[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο για τις ανάγκες της κριτικής αναφέρεται σε μια στιγμή της πλοκής η οποία ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]

Το είδος των ταινιών slasher δεν διαφέρει και τόσο από τις ταινίες πορνό. Και τα δυο είδη κατάφεραν να ανθίσουν πραγματικά μέσα στην δεκαετία του ’70 κάνοντας πολλούς να πιστέψουν πως θα φέρουν έναν απελευθερωτικό αέρα ανανέωσης στο ήδη αρκετά συντηρητικό Χόλιγουντ. Παρόλα αυτά όμως, ακόμα και σήμερα δεν θεωρούνται τίποτα παραπάνω από «μαύρα πρόβατα», χωρίς να καταφέρουν να ξεπεράσουν το στίγμα και τα ταμπού μιας ολόκληρης βιομηχανίας.

Το «X», η νέα ταινία του Τι Γουέστ εδώ και έξι χρόνια και η πρώτη του ταινία τρόμου εδώ και μια δεκαετία, μπορεί να μοιάζει στην επιφάνεια ως μια ακόμα στερεοτυπική slasher ταινία τρόμου, όπου διάφοροι νέοι προσπαθούν να σωθούν από μανιακούς δολοφόνους, αλλά πίσω από όλα αυτά κρύβεται μια αρκετά σκεπτόμενη, και κάποιες φορές με δόσεις βιτριολικού χιούμορ τόσο για την ίδια την βιομηχανία όσο και για μια ολόκληρη εποχή, ταινία η οποία καταφέρνει να δείξει πως ναι, πίσω από το περίσσιο exploitation της βίας και του γυμνού μπορεί να βγει κάτι πραγματικά όμορφο.

Το σενάριο της ταινίας μας τοποθετεί στο 1979, όπου μία παρέα νεαρών αποφασίζει να γυρίσει μία ταινία πορνό στην ύπαιθρο του Τέξας, αλλά όταν οι ηλικιωμένοι οικοδεσπότες τους ανακαλύπτουν τα σχέδια της παρέας, τα μέλη του καστ καταλήγουν να παλεύουν για τη ζωή τους.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή. Το «X» παραμένει μια αναπολογιτική slasher ταινία η οποία ποτέ δεν προσπαθεί να κρύψει τις ρίζες της αλλά ούτε τις αναφορές και το φόρο τιμής που αποτίει σε διάφορες άλλες ταινίες τρόμου, όπως το «The Texas Chainsaw Massacre» και το «Ψυχώ». Και το κάνει με περίσσια υπερηφάνεια, σα μια X-rated ταινία με American gothic και grindhouse αισθητική. Και ναι, όπως με τις ταινίες πορνό, έτσι κι εδώ με τις ταινίες slasher, ελάχιστοι (ή σχεδόν κανείς) είναι εκείνοι που τις βλέπουν και για την πλοκή τους, παρόλα αυτά όμως ο Γουέστ δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο.

Οσοι έχουν δει κάποιες από τις προηγούμενες ταινίες του, όπως τα «The House Of The Devil» και «The Innkeepers», γνωρίζουν καλά τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος χειρίζεται τόσο την ιστορία όσο και τους χαρακτήρες της. Κι εδώ οι ήρωες της, νέοι, γεμάτοι όνειρα και καύλες για μία ζωή που θα τους φέρει πιο κοντά στην εκπλήρωση του άπιαστου ίσως Αμερικάνικου Ονείρου, αρχίζουν να παίρνουν σάρκα και οστά από την αρχή της ταινίας μιλώντας για τις προσδοκίες τους, για την ζωή τους, αλλά και τις ελπίδες τους, κάτι που τους κάνει παραπάνω από απλούς και αναμενόμενα σχηματικούς χαρακτήρες μια επίπεδης ταινίας τρόμου.

Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκεται ο χαρακτήρας της Μαξίν, μιας πορνοστάρ η οποία έχει εμμονή με την ίδια την εικόνα της και κουβαλάει ένα μυστηριώδες κρυφό παρελθόν. Η Μαξίν θα τραβήξει το ενδιαφέρον της Περλ, της ηλικιωμένης γυναίκας του ζευγαριού στου οποίου το σπίτι η ίδια και οι φίλοι της έχουν εγκατασταθεί για να γυρίσουν την ταινία πορνό, η οποία την βλέπει ως τη χαμένη της νιότη, αλλά στο κορμί και το μυαλό μιας πιο σεξουαλικά απελευθερωμένης γυναίκας.

Η έκπληξη έρχεται στους τίτλους τέλους της ταινίας όταν αποκαλύπτεται στα credits πως η Μία Γκοθ παίζει και τον ρόλο της Μαξίν και της Περλ (φυσικά φορώντας αρκετά προσθετικά).

Αυτό αποτελεί και την κινητήρια δύναμη της ταινίας του Γουέστ: ο διαρκής πόλεμος του (πιο συντηρητικού) παλιού και του (πιο απελευθερωμένου) νέου, αλλά και του ίδιου χαρακτήρα της Μαξίν, η οποία παλεύει εσωτερικά με τον ίδιο τον συντηρητισμό της, στο κέντρο μια ταραχώδους εποχής όπου η ίδια η Αμερική έδινε την δική της μάχη για την σεξουαλική, κι όχι μόνο, απελευθέρωσή της. Ετσι ο Γουέστ αντί να κάνει την Περλ να μοιάζει σαν έναν ακόμα καρικατουρίστικό hillbilly κακό κάθε φορά που σκοτώνει, καταφέρνει να της δώσει ένα είδος ανθρωπιάς ντύνοντας τον χαρακτήρα της με μια ανατριχιαστικά πένθιμη ομορφιά, κάτι αρκετά σπάνιο για μια τέτοιου είδους ταινία.

Το «X» είναι μια ταινία η οποία χτίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο και αρκετά ευφάνταστο τρόπο την ένταση και το σασπένς κάνοντας πολλές αυτοαναφορές τόσο μέσω της ίδια της ταινίας που γυρίζεται μέσα στην ταινία, όσο και με αρκετά περίτεχνο μοντάζ το οποίο έχει αναλάβει ο Γουέστ μαζί με τον Ντέιβιντ Κασέβαροφ. Αν και, ειδικά καθώς πλησιάζει στο φινάλε, η ταινία βουτά βαθιά στα κλισέ με ακόμα περισσότερο βίαιους θανάτους και σεναριακές ευκολίες, παραμένει μια από τις καλύτερες προσθήκες/αναφορές στο είδος των slasher.

Και ένα υπέροχο παράδειγμα για όσους πιστεύουν πως οι ταινίες τρόμου (όπως και τα πορνό) δεν μπορούν να είναι (και) Τέχνη.