Τα (υπερβολικά) αυτονόητα για την ισότιμη θέση της γυναίκας σε όποια κοινωνία καταθέτει η Σάρα Πόλεϊ στη νέα της σκηνοθετική δουλειά, μια δεκαετία μετά το «Stories We Tell», περιτυλίγοντας περίτεχνα το στοιχειώδες μήνυμά της με ένα ζηλευτό καστ, μια σειρά από θαυμαστά άνετες ερμηνείες και κάποιες αισθητικές επιλογές που δείχνουν ότι είναι κινηματογραφικά διαβασμένη.
Στο σήμερα που μοιάζει άχρονο, σ' ένα απομονωμένο από τον σύγχρονο πολιτισμό χωριό μιας θρησκευτικής σέκτας (που θα μπορούσε ν' ανήκει σε Μενονίτες, Αμις, Μορμόνους ή στη δυστοπική πένα τής Μάργκαρετ Ατγουντ), οι άντρες διαπράττουν καθημερινά ασυγχώρητα εγκλήματα: επιτίθενται ετσιθελικά στις γυναίκες, τις δικές τους ή των άλλων, στις κόρες ή τις αδελφές τους, τις ναρκώνουν, τις χτυπούν, τις βιάζουν, τις αφήνου εγκύους κι εκείνες σιωπούν. Οταν ένα κορίτσι καταγγείλει τη βία στην αστυνομία, οι άντρες της κοινότητας θα μεταφερθούν για λίγες μέρες - ή για ένα 24ωρο - στη φυλακή, «για τη δική τους ασφάλεια». Μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα οι γυναίκες, τριών γενεών καταπίεσης, θα συνεδριάσουν, παρουσία του δασκάλου του χωριού που κρατά τα πρακτικά και θ' αποφασίσουν το επόμενο βήμα τους: να μην κάνουν τίποτα, να μείνουν και να πολεμήσουν, να φύγουν.
Υποψήφια, φέτος, για δύο Οσκαρ, Καλύτερης Ταινίας και Διασκευασμένου Σεναρίου (από το μυθιστόρημα του 2018 της Καναδής Μίριαμ Τέιβς που, με τη σειρά της, πήρε αφορμή από πραγματικά συμβάντα σε μια παραθρησκευτική κοινότητα στη Βολιβία), η Σάρα Πόλεϊ απεκδύει το (νεο)φεμινιστικό κίνημα από κάθε ρητορική, φτάνοντας στον πυρήνα του. Γυναίκες που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ την ελευθερία, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, στην ίδια τη μόρφωση, στη δυνατότητα επιλογής, θα υπομείνουν τον ανδρικό ζυγό, ή θα προτιμήσουν τον Γολγοθά τής απελευθέρωσης;
Η Πόλεϊ συγκεντρώνει και προφυλάσσει τις ηρωίδες της σε μια «φάτνη», σ' ένα στάβλο και διακόπτει τις κουβέντες τους με σύντομα, ανατριχιαστικά φλας μπακ στον πραγματικό, καθημερινό εφιάλτη τους. Τις φωτίζει με τα φυσικά χρώματα της μέρας και της νύχτας, αποχρωματίζει την ταινία της επιλεκτικά, τονίζοντας ένα φόρεμα, μια κορδέλα στα μαλλιά, τα δέντρα, τις περικυκλώνει με τη μυσταγωγική μουσική τής Χίλντουρ Γκουντναντότιρ, φτιάχνει ένα έργο που, αισθητικά, θα μπορούσε να έχει υπογράψει ο Λαρς φον Τρίερ, για να μην πούμε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ. Που αποπνέει κάτι το αγνό, το πρωτόγονο ή αρχέγονο, την αλήθεια «όπως θα έπρεπε να είναι».
Μόνο που οι γυναίκες αυτές, σίγουρα σύμβολα κι όχι ρεαλιστικές φιγούρες, είναι μέλη μιας ακραία πατριαρχικής κοινωνίας, είναι τοποθετημένες σ' ένα φανταστικό πλαίσιο και, μέσα σ' αυτό, διατυπώνουν σκέψεις και πορείες τόσο επιφανειακές, τόσο αφελείς και τόσο, τελικά, μακριά από την κοινωνική πραγματικότητα. Οταν η διαπραγμάτευση είναι, ακόμα, εάν η γυναίκα πρέπει και μπορεί να διεκδικήσει την αυτονομία της, το δίλημμα χάνει το ενδιαφέρον του: το πώς, το πότε και το εάν θ' ανατραπεί το κοινωνικό κατεστημένο μοιάζουν πολύ μακριά.
Κι έτσι, με τις καλύτερες προθέσεις αλλά και μια αυτάρεσκη ανοησία, το φιλμ γοητεύει με την ατμόσφαιρά του και με τα εκπληκτικά πρόσωπα και ερμηνείες των ηθοποιών τριών γενεών, αλλά παραμένει, σεναριακά και ιδεολογικά, σε μια οικοδομημένη, στοιχειωδώς αλληγορική, περιορισμένου βεληνεκούς φούσκα, όπου τα αυτονόητα αποτελούν διδακτικά τσιτάτα και το επίπεδο ταύτισης είναι ανύπαρκτο.