Στη δεύτερη ταινία του στην Αμερική, μετά το «Fury», ο Φριτς Λανγκ γίνεται ο πρώτος που μεταφέρει (ελεύθερα) το «Thieves Like Us» του Εντουαρντ Αντερσον που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, το 1937, βάση μιας σειράς σπουδαίων ταινιών, όπως το «They Live by Night» του Νίκολας Ρέι το 1947, το ομότιτλο «Thieves Like Us» του Ρόμπερτ Αλτμαν του 1974 αλλά εν γένει του μύθου της Μπόνι και του Κλάιντ, με το ζευγάρι των παρανόμων που διασχίζουν την Αμερική καταρρίπτοντας όλες τις σταθερές απέναντι στην ηθική του εγκλήματος και την ανηθικότητα της δικαιοσύνης.
Εδώ ο ήρωας είναι ο Εντι Τέιλορ, καταδικασμένος ήδη τρεις φορές για σειρά μικροεγκλημάτων. Αν υπάρξει τέταρτη καταδίκη θα καταδικαστεί σε ισόβια και θα έρθει αντιμέτωπος με τη θανατική ποινή. Είναι όμως αποφασισμένος αυτή τη φορά να τα καταφέρει και να φτιάξει τη ζωή του μαζί με την αγαπημένη του Τζόαν, γραμματέα του δικηγόρου Στίβεν Γουίτνεϊ που, παρόλο που είναι κρυφά ερωτευμένος με την Τζόαν, θα βοηθήσει τον Εντι να ορθοποδήσει. Η προκατάληψη όμως απέναντι σε έναν κατάδικο θα αποδειχθεί πιο ισχυρή από τη θέληση του νεαρού ζευγαριού, ενώ ο Εντι θα συλληφθεί ξανά, αφού παγιδευτεί από πρώην συγκρατούμενους του, για μια ληστεία τράπεζας που δεν έχει κάνει. Η αγάπη της Τζόαν θα κλονιστεί μόνο παροδικά, αφού πιστεύει τον Εντι και θα τον βοηθήσει να γλιτώσει την ηλεκτρική καρέκλα, παίρνοντας το ρίσκο να χάσουν τα πάντα ή να κερδίσουν τη μια και μοναδική ευκαιρία που έχουν στην ευτυχία.
Προπομπός των φιλμ νουάρ, αισθητικά αλλά και σαν περιεχόμενο, αλλά περισσότερο κι από αυτό η μεγάλη συνάντηση του γερμανικού εξπρεσιονισμού με την ενήλικη εκδοχή της αμερικανικής μυθολογίας, το «Εχω Δικαιωμα να Ζήσω» αντικατοπτρίζει με τον πιο ιδανικό τρόπο το πέρασμα του Φριτς Λανγκ στην Αμερική, το οριστικό τέλος της αθωότητας μιας ολόκληρης χώρας (και βιομηχανίας) και την απαρχή ενός σινεμά σκοτεινού, πολιτικού, φτιαγμένου για να μετατοπίσει το αμερικάνικο όνειρο προς τον εφιάλτη.
Σαν σε μια δίνη που σιγά σιγά καταπίνει κάθε ελπίδα και ευκαιρία εξιλέωσης, ο Φριτς Λανγκ κατασκευάζει (με τη βοήθεια του σπουδαίου και βραβευμένου με τέσσερα βραβεία Οσκαρ διευθυντή φωτογραφίας Λίον Σαμρόι) ένα κλειστοφοβικό σύμπαν - με συνεχόμενες σκηνές ανθολογίας - όπου η μοίρα μοιάζει ανελέητη, η κοινωνική αναλγησία δείχνει χωρίς ντροπή κι ενοχή ξανά και ξανά το χειρότερο της πρόσωπο και η δικαιοσύνη παλινδρομεί ανάμεσα στο ορθό και το «λαϊκά αδηφάγο». Ο άνθρωπος αναγκάζεται να γίνει το τέρας που η κοινωνία τον έχει καταδικάσει και ένας κύκλος θανάτου - με τελική πράξη την ηλεκτρική καρέκλα - ορίζει με μαθηματική ακρίβεια την έλλειψη οποιασδήποτε εξόδου κινδύνου από τη ζούγκλα των πόλεων.
Αγρίμι σε καταστολή, ο συγκλονιστικός Χένρι Φόντα (λίγο πριν τα «Σταφύλια της Οργής») είναι ο νέος αντιήρωας ενός σινεμά που αρχίζει να κοιτάζει πλέον κατάματα τους ανθρώπους ενός κατώτερου Θεού, αλλά είναι στα συνεχώς υγρά μάτια της Σίλβια Σίντνεϊ που ο Λανγκ εναποθέτει με σιγουριά τη δική του εκδοχή πάνω στη bigger than life γυναίκα ηρωίδα που γίνεται ο καταλύτης και η ίδια η σωτηρία μαζί, μια εξιλέωση γραμμένη πάνω σε καλά αισθήματα και αληθινή αγάπη.
Μοντέρνο ζευγάρι που σχεδόν κλείνει έναν αιώνα κινηματογραφικής ζωής, ο Εντι και η Τζο μοιάζουν κάθε φορά που βλέπεις το «Εχω Δικαίωμα Να Ζήσω» με δύο επαναστάτες ικανούς να αλλάξουν κάθε φορά τον κόσμο, πρωταγωνιστές ενός συγκλονιστικού βιβλικού «παραμυθιού» με σπαρακτικό happy end, (υπερ) ήρωες μιας περιπλάνησης που δεν μοιάζει να τελειώνει, μέσα σε κοινωνίες που συνεχίζουν να εθελοτυφλούν ακόμη και σήμερα μπροστά στη βαρβαρότητα.