί να επιφέρει στην καθημερινότητα, η παραπάνω σύνοψη θα μπορούσε να αφορά κάποιο επεισόδιο του «Black Mirror» που δεν έχει ακόμα προβληθεί ή ακόμα και ένα πιο «ρομαντικό» επεισόδιο του «Westworld», που δεν επικεντρώνεται ακριβώς στον πόλεμο ανθρώπων και μηχανών αλλά στις μικρές μάχες που δημιουργούνται από τις νέες συναισθηματικές ισορροπίες.

Οριακά μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το φιλμ είναι μια ακόμα παραλλαγή του επιστημονικού συναισθηματισμού του «Δικός της», αντικαθιστώντας το πρωτότυπο της ταινίας του Σπάικ Τζόνζι με συνθήκες μαζικής παραγωγής και ανταλλάσσοντας την αυστηρά προσωποκεντρική αφήγηση εκείνης της ταινίας με κάτι περισσότερο αφαιρετικό, που κυρίως εντοπίζει την μελαγχολία στα μάλλον υπερβολικά καλοστημένα και καλογυαλισμένα πλάνα του.

Πέρα όμως από τις επιρροές και τις παραπομπές, αυτό που προκαλεί κυρίως τις εντυπώσεις είναι το γεγονός ότι ο Ντορέμους, στην τρίτη ταινία της καριέρας του που αφορά τις σχέσεις σε μια νέα, τεχνολογικά ορισμένη εποχή (μετά τα «Equals» και το «Newness») καταφέρνει, παρά τις πρώιμες υποσχέσεις, να παρουσιάσει τελικά κάτι τόσο άνευρο και αναιμικό, την στιγμή που οι καταστάσεις που περιγράφει είναι στην ουσία τους εξαιρετικά περίπλοκες.

Και δεν είναι ότι ο Ντορέμους, κινηματογραφικός μελετητής των ανθρώπινων σχέσεων ήδη από το ντεμπούτο του, «Like Crazy», δεν περιβάλλει τους ήρωές του με μια μελαγχολική οικειότητα ικανή – θεωρητικά – να δώσει ζωή στα συναισθηματικής φύσης, υπαρξιακά διλήμματά τους. Ή ότι, στη βάση τουλάχιστον, δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την πολυπλοκότητα εκείνων των στοιχείων που ορίζουν την βιωσιμότητα μιας σχέσης, είτε αυτά αφορούν μικρές καθημερινές επιλογές που φανερώνουν τον χαρακτήρα, είτε εντοπίζονται σε μεγαλύτερα προβλήματα, ας πούμε, συμβατότητας.

Αυτό που τελικά μετατρέπει την ταινία του Ντορέμους σε μία ανάλατη, αν και φωτογενή, δημιουργία είναι το γεγονός ότι ο δημιουργός της εγκλωβίζεται στην επιφάνεια των πραγμάτων, χωρίς να καταφέρνει να αναπτύξει ουσιαστικά καμία από τις πολλαπλές ιδέες που σταδιακά εισάγει στην αφήγηση (όπως εκείνη με το φάρμακο που σου επιτρέπει να «ερωτευτείς ξανά όπως την πρώτη φορά»).

Η «Ζωή» αφορά εκείνη την θολή περιοχή μεταξύ ειλικρινών και τεχνητών συναισθημάτων, χτυπάει την πόρτα των ανθρώπινων σχέσεων σε μια εποχή που περισσότερο αναλύει παρά νιώθει, επιθυμεί να εξετάσει τον βαθμό που η εικόνα μπορεί τελικά να μετατραπεί σε ουσία και, στην τελική, θέλει να προσφέρει την ζεστασιά ενός γνήσιου rom com παρά την όποια εξεζητημένη της σύλληψη, όμως, στο τέλος αυτό που μένει είναι ένα ασύνδετο αφήγημα με μελοδραματικές εξάρσεις, όπου η μεγαλύτερη ανατροπή είναι το πόσο δυσκίνητο και βαρετό προκύπτει το τελικό αποτέλεσμα.

Γιατί όσο κι αν προσπαθεί ο ΜακΓκρέγκορ να μετουσιώσει συναισθηματικά την πορεία του ήρωά του, όσο κι αν η Λεά Σεντού προσπαθεί με τα μάτια να προσδώσει περισσότερο βάρος στην ηρωίδα της από όσο φροντίζει το σενάριο του Ντορέμους, όσο έκπληξη κι αν προκαλεί το cameo της Κριστίνα Αγκιλέρα στο ρόλο μιας πόρνης τεχνητής νοημοσύνης και όση pop αισθητική κι αν περιβάλλει την ταινία, ο πυρήνας δεν παύει να είναι αποσπασματικός και αφηγηματικά άτσαλος, ειδικά στο τρίτο μέρος του φιλμ όπου η αφήγηση ουσιαστικά αποδομείται σε μία σειρά ασύνδετων σκηνών μέχρι να φτάσει στο προδιαγεγραμμένο, «εύκολο» κι απότομο φινάλε της.

Ειρωνικά, αυτό είναι και το πιο δυστοπικό στοιχείο της ταινίας: η απογοητευτικά δειλή εκτέλεση των αρχικά τολμηρών ιδεών της.