Το πτώμα μιας διάσημης ηθοποιού ξεβράζεται στη θάλασσα, μετά από μια φιλονικία με το σύζυγό της. Την επόμενη μέρα, ο συγγραφέας Ρόμπερτ Τίσντολ, που γνώριζε την ηθοποιό, ανακαλύπτει το πτώμα της στην παραλία. Τρέχει να ειδοποιήσει την αστυνομία, αλλά δυο μάρτυρες πιστεύουν ότι αυτός είναι ο ένοχος που αποδρά. Ο Ρόμπερτ συλλαμβάνεται αλλά, χάρη σ' ένα μπέρδεμα στο δικαστήριο, καταφέρει να ξεφύγει κι αρχίζει ν' αγωνίζεται να αποδείξει την αθωότητά του, με τη βοήθεια της Ερικα, της δυναμικής κόρης ενός αστυνομικού.

Η ιδέα του αθώου ήρωα που κατηγορείται για ένα έγκλημα που δεν έκανε ποτέ μοιάζει κεντρική σε αυτήν την ταινία που έρχεται τρία χρόνια μετά τη βρετανική εκδοχή του «Ανθρώπου που Γνώριζε Πολλά» του 1934, για να σφραγίσει ένα από τα αγαπημένα θέματα του Αλφρεντ Χίτσκοκ με έναν τρόπο αποφασιστικό και ταυτόχρονα ελαφρύ – όπως περίπου θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει ολόκληρη τη βρετανική του περίοδο που θα έκλεινε δύο χρόνια μετά με το «Jamaica Inn» του 1939.

Παρά την προφανή σύνδεση του τίτλου στο φύλο της νεαρής και αθώας (ενζενί;) ηρωίδας του φιλμ, ο Χίτσκοκ αναφέρεται σε όλους τους «Νέους και Αθώους» μιας ολόκληρης εποχής καθώς με χαρακτηριστική άνεση ο ίδιος, σαν ενορχηστρωτής της μοίρας τους, τους μπλέκει σε ένα παιχνίδι μεταμφιέσεων και ενοχών με μοναδικό σκοπό να φωτίσει την αθωότητά τους με λιγότερο σκοτεινούς προβολείς από τις πιο επιδραστικές ταινίες του της βρετανικής περιόδου, αν και όχι με λιγότερη φινέτσα και σαρδόνια σκηνοθετική διείσδυση στην αγωνία τους και την αγωνία του θεατή.

Περισσότερο μια ρομαντική κομεντί ανάμεσα σε μια ξανθιά (!) και έναν συνηθισμένο άντρα και λιγότερο μια σκοτεινή παραβολή για την Ευρώπη του μεσοπολέμου (όπως για παράδειγμα ήταν το «Sabotage» την αμέσως προηγούμενη χρονιά), το «Young and Innocent» γίνεται αυτόματα οικείο στις σκηνές όπου η Νόβα Πίλμπιμ και ο Ντέρικ Ντε Μαρνέ σταματούν το χρόνο για να γίνουν δύο φυγάδες και εν δυνάμει εραστές και αυτόματα «χιτσκοκικό» στην κλασική σκηνή ενός παιδικού πάρτι που θα μετατραπεί σε ένα σαρδόνιο παιχνίδι ανταλλαγής ταυτοτήτων και πεπερασμένης... παιδικότητας.

Σε ένα από τα πρώτα του καθαρόαιμα road movies, ο Χίτσκοκ διασχίζει τη βρετανική εξοχή μαζί με το πρωταγωνιστικό του ζευγάρι και μαζί την κωμική (εδώ περισσότερο από κάθε άλλη ταινία του) παραδοξότητα μιας κοινωνίας όπου ο καθένας μπορεί να είναι ύποπτος για ένα μικρό ή μεγαλύτερο έγκλημα, σημάδι μιας παθογένειας που πηγάζει περισσότερο από την αφέλεια παρά από το δόλο, έτσι όπως αυτή ενσαρκώνεται από τον πραγματικό πρωταγωνιστή της ταινίας που δεν είναι ο αθώος κατηγορούμενος, αλλά η νεαρή ξανθιά κοπέλα που λειτουργεί ως ασπίδα της «μη ενοχής» και ταυτόχρονα έρμαιο ενός ανθρωποκυνηγητού που καταλήγει να ακυρώνει κάθε τιτάνια προσπάθεια της να αθωώσει τον άντρα που έχει ερωτευτεί.

Ο Χίτσκοκ διασκεδάζει και με τα μικρά περιστατικά που διακοσμούν τη ρομαντικά αγωνιώδη διαδρομή των δύο φυγάδων και με την ελαφριά κριτική του απέναντι στις ανθρώπινες σχέσεις. Φυλάει, όμως, το καλύτερο για το τέλος, όταν λίγο πριν το φινάλε, στην πρώτη του μεγάλη σκηνή συνενοχής με το θεατή, θα αποκαλύψει το δολοφόνο με ένα αριστοτεχνικό μονοπλάνο, ακριβώς στο χώρο και το χρόνο όπου κανείς δεν θα υποψιαζόταν ότι βρίσκεται η λύση του μυστηρίου.

Αν το «Young and Innocent» δεν είναι η καλύτερη ταινία της βρετανικής περιόδου του Αλφρεντ Χίτσκοκ (παρά τη δική του ομολογία πως υπήρξε η «αγαπημένη» του), αυτό σίγουρα δεν οφείλεται στη διάχυτη ελαφρότητα της αφήγησής του, αλλά μάλλον στο γεγονός πως με τα «39 Σκαλοπάτια» να προηγούνται και το «Η Κυρία Εξαφανίζεται» να ακολουθεί, είναι αδύνατον να θεωρήσεις αυτήν την περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη της εποχής «κυριολεκτική» ταινία του ως κάτι περισσότερο από μια γοητευτική άσκηση πάνω στις εμμονές του, λίγο πριν το οριστικό τέλος της αθωότητας στην αμερικάνικη περίοδο της φιλμογραφίας του που πλησιάζει απειλητικά...