Ενας μουσικός συνθέτης (Ζαν Ντιζαρντέν) ταξιδεύει στο Δελχί για τις ανάγκες μιας ταινίας (της «Ιουλιέτας και του Ρωμαίου» - νύξη, νύξη, ακολουθεί έρωτας). Απρόθυμος, πηγαίνει το βράδυ σε δείπνο που παραθέτει προς τιμήν του ο πρέσβης της Γαλλίας στην Ινδία (Κριστόφ Λαμπέρ, για πάντα ο Χαϊλάντερ της ζωής μας), όπου και γνωρίζει τη γυναίκα του δεύτερου (Ελσά Ζιλμπερστίν). Η έλξη είναι άμεση παρά τις αντιθέσεις τους, και παρά το γεγονός ότι και οι δυο είναι δεσμευμένοι (ο Ντιζαρντέν έχει δεχτεί μόλις – τηλεφωνική - πρόταση γάμου από τη νεαρή φίλη του).

Η πνευματικότητα είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην ταινία, από τη μία γιατί, ε, είμαστε στην Ινδία, κι από την άλλη για να αντισταθμίσει την new age αλαφράδα της Ζιλμπερστίν με τον κυνισμό του Ντιζαρντέν (το κεφάλι του τον πονάει ασταμάτητα – ίσως επειδή το χρησιμοποιεί περισσότερο από την «καρδιά» του;). Οταν εκείνη αποφασίζει να κάνει ένα «οδοιπορικό γονιμότητας» με τελικό προορισμό την Αμμα (την Ινδή Πνευματική Διδάσκαλο, όπως έχει αναγνωριστεί από τα Ηνωμένα Έθνη), εκείνος θα την ακολουθήσει, με την πρόφαση της αναζήτησης θεραπείας για τους πόνους του.

Εχει ενδιαφέρον το πώς και οι δυο τους δεν ενδίδουν επιπόλαια στη σωματική τους έλξη και αντ’ αυτού καλλιεργούν ένα δικό τους, κλειστό κύκλωμα φλερτ, ερωτικής έντασης και ατελείωτων συζητήσεων. Είναι αυτός ο αυτοσχεδιασμός στο διάλογο όμως, τον οποίο τόσο αγαπά ο Λελούς, που ενώ ξεκινά γαργαλιστικά κι εκμεταλλεύεται την χημεία των δυο πρωταγωνιστών, τελικά γυρνά μπούμερανγκ και δημιουργεί πονοκέφαλο.

Μεταξύ πραγματικότητας και των ανήσυχων ονείρων του Ντιζαρντέν, η χώρα απλώνει γενναιόδωρα τις εξωτικές ομορφιές της και ευτυχώς ο Λελούς τις καταγράφει χωρίς πολλές φανφάρες, αλλά με προφανή λατρεία. Αγαπάει και τους πρωταγωνιστές του και αναδεικνύει τη γοητεία του Ντιζαρντέν και την παιχνιδιάρικη διάθεση της Ζιλμπερστίν, χωρίς όμως να τους κατευθύνει ιδιαίτερα ή να τους οριοθετεί. Οι πιο αληθινές στιγμές τους, διόλου παραδόξως, θα έρθουν όταν θα βρεθούν στην αγκαλιά της Αμμα, όπου καταργούνται οι τυχόν ιδιότητές τους και απλά είναι.

Ο ενθουσιασμός όμως για τα τοπία μιας χώρας δεν είναι αρκετός για να στηρίξει μια ολόκληρη ταινία. Πολύ γρήγορα ξεπροβάλλει η έλλειψη στόχου, και το σενάριο ξεχειλίζει πέρα από το Γάγγη για να καταλήξει σε ένα ultra-γαλλικό-φλύαρο-ό,τι-να’ναι φινάλε, το οποίο έχει ούτως ή άλλως καθυστερήσει σημαντικά.

Κριτική: Ελενα Χρηστοπούλου