Η ταινία που έμελε να γίνει και το κύκνειο άσμα του Βιτόριο Ταβιάνι, δεν είναι απλά μια «προσωπική ιστορία» επειδή βασίστηκε στην ομότιτλη νουβέλα του Μπέπε Φενόλιο.

Κατά κάποιο τρόπο, το φιλμ αποτελεί και μια προσωπική ιστορία για τους ίδιους τους σκηνοθέτες, όχι μόνο επειδή διαδραματίζεται στα μέρη που οι ίδιοι μεγάλωσαν ή επειδή θεματικά συγγενεύει με το «Σαν Μινιάτο, Ιούλιος ‘44», την πρώτη μικρού μήκους δημιουργία τους, αλλά γιατί κυρίως, όσο κι αν απέχει από τα καλύτερα δείγματα της δουλειάς των δύο δημιουργών, δεν παύει να είναι μια ταινία που φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της φιλμογραφίας των αδερφών Ταβιάνι, συμπεριλαμβανομένων της κοινωνικής ματιάς, της ιστορικής εξερεύνησης, της κριτικής της Ιστορίας και της ποιητικής επίστρωσης όλων των παραπάνω.

Γιατί το «Μια Προσωπική Ιστορία» είναι εκείνη η ταινία που θα δει τον ήρωά της να βγαίνει στην αρχή από την ομίχλη για να χαθεί στο τέλος και πάλι μέσα στην αγκαλιά της. Είναι εκείνο το φιλμ που όσο κι αν αφιερώνεται στους διαλόγους, θα κρατήσει για μια μεγάλης συναισθηματικής έντασης επανένωση μια πολύ ισχυρή σιωπή. Είναι εκείνη η δημιουργία που μέσα στη σκληρότητα του θανάτου και των εκτελέσεων, θα βρει τη δύναμη να παίξει με τις συμβάσεις και τον ρεαλισμό για να αποδείξει με την μορφή ενός μικρού κοριτσιού ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα και, κατά συνέπεια, ζωή.

Η αφήγηση ξεκινά το καλοκαίρι του 1943, όταν ο νεαρός Μίλτον ερωτεύεται τη Φούλβια. Εκείνη δε δείχνει να ανταποδίδει πλήρως τα αισθήματά του, περισσότερο γοητεύεται από το συγγραφικό του ταλέντο και την κοινή αγάπη τους για «ξενόφερτες» μελωδίες. Ενα χρόνο μετά, εκείνη έχει φύγει μακριά για να αποφύγει τον πόλεμο ενώ ο Μίλτον έχει μπει στην Αντίσταση και πολεμά στο πλάι των ανταρτών ενάντια στους Ναζί. Οταν, τυχαία, όμως μάθει ότι η Φούλβια ήταν κρυφά ερωτευμένη με τον επίσης αντάρτη και φίλο του, Τζόρτζιο, ο Μίλτον θα ξεκινήσει μια διαδρομή μέχρι να καταφέρει να τον βρει, μια διαδρομή που πρόκειται τόσο να αποδείξει την καθημερινή παράνοια του πολέμου αλλά και να τον βυθίσει ακόμα περισσότερο στην ομίχλη των συναισθημάτων και του παρελθόντος.

Είναι μια αφήγηση που δίνει πολλαπλές αφορμές στους αδερφούς Ταβιάνι να αξιοποιήσουν όλες τις καλλιτεχνικές τους δυνάμεις, να αποτυπώσουν στον φακό μια περιοχή και θεματική που τόσο καλά γνωρίζουν αλλά και να εκμοντερνίσουν διακριτικά την όλη ιστορία, τοποθετώντας την σε ένα σαφώς ορισμένο ιστορικό πλαίσιο αλλά και, ταυτόχρονα, αποκόπτοντας την από τον χρόνο, όσο ο ήρωας βυθίζεται στο πάθος της αναζήτησής του.

Το «Μια Προσωπική Ιστορία» άλλωστε δεν είναι ούτε ένα αμιγώς πολιτικό δράμα, ούτε μια μελαγχολική ρομαντική ιστορία, ούτε μια περιπέτεια στην έξοχα κινηματογραφημένη ιταλική ενδοχώρα. Οι Ταβιάνι απλά λαμβάνουν αφορμές από την Ιστορία, τις μνήμες και τα γεγονότα για να αφηγηθούν κυρίως μια λαβυρινθώδη συναισθηματική διαδρομή, στην οποία δεν υπάρχουν ούτε εύκολες λύσεις ούτε και διακριτή έξοδος, παρά μόνο η καταδίκη μιας αέναης περιπλάνησης.

Σε αυτό τους βοηθούν και οι ταιριαστές ερμηνείες των ηθοποιών τους, άλλοτε νατουραλιστικές άλλοτε υπερβολικές, σαν ένα μείγμα πραγματικότητας και υπερρεαλισμού, οι οποίες τονίζουν ακόμα περισσότερο την ονειρικότητα της διαδρομής και τοποθετούν την αφήγηση σε ένα σχεδόν μυθικό πλαίσιο που υπογραμμίζει την σισύφεια φύση της όλης αποστολής.

Αυτή η έμφαση στις αισθήσεις είναι που προσδίδει στην ταινία και τη μεγαλύτερη δύναμή της, καθώς πίσω από αυτήν είναι εύκολο να κρυφθεί η αποσπασματικότητα της αφήγησης, η ρομαντική αλλά και αφελής υπογράμμιση του ηρωισμού αλλά οι επαναλήψεις στην εξέλιξη της ιστορίας, που όσο κι αν ενισχύουν την έμφυτη ματαιότητα της κατάστασης, δεν παύουν να προκαλούν μια κάποια κόπωση.

Ωστόσο ως τελικό δείγμα της κοινής βιογραφίας των αδερφών Ταβιάνι, το «Μια Προσωπική Ιστορία» λειτουργεί αρκούντως τιμητικά γιατί αποδεικνύει πως, μέχρι το τέλος, οι Ιταλοί δημιουργοί δε δίσταζαν να πειραματίζονται με την φόρμα, να επαναπροσδιορίζουν με σύγχρονο τρόπο την ιστορική αλήθεια και να επιμένουν στο συναίσθημα εις βάρος της αυστηρής πραγματικότητας.

Ακόμα κι αν η ταινία τους υποβιβάζεται από περιφερειακούς χαρακτήρες που δρουν περισσότερο ως χορός παρά ως σαφώς ορισμένοι χαρακτήρες, η ματιά τους δεν παύει να είναι μαχητική, ποιητική και έντονα πολιτική. Αυτή είναι ουσιαστικά η βαθύτατα «προσωπική ιστορία» τους.