O Τζακ Μάλικ είναι ένας νεαρός τραγουδοποιός, παγιδευμένος στα στενά σύνορα και τις μηδενικές ευκαιρίες που έχει να του προσφέρει η μικρή βρετανική του κωμόπολη. Δέκα χρόνια έχουν περάσει που γρατζουνάει την κιθάρα του στα τοπικά φεστιβάλ και τις παμπ της γειτονιάς. Τίποτα. Οσο εκείνος τραγουδά, οι θαμώνες του γυρνούν την πλάτη πίνοντας τις μπύρες τους, ενώ ο Τζακ βλέπει τα όνειρά του για ένδοξη μουσική καριέρα να στεγνώνουν. Μόνο οι φίλοι του έρχονται πιστά να τον ακούσουν, κι ανάμεσά τους και η Ελι - το κορίτσι της διπλανής πόρτας και παλιά του συμμαθήτρια, που είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του. Πιστεύει τόσο στο ταλέντο του, που έχει αναλάβει χρέη μάνατζερ: τον οργανώνει, τον μεταφέρει από live σε live με το αυτοκίνητό της, του δίνει κουράγιο.

Μετά από μία ακόμα εμφάνιση-φιάσκο, ο Τζακ αποφασίζει να τα παρατήσει. Μόνο που, φεύγοντας από το μπαρ με το ποδήλατό του, τού συμβαίνει ένα περίεργο ατύχημα. Ενα μυστηριώδες black out σβήνει για λίγα δευτερόλεπτα τα φώτα σε όλο τον κόσμο, ένα λεωφορείο δεν τον βλέπει και εκείνος καταλήγει στην εντατική. Οταν συνέρχεται, ο κόσμος μας δεν είναι όπως τον ξέραμε. Μετά από 1-2 φορές που κάνει αναφορές σε στίχους των Beatles, κανείς δεν αντιδρά. Οταν τραγουδά το «Yesterday» στους φίλους του, εκείνοι μαγεύονται «με το καινούργιο τραγούδι που έγραψε». Ενα γκουγκλάρισμα του λύνει την απορία και ταυτόχρονα τον τρελαίνει: κανείς δεν ξέρεις τους Τζον, Πολ, Τζορτζ και Ρίνγκο. Σε αυτό το παράλληλο σύμπαν όπου ξαφνικά ζει, τα θρυλικά Σκαθάρια δεν υπήρξαν ποτέ!

Μήπως αυτό είναι η μεγάλη του ευκαιρία; Τραγουδώντας τα τραγούδια των Beatles και πλασάροντάς τα ως δικά του, ο Τζακ κόβει δρόμο στην κορυφή των billboards όλου του κόσμου και γίνεται διάσημος σε μια μέρα. Μόνο που μέσα από αυτή την ξαφνική ξέφρενη πορεία δόξας, ευκαιριών και τύψεων πρέπει να ανακαλύψει αν αυτό ήταν το όνειρό του. Ή all we need is love. Love is all we need.

O οσκαρικός σκηνοθέτης Ντάνι Μπόιλ («Slumdog Millionaire») κι ο πιο επιτυχημένος σεναριογράφος κομεντί Ρίτσαρντ Κέρτις («Love Actually», «Μια Βραδιά στο Notting Hill», «Τέσσερις Γάμοι και Μία Κηδεία») συνεργάζονται για να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη αυτή την αναμφισβήτητα πανέξυπνη ιδέα: τι θα γινόταν αν δεν είχαν φέρει την επανάσταση οι Beatles σε αυτό τον κόσμο. Αν δεν είχαμε ακούσει ποτέ το «Let it Be», την «Eleanor Rigby», το «Ηey Jude»; Αν δεν είχαμε παραδεχθεί ότι όλοι ζούμε σ' ένα «Yellow Submarine»; Δεν το χωράει το μυαλό!

Με έναν χαρισματικό πρωταγωνιστή (ο τηλεοπτικός Χιμές Πατέλ προσωποποιεί αβίαστα τον συνηθισμένο άνθρωπο σε ασυνήθιστες συνθήκες, κι επίσης τραγουδά σαν τον ΜακΚάρτνεϊ), το δημιουργικό δίδυμο προσπαθεί να ακολουθήσει αυτό το what if τριπάκι και να το αναπτύξει σ' ένα στόρι προσωπικής ενηλικίωσης που αμφισβητεί αν η δόξα μπορεί να είναι αυτοσκοπός.

Κάπου εκεί χάνεται η μαγεία. Δεν το πιστεύεις πόσο χαριτωμένα ξεκινά μια ταινία, για να περάσει γρήγορα σ' ένα στάδιο όπου μοιάζει να μην ξέρει πού ακριβώς να πάει την ιδέα της, τι να την κάνει. Ο Κέρτις πλημμυρίζει το σενάριο με χαριτωμενιές, ατάκες, στιγμές και, στο τέλος, με μελό εφηβικούς συναισθηματισμούς, ενώ ταυτόχρονα ο Μπόιλ δυναμώνει την ένταση φωνακλάδικα για να πουσάρει το μεγάλο του ατού: τα 17 τραγούδια των Beatles που ακούγονται. Εσύ όμως νιώθεις ότι παρακολουθείς κάτι ταυτόχρονα πολύ φλύαρο και... κενό.

Εχεις κάτσει απέναντι στη μεγάλη οθόνη με πραγματικό ενθουσιασμό στο άκουσμα της σύνοψης αυτής της κινηματογραφικής βόλτας στην -άγνωστη διεθνώς- Penny Lane και τελικά καταλήγεις με ένα σενάριο που, επειδή δεν ξέρει πώς να σου προκαλέσει μία Lucy in the Sky With Diamonds ευφορία, τραβάει χειρόφρενο και κηρύσσει το τέλος της διαδρομής με ένα «All You Need is Love» κλισέ. Εστιάζοντας στο αδύναμο, αδιάφορο ρομάντζο (δεν υπάρχει στ' αλήθεια χημεία ανάμεσα στον Τζακ και στην Ελι, αλλά μάλλον όλες οι κομεντί πρέπει να έχουν ένα -ακόμα και αναγκαστικό- love story) και μην τολμώντας να τραβήξουν την ιδέα στα Strawberry Fields όριά της.

Αναμφισβήτητα ευχάριστο, με ευκολόπιοτη ενορχήστρωση για να καταναλωθεί από μαζικό κοινό σε θερινά σινεμά, με ατάκες (σήμα-κατατεθέν Ρίτσαρντ Κέρτις γοητείας) που θα προκαλέσουν γέλιο, αλλά ταυτόχρονα...κούφιο. Χωρίς πραγματικούς χαρακτήρες (η «μάνατζερ» Κέιτ ΜακΚίνον μοιάζει να παίζει άλλον έναν SNL χαρακτήρα, ο «roadie» Τζόελ Φράι να είναι ένα copy/paste του συγκάτοικου στο «Notting Hill», ο Εντ Σίραν ένα απλό εύρημα), χωρίς έμπνευση, χωρίς ραχοκοκκαλιά ανάπτυξης, χωρίς πραγματική καρδιά.

Κρίμα. Θα θέλαμε πολύ να δούμε κάτι με πραγματικό άξονα το Imagine. Να φανταστούμε ουσιαστικά δηλαδή πώς θα ήμασταν αν το White Album δεν είχε περάσει στην παγκόσμια συλλογική συνείδηση με έναν τρόπο που δεν το καταλαβαίνεις, αλλά το κουβαλάς στο DNA σου. Αντ' αυτού μείναμε με ναΐφ διδακτικά μηνύματα και καρτποσταλικά ευχολόγια. Μία Hello, Goodbye χαμένη ευκαιρία.